Ήτανε Δευτέρα πρωί, τρεις Απριλίου 1950, μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, όταν στο κέντρο της Αθήνας, Κοραή, πήγαινε με τα στρατιωτικά του ρούχα, χωρίς δίκοχο και ζώνη, άκρη - άκρη στο πεζοδρόμιο, ένας νέος.
Προδημοσίευση από τη βιογραφία του Αλ. Γαλανού
Μη φοβάστε, μη λυπάστε
που τα σπίτια μας γκρεμίζουν.
Πέστε ανάσκελα, ησυχάστε,
πιο πολλά είν’ αυτά που χτίζουν.
Αλ. Γαλανός, από «Τα κόκκινα φανάρια»
Ήτανε Δευτέρα πρωί, τρεις Απριλίου 1950, μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, όταν στο κέντρο της Αθήνας, Κοραή, πήγαινε με τα στρατιωτικά του ρούχα, χωρίς δίκοχο και ζώνη, άκρη - άκρη στο πεζοδρόμιο, ένας νέος.
Στο δεξί κρατούσε μια μικρή τριμμένη βαλίτσα και στο άλλο χέρι ένα κιτρινισμένο φάκελο με χαρτιά.
Φαινόταν χαρούμενος μα προβληματισμένος κι ο βηματισμός του ασταθής. Μια σταμάταγε να δει αόριστα στο κενό, να κόψει κάποιο φύλλο από τις νεραντζιές που πρόσφατα είχανε φυτέψει, μια τάχυνε τις δρασκελιές του και πάλι να τις μετριάζει. Έδωσε μετά μια κλοτσιά σε ένα πράσινο νεράντζι που βρισκόταν πάνω στις πλάκες, σφηνώθηκε αυτό στη ρόδα ενός από τα ελάχιστα αυτοκίνητα που πήγαιναν στη Σταδίου, τρόμαξε ο οδηγός, όμως του χαμογέλασε, και συνέχισε. Έκανε ο νέος μια άγαρμπη χαιρετούρα, νόμισε πως ακόμα ήταν στρατιώτης, στήθηκε σε στάση προσοχής, κι όταν συνήρθε, έκανε μια επί τόπου στροφή, χτύπησε νευρικά το δεξί του πόδι στη πλάκα του πεζοδρομίου κι άρχισε να τρέχει.
Σκουντούφλησε κάνα δυο φορές, ξαναβρήκε το ρυθμό του, χώθηκε βιαστικός στο λεωφορείο που ήτανε κείνη την ώρα μπροστά του, και με νευρικές κινήσεις, μια να κρατάει το μπροστινό κάθισμα και μια τη χειρολαβή δίπλα, έστεκε όρθιος μέχρι την Καλλιθέα που κατέβηκε.
Έσφιγγε το φάκελο και κάθε τόσο τον έβλεπε, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν στη θέση του.
Πέρασε μερικά δρομάκια και προτού το μετανιώσει για άλλη μια φορά, σχεδόν τρεχάτος, μπήκε στο υπαίθριο θέατρο «Διονύσια» την ώρα που έκαναν πρόβα. Κοντοστάθηκε, ήταν κάνα δυο γνωστοί ηθοποιοί, τους χαμογέλασε και έδωσε στον άγνωστό του σκηνοθέτη το φάκελο.
- Σας παρακαλώ δώστε τον στον κ. Λεμό.
Έστριψε να φύγει, αλλά γύρισε και συμπλήρωσε.
- Πέστε του από το Γαλανό. Τον Αλέκο Γαλανό.
Βγήκε έξω, περπάτησε κάμποσο με το κεφάλι χαμηλά, φουρτουνιασμένο, να σπάσει, και με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο έφτασε στον Πειραιά.
Στην προκυμαία, σαν τον πλημμύρισε ο λιμανίσιος αγέρας και τον τύφλωσε αστραφτερός απ’ τα θολά νερά ερχόμενος ο μεσημεριάτικος ήλιος, τρόμαξε. Διαλυθήκανε στη στιγμή σκέψεις, φοβίες κι επιφυλάξεις, παραμέρισαν αναστολές κι ερωτηματικά για το ποιος είναι και τι θα κάνει, τεντώθηκε, έδωσε άλλη μια βροντερή αρβυλιά στην πλάκα που τραντάχτηκε θαρρείς ολάκερο το πεζοδρόμιο, τίναξε το κεφάλι αψηλά, κι ανάμεσα σφιγμένα δόντια, πιστεύω, προκαταλήψεις, τι πρέπει και δεν πρέπει, έβγαλε μια παράξενη πρωτόγονη κραυγή που ήχησε σαν καμπάνα στ’ αυτιά του.
- Πρέπει! Και μπορώ!
Ήταν μια υπόσχεση στον εαυτό του να πετύχει.
Που έμοιαζε με το δικό μου τάξιμο, «Αλέκο, θα πασκίσω να σου δώσω τη θέση που σου ανήκει» που είπα πεισματικά στον εαυτό μου, καταμεσίς τα μνήματα, σαν τον κατέβαζαν δυο μέτρα στην κορεσμένη από πτωμαΐνη γης και τον είδα έτοιμο να πεταχτεί και να τρέξουμε εκεί που τον πρωτογνώρισα, Λέκκα 12, να ξεκινήσουμε μια καινούργια εκπομπή για τους αγρότες, για τους θεατρίνους, για τους ανθρώπους που πονούν, που δουλεύουν για μια ιδέα κι υστερνά γκρεμίζονται στο αχανές κενό.
Κι αυτό κάνω τώρα, καρτερικέ μου αναγνώστη. Με όλα τα εμπόδια και την αδιαφορία που συναντώ. Βγαίνουν εχθροί, συμφέροντα και φθόνος μπροστά μου, τρικλίζω, πάω να πέσω, η αγχόνη σφίγγει, μα αντιστέκομαι κι ορθός (ως πότε, Θε μου!) συνεχίζω.
Γρηγόρεψε μετά ο νέος το βήμα του, κι αεράτος έφτασε στην Καρβουνόσκαλα κι από κει ως το Χατζηκυριάκειο. Μια διαδρομή που πάντα άρεσε να την κάνει με τους λιγοστούς φίλους του.
Τούτη την απριλιάτικη μέρα όμως, με τα λιγοστά προσωπικά του είδη, τη σκέψη για το πτυχίο γεωπόνου που έπρεπε να πάρει και τα όνειρα που κουβαλούσε από τη στρατιωτική του μονάδα, ο Αλέκος απόλαυσε ιδιαίτερα τη διαδρομή στη βουερή μοναξιά του. Ως τους γονείς του που τον περίμεναν με αγωνία στην εξώπορτα, Νοταρά 82, εκεί, στην καρδιά της Τρούμπας.
Σε λίγες μέρες ο Αδαμάντιος Λεμός με τον υπεύθυνο δραματολογίου του Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον ειδοποίησαν ότι θα ανεβάσουν το πρώτο του έργο «Θεατρίνοι» που τους άφησε για διάβασμα.