Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Σύναξη παλαιών συμμαθητών, ογδόντα... Μαϊων
Στη μνήμη του συμμαθητή μας, ήδη απ' το Δημοτικό, Νίκου Μαδιά, Καθηγητή Νεφρολογίας στη Βοστώνη.
Γράφει ο Δημήτρης Νικορέτζος
ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΕΡΩΤΗΜΑ, αγαπητέ αναγνώστη της φίλης εφημερίδας, απηύθυνα αρκετές φορές στους παλαιούς μου συμμαθητές (Δ' Δημοτικό - Β' Γυμνάσιο), που κάποιους είχα να συναντήσω εδώ και ...68 χρόνια!!!
Ναι, ναι. Καλά διάβασες, φίλε αναγνώστη. 68 ολόκληρα χρόνια. Μέσα σ' ένα τέτοιο μέγεθος χρόνου, στην πορεία της ανθρώπινης περιπέτειας, ήταν φυσικό − θέλω να πω αναπόφευκτο − ν' αλλάξουν οι μορφές, ν' αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά, να συνταξιοδοτηθούν οι επιθυμίες, όταν οι θάλλουσες ανοίξεις των μαθητικών μας χρόνων, έδωσαν (φευ) τη θέση τους − για όσους ζούσαμε ακόμα− σε ασπρομάλληδες γέροντες (κάποιους φαλακρούς, άλλους νωδούς, μερικούς μάλλον «ερειπωμένους» ή μισοφευγάτους στη μνήμη). Όμως, ας είναι.
Αυτές οι εικόνες συνέβησαν, στο συναπάντημα των παλαιών μας συμμαθητών, όλοι πατημένα ογδόντα, την Τετάρτη το βράδυ, στις 21 του Αυγούστου, του σωτηρίου έτους 2024, στην ταβέρνα «Ο Δήμος», εκεί στο βορινό λιμάνι της Μυτιλήνης. Οι συγκινήσεις ήταν αναμενόμενες. Όταν επιστρέφει κανείς στην αθωότητα των παιδικών και μαθητικών του χρόνων, δεν είναι διόλου εύκολο να οχυρωθεί πίσω από φιλολογικές φλυαρίες, ανυποψίαστοι βέβαια όλοι για το τι θα μας επιφύλασσε το άγνωστο μέλλον. Γιατί τότε βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή των προσδοκιών και ονειροπολήσεων.
Πρέπει να ήταν εξαιρετικά σοφός εκείνος που είπε πως ο χρόνος ─ ανάλγητος στην αλήθεια του ─ είναι μέγας γελοιογράφος. Τί, αλήθεια, έρχεται σε τούτον τον φθαρτό κόσμο, χωρίς να φθαρεί, δίχως να μαραθεί, διανύοντας τον μικρό ή μεγάλο κύκλο της ζωής του. Αν τον ολοκληρώσει. Γιατί κι αυτό είναι ένα ερώτημα.
Το φθαρτό και πρόσκαιρο της ανθρώπινης ύπαρξης το δηλώνει πολύ εκφραστικά και ο εκκλησιαστής: «Άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει».
Αρκετοί από τους παλαιούς μας συμμαθητές ήταν με προβλήματα υγείας (ζάχαρα, ουρίες, πιέσεις, χοληστερίνες, καρδιές και πάει λέγοντας), έχοντας κλείσει, προ ετών, τον επαγγελματικό τους βίο. Και όλοι πια συνταξιούχοι. Άλλος, δάσκαλος, άλλος γιατρός, άλλος δικηγόρος, άλλος μηχανικός, άλλος κάποτε υπάλληλος και η αφεντιά μου, απόμαχος καθηγητής αστροφυσικής και λογοτέχνης.
Και επειδή, σε ό,τι με αφορά, οι δύο αυτές προσωπικές μου ιδιότητες φαντάζουν αντιφατικές ─ ως δύο σύνολα ξένα μεταξύ τους, δηλαδή χωρίς κανένα κοινό σημείο που να τις συνδέει, όπως θα λέγαμε στα μαθηματικά ─ πρέπει αποξαρχής να δηλώσω, πως ποιητής προϋπήρχα, ήδη από τα χρόνια του Δημοτικού, εκεί στο Δ΄, όπου το παλιό Παρθεναγωγείο, αλλά Φυσικός έγινα κατόπι, συνδυάζοντας τ' ... ασυνδύαστα! 'Οπως έχω πει, συχνά, χαριτολογώντας, σε διάφορες κατά καιρούς ομιλίες μου, η Φυσική στη ζωή μου υπήρξε η νόμιμη σύζυγος, αλλά η ποίηση η αξεπέραστη ερωμένη. Και δεν είναι διόλου ασύνηθες, στη ζωή πολλών, οι ερωμένες να έχουν τον πρωτεύοντα ρόλο.
