Συμμετέχοντας σε μια ομάδα Ευρωπαίων μελετητών, είχαμε ως καθήκον να μελετήσουμε πώς χρησιμοποιήθηκαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια τα τελευταία χρόνια και τι απέδωσαν στην ανάπτυξη των περιοχών αυτών, με ελληνικά παραδείγματα τη Στερεά Ελλάδα και το Βόρειο Αιγαίο.
ΒΗΜΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Συμμετέχοντας σε μια ομάδα Ευρωπαίων μελετητών για την αξιολόγηση των χρηματοδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις περιοχές με μόνιμα φυσικά εμπόδια (νησιωτικές, ορεινές και αραιοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης), είχαμε ως καθήκον να μελετήσουμε πώς χρησιμοποιήθηκαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια τα τελευταία χρόνια και τι απέδωσαν στην ανάπτυξη των περιοχών αυτών, με ελληνικά παραδείγματα τη Στερεά Ελλάδα και το Βόρειο Αιγαίο.
Η ανάλυση των δεδομένων αυτών (με έμφαση στη Λέσβο) και οι συγκρίσεις με τις πρακτικές και τα αποτελέσματα άλλων χωρών επιβεβαιώνουν ότι ένας από τους παράγοντες που έχουν οδηγήσει τη χώρα στην πρωτοφανή σημερινή οικονομική κρίση είναι και η έλλειψη αναπτυξιακής στρατηγικής. Μιας στρατηγικής που:
(α) θα κατεύθυνε τους αγρότες και τους επιχειρηματίες (μικρούς και μεγάλους) που δραστηριοποιούνται ή θα ήθελαν να δραστηριοποιηθούν στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών σε τομείς στους οποίους η χώρα, αλλά και κάθε περιοχή ξεχωριστά, μπορεί να είναι ανταγωνιστική και θα τους υποστήριζε σ’ αυτή τους την πορεία προς όφελος όλων μας,
(β) θα υποστήριζε τους κατοίκους ειδικά των νησιωτικών περιοχών, όχι απλά να μείνουν στον τόπο τους, αλλά στο το πώς θα συμβάλλουν δημιουργικά για μια καλύτερη ποιότητα ζωής και σε ένα καλύτερο μέλλον όλων μας, μέσα από την παροχή των κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών σε μεταφορές, επικοινωνίες, εκπαίδευση και κατάρτιση, υγεία, πολιτισμό και αθλητισμό.
Αντίθετα, αυτό που διαπιστώνεται (και υπογραμμίζεται από όσους έχουν γνώση της ελληνικής πραγματικότητας, Έλληνες και ξένους) είναι η κατασπατάληση του 80% των ευρωπαϊκών πόρων σε πολύ ακριβά έργα υποδομών, αλλά και σε διάφορα μικροέργα και δραστηριότητες «τοπικής σημασίας», που στοίχισαν πολλαπλάσια από τον αρχικό τους προϋπολογισμό και είτε δεν ολοκληρώθηκαν μετά από πολλά χρόνια ή ολοκληρώθηκαν και έμειναν ανενεργά δίνοντας ελάχιστη αναπτυξιακή ώθηση. Ταυτόχρονα, χρηματοδοτήθηκαν ελάχιστες πραγματικά παραγωγικές και καινοτόμες δράσεις που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αυξάνοντας την εξάρτησή μας από δανεικά χρήματα. Όλα αυτά έγιναν χωρίς σχέδιο και χωρίς αναπτυξιακή προοπτική για τον τόπο και τους ανθρώπους του, αλλά στη βάση «προσωπικών» παρεμβάσεων για την εξυπηρέτηση πολιτικών πελατειακών σχέσεων (βλ. κάθε είδους εργολάβους και προμηθευτές του Δημοσίου) και την ικανοποίηση «λαϊκών αιτημάτων», δηλαδή της συγκέντρωσης ψήφων.
Αυτή η κατάσταση φάνηκε ιδιαίτερα όταν έπρεπε να επιλέξουμε μία από τις δράσεις που χρηματοδοτήθηκαν τα τελευταία 10 χρόνια στη Λέσβο και είχαν πολλαπλασιαστικά, σε σχέση με την αρχική επένδυση, αναπτυξιακά οφέλη για τον τόπο, ώστε να την αναδείξουμε ως καλή πρακτική που θα μπορούσε να προβληθεί και να αξιοποιηθεί από άλλες περιοχές της Ευρώπης με παρόμοια χαρακτηριστικά. Όμως η αναζήτηση της καλής πρακτικής έφερε στην επιφάνεια πολλές «κακές» πρακτικές:
- Ποιες ήταν οι δράσεις για την ανάπτυξη του τουρισμού και τι απέδωσαν; Εξετάζοντας τον αριθμό των τουριστών που έρχονται σε όλο το Β. Αιγαίο και στη Λέσβο ειδικότερα, διαπιστώνει κανείς στασιμότητα αν όχι οπισθοχώρηση, αφού δεν έγιναν επενδύσεις για τη διαφοροποίηση και την ποιοτική βελτίωση του τουριστικού προϊόντος. Ποια τύχη είχαν οι προτάσεις για ανάπτυξη ενός διαφορετικού και ποιοτικού προϊόντος, με βάση τα ιδιαίτερα και μοναδικά πολιτιστικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της Λέσβου; Ο τουρισμός των «πουλάκηδων» τείνει σε εξαφάνιση, ενώ ολόκληρη η περιοχή υποβαθμίζεται διαρκώς από μεγαλεπήβολες «αναπτυξιακές επενδύσεις» στον τομέα της οικοδομής. Το Κέντρο Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης Καλλονής, αφού έμεινε τρία χρόνια κλειστό, σήμερα παραμένει «άγνωστο» από ντόπιους και επισκέπτες, χωρίς ταμπέλα και πινακίδες πρόσβασης, με προσωπικό που πληρώνεται όταν βρεθούν χρήματα. Τι έγινε με το Μουσείο Αλατιού στη Σκάλα Πολιχνίτου; Σαπίζει από την αρμύρα και την αδιαφορία των «αρμοδίων». Τι έγιναν τα περιπατητικά μονοπάτια στην υπέροχη λεσβιακή ύπαιθρο; Εξαφανίζονται από την εγκατάλειψη και τις μπουλντόζες. Πώς προωθούνται οι συνεδριακοί χώροι που υπάρχουν σε πολλά σημεία του νησιού (σε πολύκεντρα, σε άλλα δημόσια κτήρια, αλλά και σε ξενοδοχεία) για την προσέλκυση ενός τουρισμού, ειδικά στη χαμηλή τουριστική περίοδο; Απαντήσεις δεν υπάρχουν. Αντίθετα υπήρξε πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση για την αναποτελεσματική προώθηση του μαζικού τουρισμού από ανθρώπους που δε γνωρίζουν το αντικείμενο, με αδιαφανείς πρακτικές.
- Ποιες ήταν οι δράσεις για την υποστήριξη της μεταποίησης και για τη προώθηση της αγροτικής παραγωγής; Το ποσοστό του λαδιού που τυποποιείται σήμερα, παραμένει εξαιρετικά χαμηλό, με τους παραγωγούς είτε να περιμένουν να ανέβει η τιμή του μερικά εκατοστά τού ευρώ ή να εγκαταλείπουν τους ελαιώνες, ενώ σε παρόμοια θέση βρίσκονται και οι περισσότεροι παραγωγοί γάλακτος, «κρεμασμένοι» από τις τιμές που θα δώσουν οι τυποποιητές. Την ίδια στιγμή, εκτός λίγων λαμπρών εξαιρέσεων, που όμως πιστοποιούν τον κανόνα, η παραγωγή προϊόντων ποιότητας που θα έδινε πολλαπλό όφελος σε παραγωγούς, τυποποιητές, διακινητές και μια άλλη «εικόνα» για το νησί, μπορεί να περιμένει…. την ολική εγκατάλειψη και την παράδοσή του στις μπουλντόζες. Άλλωστε, εδώ και χρόνια το ζητούμενο δεν είναι η παραγωγή και η δημιουργία, αλλά οι κάθε είδους επιδοτήσεις και οι υπόγειες διαδρομές τους προς την κατασκευή μεγάλων σπιτιών, την αγορά πολυτελών αυτοκινήτων και τις παχυλές καταθέσεις των επιτηδείων.
- Ποιες ήταν οι συνεργασίες μεταξύ των πολύ μικρών τουριστικών και μεταποιητικών μονάδων του νησιού για την εφαρμογή υπεύθυνων και καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και διακίνησης προϊόντων και υπηρεσιών βασισμένων στην αξιοποίηση του τεράστιου και μοναδικού τοπικού πολιτιστικού και περιβαλλοντικού πλούτου; Οι προσπάθειες «βούλιαξαν» μεταξύ της αδιαφορίας των «αρμοδίων», του διαγκωνισμού για την προβολή, και της προώθησης μικροσυμφερόντων.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις που έγιναν προσωπικά από τον υπεύθυνο του προγράμματος όταν επισκέφτηκε τη Λέσβο και συνομίλησε με εκπροσώπους φορέων και επιχειρήσεων, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές νησιωτικές περιοχές υπάρχει σοβαρό έλλειμμα διακυβέρνησης, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο λαμβάνονται και υλοποιούνται οι αναπτυξιακές αποφάσεις.
Η έλλειψη οράματος και στρατηγικού σχεδίου δράσης, στη δημιουργία του οποίου πρέπει συμμετέχει ενεργά μια ενημερωμένη και έτοιμη να συμβάλει με τη δράση της κοινωνία μέσα από μια διάφανη διαδικασία διαβούλευσης και συναπόφασης, έχει οδηγήσει στην τραγική απώλεια ευκαιριών. Αντίθετα, επικράτησε συναλλαγή και διαφθορά μεταξύ πολιτικών, μέρους της διοίκησης και «επιχειρηματιών», τα αποτελέσματα των οποίων όλοι βιώνουμε σήμερα με τραγικό τρόπο σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Τελικά επιλέξαμε ως καλύτερη πρακτική αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων τη δημιουργία του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Σιγρίου, όχι τόσο για το έργο του της κατασκευής του Μουσείου και της ανάδειξης του μοναδικού απολιθωμένου δάσους, αλλά κυρίως για την προσπάθειά του από τη μια πλευρά να στηρίξει την τοπική αγροτική και επιστημονική παραγωγή και από την άλλη να «διαφημίσει» τη Λέσβο σε παγκόσμιο επίπεδο ως μοναδικό προορισμό για ανθρώπους που θέλουν να γνωρίσουν κάτι ξεχωριστό. Μια προσπάθεια που δεν κινείται με γνώμονα την «απορρόφηση» κονδυλίων, αλλά με στρατηγική για την ανάδειξη της Λέσβου ως γεωπάρκου με τη σφραγίδα της UNESCO, με πολλαπλάσια οφέλη για το σύνολο του νησιού. Η απόφαση της πλειοψηφίας του Δημοτικού Συμβουλίου να αναδείξει το φυσικό και πολιτιστικό πλούτο του νησιού ως κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα και αναπτυξιακό μοχλό ίσως να επιβεβαιώσει την επιλογή μας αυτή.
Ας ελπίσουμε ότι η απόφαση αυτή θα αποτελέσει την αρχή για μια στροφή στην αντιμετώπιση του αναπτυξιακού προβλήματος της Λέσβου. Όμως η επιτυχία της όποιας δράσης δεν μπορεί να βασίζεται σε μια συμφωνία «κορυφής», αλλά σε μια συνεργασία των πολλών, που επιτέλους θα βασίζεται στη λογική της εξυπηρέτησης του κοινού συμφέροντος, του κοινού στόχου: της ευημερίας του συνόλου της κοινωνίας.
* Ο Γιάννης Σπιλάνης είναι επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου.