Βρέθηκα στη Λέσβο με την ιδιότητα του ασκούμενου επί του πτυχίου τότε (1989) κοινωνικού ανθρωπολόγου του Τμήματος Εθνολογίας - του γαλλικού Πανεπιστημίου Paris-X Nanterre. Το νησί μού ήταν γνώριμο κι αγαπημένο, δεν είχα όμως γνωρίσει τη συγκεκριμένη κοινότητα αλιέων της Σκάλας Καλλονής, εκεί όπου πραγματοποίησα επιτόπια έρευνα με θέμα την καταγραφή των δραστηριοτήτων, της αλιείας, της σχέσης της με την κοινωνικότητα και το περιβάλλον. Αν και εμπλουτισμένο με νεώτερα στοιχεία, το παρόν κείμενο, βασιζόμενο εν μέρει στις ημερολογιακές μου εκείνες καταγραφές, διατηρεί θεληματικά πτυχές εθνογραφικού χαρακτήρα.
Είναι κοινός τόπος πως στις ανθρώπινες κοινωνίες η αποδοχή και «χρήση» του ευρύτερου περιβάλλοντος οικοσυστήματος ποικίλλει, αλλά και μεταβάλλεται συνεχώς, όχι πάντοτε με γνώμονα την αειφόρο ανάπτυξη.
Ακόμα και σήμερα (2010), τουριστικοί οδηγοί της περιοχής αναφέρονται με έμφαση στο γεγονός πως κατά τη διάρκεια της Κατοχής η αλιεία των χτενιών περιόρισε τις επιπτώσεις της πείνας στους όμορους πληθυσμούς της ενδοχώρας, όταν οι αλιείς της Σκάλας, αντιστρέφοντας την προπολεμική οικονομική συγκυρία, αντλούσαν πόρους από τη θάλασσα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι ψαράδες της Σκάλας κατανάλωναν μάλιστα τα ψάρια τους με κλειστά παντζούρια, για να μην προκαλέσουν το φθόνο των συμπατριωτών τους. Η σύντομη αυτή διατάραξη «της τάξης του κόσμου» έμεινε πάντως χαραγμένη στις μνήμες των αλιέων, ως ιστορική απόδειξη της (αποκλειστικής) δικαιοδοσίας τους στη διαχείριση του κόλπου.
Το 1989, στον Κόλπο της Καλλονής αλιευόταν σε αρκετές περιοχές χτένι (Chlamys glabra μεγέθους 40 με 70 χιλιοστών), ενώ ήδη, από το 1986, μελέτη του Πανεπιστημίου Πατρών υπογράμμιζε τον κίνδυνο εξαφάνισης του είδους, λόγω της διαφαινόμενης ρύπανσης από τις παράκτιες δραστηριότητες, εάν ο τριετής κύκλος της ενηλικίωσης του χτενιού διαταρασσόταν πρόωρα (Λυκάκης, 1986).
Αλιεύοντας το χτένι, οι κάτοικοι του Κόλπου της Καλλονής χρησιμοποιούσαν ένα παραδοσιακό συρόμενο στο βυθό εργαλείο, τη λαγκάμνα ή αργαλειό, ένα δίκτυ/απόχη, προσαρμοσμένο σε έναν τριγωνικό μεταλλικό σκελετό. Πρόκειται για μια κινητή δράγα, η οποία σύρεται στο βυθό και χρησιμοποιείται για την αλίευση κυρίως οστράκων, παραλλαγές της οποίας έχουν καταγραφεί από την τεχνολογική εθνογραφία, σε διαφορετικές παράκτιες κοινότητες στην Ευρώπη και αλλού (Leroi-Gourhan, 1945), όπως για παράδειγμα στη Σύμη υπό την ονομασία γκαγκάβα, ως παράλληλη τεχνική για τη σπογγαλιεία (Μαμαλίγκα, 1986).
Χρησιμοποιείται επίσης η παλαιότερη ονομασία αργαλειός, όπως μου μετέφεραν οι γηραιότεροι ψαράδες της Σκάλας. Πρόκειται για το ίδιο εργαλείο αλίευσης των οστράκων, πλην όμως αρχικά μικρότερου (κατά το ήμισυ περίπου) μεγέθους. Κοινό πάντα χαρακτηριστικό, η σιδερένια λάμα στη ράχη του οποίου υπάρχει ένας σάκκος από δίχτυ ή ένα μεταλλικό καλάθι. Οι Σκαλιώτες θυμούνται πως ακόμα κατά τη δεκαετία του 1950 η χρήση του ήταν μια επίπονη και κουραστική εργασία. Δίχως μηχανοκίνηση στα αλιευτικά σκάφη, η έλξη ενός εργαλείου που ζύγιζε από 15 κιλά (άδειο) έως και 50 κιλά (γεμάτο), με μόνη την ανθρώπινη μυϊκή δύναμη, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια εντατικοποίησης. Οι παραμικρές ανωμαλίες του βυθού δυσκόλευαν περαιτέρω τη χρήση του εργαλείου, καθιστώντας τη σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη: «Παλιά τις λαγκάμνες τις τραβούσαν με τα χέρια και στα ανοικτά, τέσσερις με πέντε οργιές βάθος. Στα ρηχά όπου γεννάει το πλάσμα δεν πήγαιναν γιατί ήταν ανώμαλος ο βυθός και σκάλωνε η λαγκάμνα, αδύνατον να την τραβήξεις με τα χέρια. Τώρα τραβάνε με μηχανή που έχει μεγάλη δύναμη και μπορούν και τραβάνε παντού, έτσι ο κόλπος χαλάει. Βγάζουν ακόμα και τα χτένια τα μικρά - κι ας συμφώνησαν από πριν [να τα αφήσουν], έτσι για γινάτι. Παλιά με πέντε - έξι ώρες κουπί κουραζόσουν, τώρα με τις μηχανές πρωί - βράδυ να πάνε δεν τους πειράζει.» (καταγραφή συνομιλίας με το Ν.Α., Σκάλα Καλλονής, 13/03/1989).
Έτσι, αρκετές περιοχές του κόλπου έμεναν σχεδόν αναλλοίωτες, διατηρώντας μεγάλες αποικίες χτενιών ανέπαφες. Τα νεαρά χτένια είχαν έτσι τη δυνατότητα να ενηλικιωθούν και πέραν της κρίσιμης τριετίας όπου κάθε επέμβαση στον αριθμό τους μπορεί να αποβεί μοιραία. Παράλληλα, υιοθετήθηκαν διοικητικά και άλλα μέτρα για τον περιορισμό της αλιείας, τόσο ως προς την περιοδικότητα (Φεβρουάριος - Απρίλιος και κυκλικό σχήμα αλιείας ανά δεύτερο έτος), όσο και ως προς το μέγεθος (Λυκάκης, 1986), περιορισμοί οι οποίοι όμως ελάχιστα τηρήθηκαν στην πράξη.
Άλλωστε, όπως επαναλάμβαναν συχνά οι οστρακαλιείς κατά τις εξόδους στα νερά του κόλπου, «στη θάλασσα δεν υπάρχον περιορισμοί, όσα σου δίνει τα παίρνεις». Η δε συρόμενη μηχανικά πλέον «διογκωμένη» λαγκάμνα, γεμάτη ζύγιζε έως και 70 κιλά. Ως προς το περιεχόμενό της, οι οστρακαλιείς της Σκάλας Καλλονής είχαν το δικό τους ιεραρχικό πλαίσιο αποτίμησής του, από το σημαντικό (συμβολικά «καθαρό» και πρακτικά προσοδοφόρο), έως το πλέον ασήμαντο (συμβολικά «ρυπαρό», άχρηστο):
1) Χτενομάνα (Pecten maximus): σπάνιο, γίνεται διακοσμητικό στόλισμα στο σπίτι.
2) Χτένι (Chlamys glabra): το επιδιωκόμενο αλίευμα - προς πώληση σε συμφέρουσα τιμή.
3) Μικρό χτένι: αναμειγνύεται με το παραπάνω χτένι κανονικού προς πώληση μεγέθους ή καταναλώνεται ως περιζήτητος μεζές (δε ρίχνεται στη θάλασσα).
4) Άλλα οστρακοειδή, γίνονται μεζές.
5) Σουπιά: τεμαχίζεται για να χρησιμοποιηθεί ως δόλωμα.
6) Μικρά ψάρια: πάντα σε μικρό αριθμό, μεταφέρονται στο σπίτι για τις γάτες!
7) Αστερίας: του οφείλεται σεβασμός, ρίχνεται στη θάλασσα.
8) Καβούρια: θεωρούνται ως εχθρός, συνθλίβονται με ποδοπάτημα και ρίχνονται στη θάλασσα!
9) Βρόμα: η σαβούρα που πετιέται στη θάλασσα, λάσπη κυρίως, για κάθε κιλό χτενιού που αλιεύεται, ρίχνεται στη θάλασσα 60 κιλά σαβούρας.
10) Ατραγάνα: μικρό κοράλλι, μυρίζει άσχημα μόλις αποκολληθεί, πετιέται όσο το δυνατόν γρήγορα στη θάλασσα.
(Αναφορές κατοίκων Σκάλας Καλλονής - 1989)
Η βίαιη αυτή αποκόλληση οργανισμών από το βυθό του κόλπου αντέστρεψε τελικά δραματικά τη σχέση ευεργετικού/βλαβερού ως προς το περιβάλλον. Η δε βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και των δυνατοτήτων του, με την ταυτόχρονη επιδίωξη του υποτιθέμενου εύκολου και γρήγορου κέρδους, υποθήκευσαν τις προοπτικές ενός αναπτυξιακού μοντέλου με γνώμονα την αειφορία. Παρά τα Προεδρικά Διατάγματα του 1990 τα οποία καθόριζαν τους περιορισμούς της αλιείας των οστράκων στον κόλπο της Καλλονής για τα έτη 1991 και 1992, η υπεραλίευση συνεχίστηκε έως την επαπειλούμενη κατάρρευση της αλιείας της σαρδέλας (Μάργαρης, «Το Βήμα», 1991).
Για τους Σκαλιώτες, η εγκατάστασή τους επί δύο ή τρεις γενιές εκεί, δίχως (σχεδόν) παραχώρηση αγροτικής γης σε αντίθεση με τους πιο «φρόνιμους» (άρα και νομιμόφρονες) όμορους αγροτικούς πληθυσμούς, σήμαινε την εν δυνάμει και εσαεί «παραχώρηση» του κόλπου, για να μπορούν «δικαιωματικά να δουλεύουν τη θάλασσα», όπως έλεγαν οι ίδιοι. Όπως και σε άλλες στραμμένες παραδοσιακά προς τη θάλασσα συλλογικότητες (Jorion, 1983), η επανατροφοδότηση του στερεότυπου του ανυπότακτου θαλασσινού σε συνδυασμό με τη διαχείριση του καθημερινού κινδύνου, αναπαράγουν πρακτικές επιβίωσης, και επιφυλακτικότητας, καθιστώντας κάθε σχέση με τους δημόσιους φορείς δύσκολη. Ήδη, η χορήγηση αδειών αλιείας στον κόλπο σε «ξένους Ιταλούς» ενίσχυσε την τάση των ντόπιων για ξέφρενη (σχεδόν) εκμετάλλευση του θαλασσίου πλούτου, «για να τα προλάβουμε εμείς πριν μας τα πάρουν οι ξένοι». Κατά την παραμονή μου στη Σκάλα, ορισμένοι ψαράδες συνέδεσαν μάλιστα την παρουσία μου εκεί με τη σχεδιαζόμενη εγκατάσταση γαλλικών μονάδων οστρεοκαλλιέργειας και ιχθυοκαλλιέργειας, πιστεύοντας (αφελώς, αλλά με δικαιολογημένη δυσπιστία) πως η ερευνητική μου δραστηριότητα αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου άντλησης πληροφοριών με δόλιο τρόπο. Το θέμα τότε ήταν η πιθανολογούμενη «ενοικίαση» μέρους του κόλπου σε ιδιώτες για οστρεοκαλλιέργειες και ιχθυοκαλλιέργειες, με τη σχεδιαζόμενη χορήγηση αδειών σε αντίστοιχες εταιρείες γαλλικών συμφερόντων. Όντως, η γαλλική εταιρεία KSF δραστηριοποιήθηκε εν τέλει στην περιοχή της Καλλονής και οι συνέπειες της λειτουργίας της ήταν επίσης καταστροφικές.
Ήδη πάντως από το 1989, όταν οι αλιείες της Σκάλας Καλλονής συνάντησαν τον τότε νομάρχη, εξέφρασαν εύλογες ανησυχίες: «Διαμαρτυρηθήκαμε, όταν μας είπαν πως αν γίνουν αυτά [η εγκατάσταση της γαλλικής εταιρείας], δε θα έχουμε δικαίωμα να ψαρεύουμε στα 200 με 500 μέτρα από τα όρια της συμφωνημένης περιοχής. Αυτά δε γίνονται, εμείς τον κόλπο τον κληρονομήσαμε από τους παππούδες μας, είναι σα να πηγαίνουν να πάρουν τα χωράφια από τους αγρότες. Με ποιο δικαίωμα έρχονται άλλοι ξένοι και εκμεταλλεύονται τη θάλασσά μας. Κι εμείς τι θα ψαρεύουμε, εργάτες θα γίνουμε;» (καταγραφή διαλόγου στη Σκάλα Καλλονής, 28/03/1989). Οι συνομιλητές μου τότε είχαν ήδη αντιληφθεί την επικείμενη εξαφάνιση των χτενιών από τον κόλπο της Καλλονής, μολονότι δεν κατάφεραν δυστυχώς να αντιδράσουν συλλογικά, μιας και θεωρούσαν πως κάθε πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση εμπεριείχε το σπέρμα της «προδοσίας» και της «υποταγής» στα κελεύσματα της κάθε λογής ετερότητας, είτε εκείνη ονομάζεται κρατικός φορέας, είτε περιβαλλοντικός οργανισμός, είτε πανεπιστημιακό ίδρυμα.
Μια 20ετία παρήλθε, και η τουριστική «ανάπτυξη» της Σκάλας Καλλονής μεταμόρφωσε ριζικά τον οικισμό, με αμφιλεγόμενες στην καλύτερη περίπτωση αισθητικές του χώρου, σε συνδυασμό με τη σταδιακή αποδόμηση του δεσμού των κατοίκων με το θαλάσσιο περιβάλλον. Η δε καταστροφική προσαρμογή και εντατικοποίηση των παραδοσιακών χειροπραξιακών τεχνικών αφενός, και η μετάλλαξη του συμβολισμού των ρυθμών (κατανομή και ένταξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στο ημερολογιακό έτος), ανέδειξαν τελικά το αδιέξοδο των αντιφατικών χρήσεων του περιβάλλοντος. Τόσο η πίεση προς το οικοσύστημα όσο και η διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στη διαχείριση των φυσικών πόρων και την οικονομική υποτιθέμενη ευμάρεια, υποθήκευσαν πλέον σοβαρά το μέλλον της κλειστής αυτής θάλασσας, καθώς έγινε πλέον συνείδηση πως οι ιδεατές συνθήκες μιας παραδοσιακής κοινωνίας με περιορισμένα μέσα και σχετικά φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές και τεχνικές εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων πέρασε ανεπιστρεπτί.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Ζαχαρίου - Μαμαλίγκα Ε., Οι ψαράδες της Σύμης. Οικονομική - Κοινωνική - Πολιτιστική όψη (Διδακτορική διατριβή), Ρόδος 1986.
Jorion P., Les Pêcheurs de Houat: anthropologie économique, Collection Savoir, Hermann, Παρίσι, 1983.
Leroi-Gourhan Α., Milieu et techniques, Albin Michel, Παρίσι,1945.
Λυκάκης Ιωσήφ, Μελέτη για τη διαχείριση των χτενιών του Κόλπου Καλλονής Λέσβου, Πανεπιστήμιο Πατρών 1986.
Παναγιωτίδης Π., Προβλήματα Διαχείρισης του Παρακτίου Χώρου: η περίπτωση του Κόλπου Καλλονής στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ΕλΚεΘΕ, 1994.
Χατζημπίρος, Κ. και Π. Παναγιωτίδης, Παράκτια οικοσυστήματα και ανθρωπογενείς πιέσεις στις ακτές, παραδείγματα από την Ελλάδα, Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και Ε.Μ.Π., Αθήνα, 2004.
* Ο δρ. Παναγιώτης Γρηγορίου (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) είναι ιστορικός - κοινωνικός ανθρωπολόγος, Μάρτιος 2010.