Όμως, οι Λατίνοι έγραψαν: poeta nascitour, non fit, δηλαδή ο ποιητής γεννιέται, δε γίνεται, για να συναριθμώ, ως σήμερα, με τη λογοτεχνική μου ιδιότητα, κάπου πενήντα φιλολογικά βιβλία (ποίηση, δοκίμιο, κριτική). Όμως, ας αφήσω τα προσωπικά.
Μοιραία, όταν συναντάς έναν παλιό σου συμμαθητή, συνειδητοποιείς το πέρασμα του χρόνου, κοιτώντας τις ρυτίδες του, που δεν τις βλέπεις φυσικά στον εαυτό σου ή αρνείσαι να τις δεις στο δικό σου πρόσωπο. Οι ρυτίδες υπάρχουν πάντα για τους άλλους. Μα ας μην το συζητάμε, γιατί μας πικραίνει.
Οι στιγμές της συνάντησης με τους παλαιούς συμμαθητές, μας επέστρεψαν σ' ένα ωραίο, μολονότι μακρινό παρελθόν. Και τι δεν θυμηθήκαμε. Ξαναφέραμε στη μνήμη κάποιους... ποδοσφαιρικούς αγώνες στον αυλόγυρο των κεντρικών Λυκείων που φοιτούσαμε, που αντί για μπάλα κλωτσούσαμε κουκουνάρες (λεσβιαστί κουκουτζέλες), που έπεφταν στο χώμα από τα εκατοχρονίτικα πεύκα της αυλής.
Θεωρώ περιττό να προσθέσω πως θυμηθήκαμε και τους παλαιούς μας καθηγητές, με προεξάρχοντες στα σχόλια, τον Γυμναστή μας Γεώργιο Αφεντάκη, τον Ευάγγελο Κακάμπουρα, τον Γεώργιο Μιχαηλίδη, τον Λουκά Λουκίδη, μη ξεχνώντας και τον αλήστου μνήμης, μονόχειρα φιλόλογο, τον αλησμόνητο Τσαϊλακόπουλο, που μας δίδασκε Λατινικά και μας μάθαινε τις καταλήξεις των ξένων ρημάτων, που επαναλαμβάναμε, ομοθυμαδόν, γεγονυϊα τη φωνή, ξεκουφαίνοντας τις διπλανές τάξεις.
Bam-bas-bat-bamus-batis-bant, στοιβαγμένοι οκλαδόν, γύρω απ’ την έδρα. Εδώ δεν πρέπει να μην αναφέρω τη μόνιμη απορία του, γιατί δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν τα λουλούδια που φύτευε στον εσώτοιχο του κιγκλιδώματος της αυλής, που πότιζε καθημερινά, μη γνωρίζοντας ότι εμείς ─ τα καλόπαιδα ─ τα «ποτίζαμε» τα βράδια με ουρικό οξύ, με αποτέλεσμα τα φυτά να μην μπορούν να δουν προκοπή. Κατά τ' άλλα είμαστε πάντα πρόθυμοι να του κάνουμε "χουσμέτια" και να του πηγαίνουμε σπίτι τα διάφορα ψώνια του, για να δούμε ─ πρωτίστως ─ από κοντά την κόρη του Μάρω.
Πόσες ξεχασμένες σελίδες της ζωής μας δεν ξεφυλλίσαμε το βράδυ αυτό, από το βιβλίο του χρόνου, εμείς, του Β' Γυμνασίου, με τις κίτρινες κουκουβάγιες στα πηλίκια και οι δυο τρεις του Α', με τις λευκές, όπως και τις μαθήτριες του Γυμνασίου Θηλέων με τις μαύρες τότε ποδιές.
Κλείνοντας τις σκέψεις αυτές θα ολοκληρώσω με τους στίχους από την Ωδή Εις τον Ιερόν Λόχον του Ανδρέα Κάλβου, του δεύτερου εθνικού μας ποιητή:
«Ο Γέρων φθονερός/ και των έργων εχθρός/ και πάσης μνήμης έρχεται/ περιτρέχει την θάλασσαν/ και την γην όλην/─/ Από την στάμναν χύνει/ τα ρεύματα της λήθης/ και τα πάντα αφανίζει...[...]».
Και βέβαια, ο «Γέρων» του ποιήματος, όπως τον εξυπονοεί ο Κάλβος, είναι ο χρόνος, γιατί πρέπει ν' αναφέρω, πως το πιο πάνω ποίημα, είναι ελεγείο για τη συντριβή των ηρωικών εθελοντών του Ιερού Λόχου του Υψηλάντη, από το οθωμανικό ιππικό στη μάχη του Δραγατσανίου, στις παραδουνάβιες περιοχές, ενδιαιτήματα τότε Βυζαντινών και Φαναριωτών.
Ο «Γέρων», λοιπόν, ασυγκίνητος, και μέγας καταλύτης, τα πάντα αφανίζει, όπως φυσικά και τους ανθρώπους! Ή ─ κατά την αρχαία ρήση ─ «άνθρωπος τύχης παίγνιον και μεταπτώσεως εικών». Και εδώ ─ εν προκειμένω ─ έχει θέση το δεύτερο σκέλος του αφορισμού. Εννοώ το «μεταπτώσεως εικών», αφού κάποιοι απ' τους συμμαθητές μας, δεν είμασταν μεταξύ μας πλέον αναγνωρίσιμοι. Τώρα, σύνολα, ξένα μεταξύ τους.
Οι εγκάρδιες χειραψίες, αν δεν υπήρχε η προϊούσα μνήμη, είχαν το «χρώμα» μιας πρώτης, θαρρείς, γνωριμίας, όταν με πολλούς συμμαθητές κάποτε παίξαμε, τρέξαμε, γελάσαμε και διαβάσαμε μαζί παιδιά. Σε τέτοιες συναντήσεις συνειδητοποιείς, φίλε αναγνώστη, το αναπόφευκτο «μέγεθος» που λέγεται χρόνος, «μέγεθος» που συνοδεύεται και είναι συνυφασμένο με τη λέξη «φθορά».
Το πιο λυπηρό για μας ήταν ότι κάποιοι συμμαθητές μας απουσίαζαν απ' τη σύναξή μας. Άλλοι γιατί έλειπαν εκτός Λέσβου και άλλοι γιατί απήλθαν του μάταιου τούτου κόσμου. «Πάει κι αυτός», είπαμε. Τελευταίος που μας αποχαιρέτησε, μόλις πρόσφατα, ο Νίκος Μαδιάς, παιδικός φίλος της καρδιάς μου, καθηγητής Νεφρολογίας στο Tufts University της Βοστώνης, ιατρική προσωπικότητα, παγκόσμιου κύρους.
Στο μάθημα, όπως όλοι θυμόμαστε, έλεγε πάντα το παρακάτω και στο 5ο έτος της Ιατρικής ─ όπου σπούδαζε με υποτροφία ─ είχε εκδώσει έναν ογκώδη τόμο με τίτλο «Γενική Βιολογία», που ήταν βοήθημα για ολόκληρη γενιά φοιτητών. Δηλαδή, ακόμα από φοιτητής, δίδασκε συμφοιτητές!!!
Στο καλό, Νικολάκη, στους κόσμους των άστρων, που τώρα διαπορεύεσαι, άστρο κι εσύ της ανθρώπινης ιστορίας. 'Έχω τη βεβαιότητα, αν υπάρχουν ψυχές στο επέκεινα, πως θα ήσουν κι εσύ παρών στη μαθητική μας σύναξη.
Την επόμενη συνάντησή μας, την προγραμματίζουμε στα ενενήντα μας, όσοι συμβεί να ζούμε ως τότε.
Πιο κάτω γράφω το παρουσιολόγιο και απουσιολόγιο της σύναξης των συμμαθητών μας, έτσι για την ιστορία.
ΠΑΡΟΝΤΕΣ (Κατ' αλφαβητική σειρά):
Γιώργος Ανδριώτης-(φιλοξενούμενος αυτός, του Α' Γυμνασίου)-Νίκος Βαλιάδης- Παντελής Βουδούρης (ο συμμαθητής μας που είχε την πρωτοβουλία της συνάντησης)-Ιγνάτιος Γιακαλής- Θεοφάνης Θεοφάνους-Αριστείδης Καλιάλης-Γιάννης Καμπάνης (αυτός του Ορφανοτροφείου)- Ελευθέριος Καρμίρης- Γεώργιος Κάσδαγλης- Ευστράτιος Μάγος-Δημήτριος Μακρυγιάννης- Ευστράτιος Μπατζάκης (φιλοξενούμενος)- Δημήτρης Νικορέτζος- Παναγιώτης Παπαδέλλης, του Ευστρατίου- Θεμιστοκλής Παραδέλλης- Τάκης Σαραντινός- Βασίλης Σγουρέλλης- Παναγιώτης Σκοπελίτης ή Χίου ή Μαγειράκος-Άκης Σκουρκέας- Ζαφείρης Σούγιουλτζης-Αργύρης Τσούρος- Θεόφραστος Χατζηκομής (του Α' Γυμνασίου) και οι κυρίες Αγγελική Ελευθερίου- Αγγελική Παπαθεοδώρου (αμφότερες φιλοξενούμενες) και η Ελένη Ζαμβακέλλη, συμμαθήτριά μου, στο Δ΄Δημοτικό.
ΑΠΟΝΤΕΣ (είτε εκτός Λέσβου, είτε για άλλους λόγους):
Μανώλης Ασλάνης-Θεόδωρος Βοριάς-Θεόδωρος Διαλεχτός- Γιώργος Ελευθεριάδης-Αριστείδης Ιωάννου- Τάσος Κόρακας-Νίκος Κυπραίος- Κώστας Παπανικολάου (κοινώς «Μπουμ»)-Γεώργιος Ρεπανέλλης- Γεώργιος Σακαλής- Σταύρος Ταπανλής-Αντώνης Τενέδιος-Γιάννης Τζωάννος- Γιώργος Χουτζαίος (συμφοιτητής μου, στο Φυσικό του Πανεπιστημίου Αθηνών)- Κώστας Ψαρρόπουλος.
-Αλέκος Ευαγγελινός. (Τον ανακάλυψε τελικά στο χωριό του, την Αγία Παρασκευή, ο Βουδούρης την ώρα που γραφόταν το κείμενο. Γνωστός κοινώς ως «ούζο», ανάλογο «νούμερο» κι αυτός, Δήμαρχος αργότερα, της Αγίας Παρασκευής, υιός του συγγραφέα και φαρμακοποιού του χωριού Πάνου Ευαγγελινού, που καθόταν πάντα στο τελευταίο θρανίο, δηλαδή στη.... γαλαρία των «κατμάδων», για ευνόητους λόγους, δηλαδή για να ενοχλεί μονίμως το μάθημα, σέρνοντας πίσω απ' το θρανίο, εν ώρα διδασκαλίας, μια παλιά χαλασμένη γκαζιέρα, που οι καθηγητές έψαχναν, εις μάτην να τη βρουν, γιατί τη σκέπαζε με το σακκάκι του).
ΜΕΤΑΣΤΑΝΤΕΣ ή ΕΚΛΙΠΟΝΤΕΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ:
Θεόδωρος Αϊβαλιώτης- Εμμανουήλ Αμπουλός- Θρασύβουλος (ή Βίλλυ) Ανδρέου- Παναγιώτης Αράπογλου- Αργύρης Βαμβάκος- Δημήτρης Γαλανάκης- Απόστολος Γαληνός («μεγάλο επεισόδιο» της τάξης, όπου, πιο κάτω, σχολικό συμβάν)- Νίκος Δημητριάδης- Ευστράτιος Δήμου- Γεώργιος Δουκαρής- Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης (του Ορφανοτροφείου)- Ελευθέριος Κομνηνός- Θεόδωρος Κουμαράς (αργότερα ναυτικός πράκτωρ και τερματοφύλακας ποδοσφαίρου)- Νίκος Κύπριος- Νικόλαος Μαδιάς-Άγγελος Ξενάκης (του Ορφανοτροφείου)- Μιχάλης Πελτέκης- Σωκράτης Συβρής- Γεώργιος Φωτιάδης (που σκοτώθηκε στο στρατό)- και η Αθηνά Κοντούλη (από την τάξη του «Πρακτικού»).
Όμως, μη θέλοντας να σταθώ για πολύ, στις δυσάρεστες αυτές σκέψεις, για τους ταξιδεμένους συμμαθητές μας, που «αγκυροβόλησαν» πια σε άγνωστους σε μας γαλαξίες και για ν' αλλάξω το κλίμα των εικόνων αυτών, με έναν τόνο ευτραπελίας, θα διηγηθώ πιο κάτω, εν συντομία, κάποιο από τα διάφορα διασκεδαστικά της τάξης μας, με πρωταγωνιστές τον φιλόλογο καθηγητή μας Ευάγγελο Κακάμπουρα και τον συμμαθητή μας Απόστολο Γαληνό ─ όνομα και πράμα ή μεγάλη... μέντα της τάξης ─ που στο μάθημα ερχόταν μονίμως αδιάβαστος.
Έναν καιρό ο καθηγητής μας είχε τη φαεινή σκέψη, αντί για τον κατάλογο με τα ονόματά μας, να μας σηκώνει για εξέταση με κλήρους. Ο κάθε μαθητής είχε τον δικό του αριθμό στους κλήρους και ο Γαληνός το νούμερο πέντε. Κάποια φορά, λοιπόν, που φώναξαν εκτάκτως, εν ώρα μαθήματος, τον καθηγητή μας στο γραφείο του Γυμνασιάρχη, για κάποιο επείγον υπηρεσιακό θέμα, αφήνοντας το κουτί με τους κλήρους στην έδρα, ο Γαληνός πήγε γρήγορα εκεί και ξεψαχνίζοντας στο κουτί, βρήκε κι έβγαλε από μέσα το πέντε, το δικό του νούμερο. Έπειτα γύρισε σε μας και είπε:
─Αν με ξαναδείς πια στο μάθημα... Βαγγέλη, να μου γράψεις!!!
Ύστερα από λίγο ο Κακάμπουρας επέστρεψε στην τάξη, χωρίς να συμβεί κάτι άλλο.
Την επόμενη μέρα, όπως κάθε φορά, ο Κακάμπουρας έβγαλε κλήρους, για να σηκώσει κάποιους στο μάθημα. Ξετύλιξε τα χαρτάκια και είπε:
─Το οκτώ, το δώδεκα και το... πέντε (sic), στο μάθημα.
Στην τάξη, μόλις ακούσαμε ο νούμερο πέντε ─ γιατί ξέραμε ─ έπεσε παγωμάρα.
Σηκώθηκαν οι μαθητές με το οκτώ και το δώδεκα, και ο Γαληνός, με το πέντε, «αγρόν ηγόραζε και ζεύγη βοών πέντε».
─Το πέντε, επανέλαβε ο Κακάμπουρας.
Ο Γαληνός, για να εκφραστώ λεσβιαστί, έκανε «τ' γρουνιού του νου».
─Το πέντε, είπα, επανήλθε ο Κακάμπουρας. Ο Γαληνός στο μάθημα.
─Τι είπατε, κύριε; έκανε κατάπληκτος εκείνος, που είχε μείνει άναυδος και αποσβολωμένος και με το στόμα ανοιχτό.
─Αυτό που άκουσες Γαληνέ. Το πέντε στο μάθημα.
Εκείνος συνέχεια ξεροκατάπινε απορημένος και τι μάθημα να πει. Τίποτα. Όπως, τότε, καταλάβαμε όλοι, άλλα νούμερα έδειχναν οι κλήροι κι άλλα εκφωνούσε ο Κακάμπουρας.
Η «νίλα» του Γαληνού ήταν μεγάλη.
Κι ο Κακάμπουρας απόσωσε:
─Τι να κάνουμε, Γαληνέ. Εσύ δε θ' αλλάξεις τη γνωστή παροιμία: "Η αλεπού εκατό χρονώ το αλεπουδέλι εκατό δέκα". Τέλος.
Τη συνάντηση, τέλος χαιρέτησε, με σύντομο λογίδριο, ο Παντελής Βουδούρης, εκ μέρους όλων των συμμαθητών μας, ο οποίος είχε την ιδέα και την όλη ευθύνη και φροντίδα της μαθητικής μας σύναξης. Του αξίζει κάθε έπαινος.
Κλείνω εδώ, το συγκινητικό αυτό μαθητικό συναπάντημα, της επιστροφής μας σε αξέχαστες και αλησμόνητες παιδικές μνήμες, ευχόμενος καλή υγεία και μακροημέρευση σε όλους τους συμμαθητές, για όσον καιρό ευδοκήσει ο θεός να ζήσουμε.
Ας μην ξεχαστούμε, λοιπόν, παιδιά, έστω και «αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι, των....σχολείων φαιδρά εποχή», για να παραλλάξω το γνωστό άσμα.
Εκ μέρους όλων των συμμαθητών.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΡΕΤΖΟΣ