Η μυτιληνιάς καταγωγής ηθοποιός Ρηνιώ Κυριαζή, κόρη του συγγραφέα Άρη Κυριαζή, εξηγεί τι της προσφέρει η δουλειά της, μιλάει για τη σχέση της με την οικογένειά της και τη Μυτιλήνη, αλλά και την παράσταση όπου πρωταγωνιστεί, η οποία σύμφωνα με την ίδια γίνεται όλο και πιο επίκαιρη.
Το «Ε» με τη μυτιληνιάς καταγωγής ηθοποιό Ρηνιώ Κυριαζή
Μαζί μας σήμερα στη σελίδα αυτή του πολιτισμού, η μυτιληνιάς καταγωγής ηθοποιός Ρηνιώ Κυριαζή. Η κόρη του συγγραφέα Άρη Κυριαζή, που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στα Γιάννενα, το διάστημα αυτό πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Σε Κατάσταση Εξαίρεσης», σε σκηνοθεσία Νίκου Καμόντου, που θα παίζεται στο θέατρο «Θησείον» έως τις 23 Οκτωβρίου. Μιλώντας στο «Ε», εξηγεί τι της προσφέρει η δουλειά της, μιλάει για τη σχέση της με την οικογένειά της και τη Μυτιλήνη, αλλά και την παράσταση όπου πρωταγωνιστεί, η οποία σύμφωνα με την ίδια γίνεται όλο και πιο επίκαιρη.
Απ’ όσο γνωρίζουμε, οι αρχικές σας σπουδές ήταν στο αντικείμενο της νηπιαγωγού. Πώς, στη συνέχεια, στραφήκατε στο θέατρο;
«Ήταν κάτι που το ήθελα από πολύ μικρή, από τις πρώτες ακόμη παραστάσεις που έβλεπα στο Δημοτικό Θέατρο Ιωαννίνων και κάποιες φορές τα καλοκαίρια, στο θέατρο της Δωδώνης, όσο λειτουργούσε ακόμη. Όταν τελείωσα το λύκειο, ήθελα να κάνω θέατρο για παιδιά, έτσι τελείωσα νηπιαγωγός, θέλοντας να συνδυάσω το θέατρο με την εκπαίδευση. Τελικά, με κέρδισε αποκλειστικά το θέατρο.»
Ήταν αυτό που είχατε φανταστεί;
«Ήταν όπως όλα τα παιδικά όνειρα: όταν ξεκινάς να ασχοληθείς, δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει. Ως παιδί έχεις άλλη εντύπωση για τα πράγματα, τα φαντάζεσαι παραμυθένια, σκέφτεσαι ότι θα έχεις μεγάλους ρόλους και θα παίζεις σε παραστάσεις σε μεγάλα θέατρα. Βέβαια, όσο μπαίνεις μέσα σε αυτό ανακαλύπτεις την ουσία του πράγματος, ότι δηλαδή θέλει πολύ σκληρή δουλειά και συνέπεια, ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα και πως έχουν τελειώσει αυτά που φανταζόμασταν μικροί, όπως οι καριέρες. Διαπιστώνεις πως το σημαντικό είναι οι δουλειές που επιλέγεις, οι άνθρωποι που συνεργάζεσαι, η πορεία που διανύεις μέσα στο χρόνο. Έχουν αλλάξει και οι εποχές πάρα πολύ και νομίζω ότι πιο σημαντικό είναι το τι μπορεί κανείς να πει μέσα από το θέατρο και όχι τόσο η προβολή που θα έχει ο ίδιος μέσα από αυτό, οι μεγάλοι ρόλοι ή τα μεγάλα θέατρα, αλλά περισσότερο μια στάση συνέπειας μέσα στο χρόνο και το τι έχει κανείς να πει μέσα από τη δουλειά του.»
Η οικογένειά σας σάς στήριξε στην απόφασή σας;
«Η οικογένειά μου ήταν πολύ θεατρόφιλη και φιλότεχνη. Σίγουρα από αυτούς πήρα τα πρώτα ερεθίσματα, αν και δεν το φαντάζονταν ότι θα ασχοληθώ με αυτό επαγγελματικά. Αρχικά ήταν αμήχανοι, γιατί κάθε γονιός, σε μια τέτοια απόφαση του παιδιού, αν θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη, που είναι τόσο αβέβαιο το πού θα σε βγάλει, έχει μια ανησυχία, μια αμηχανία. Από εκεί και πέρα, όταν βλέπει κανείς πως αυτό είναι που θέλει να ακολουθήσει το παιδί του, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να το στηρίξει. Εμένα με βοήθησαν πάρα πολύ. Εξάλλου, ο πατέρας μου είναι καλλιτέχνης κι εκείνος, μέσω της συγγραφής, που τώρα συνεχίζει πιο συστηματικά απ’ όταν ήμουν εγώ μικρή. Έχει, πλέον, αφιερωθεί σε αυτό.»
Τα καλοκαίρια στη Μυτιλήνη
Εσείς, ζήσατε ποτέ στη Μυτιλήνη;
«Ως παιδί, έχω περάσει όλα τα καλοκαίρια μου στη Μυτιλήνη, τα πρώτα χρόνια κάναμε διακοπές στο Σίγρι και στη συνέχεια στην Καλλονή, όπου ήταν το πατρικό μας σπίτι. Τώρα έρχομαι πιο σπάνια, γιατί δεν έχουμε πια σπίτι και είναι πιο δύσκολο. Έχω πάρα πολλές εικόνες από το νησί, είναι ευλογημένος τόπος και πολύ αγαπημένος: την εναλλαγή ελιάς, πεύκου και θάλασσας, που είναι πολύ χαρακτηριστική, τη γιαγιά και τον παππού μου, το γλυκό του κουταλιού και τις ιστορίες τους. Τραγουδούσαν πολύ ωραία. Θυμάμαι ακόμη τη βόλτα με ποδήλατα στον κόλπο και την πεδιάδα της Καλλονής και τα υπέροχα σπίτια με την αρχιτεκτονική τους - τέτοιο ήταν και το δικό μας, στην πλατεία. Αισθάνομαι ότι το νησί έχει ένα πηγαίο αίσθημα καλλιτεχνίας, το βλέπεις σε όλους τους ανθρώπους, είτε γράφουν είτε παίζουν θέατρο, είναι κοντά στην τέχνη, κυλάει στο αίμα τους και έχει παίξει ρόλο και στη δική μου περίπτωση. Χαίρομαι πολύ όταν είμαι στο νησί, γιατί το αισθάνεται κανείς να πάλλεται.»
Η ζωή στην Αθήνα πώς είναι;
«Το καλοκαίρι ήμουν στα Γιάννενα και όταν επέστρεψα, δυσκολεύτηκα αρκετά. Βλέπω ότι ο κόσμος είναι όλο και πιο θλιμμένος. Πέρα από το ότι βλέπει κανείς στο δρόμο ανθρώπους πολύ φτωχούς, είτε μετανάστες είτε Έλληνες, αισθάνεται όλο αυτό να τον καταβάλλει και προσωπικά, νιώθω μια γενική κατάθλιψη. Πρέπει να αντισταθούμε σε αυτό, με κάποιον τρόπο. Να μπορέσουμε να κάνουμε ανοίγματα προς τα έξω, να βγει ο καθένας μας από το προσωπικό του πρόβλημα, που μπορεί μεν να είναι δύσκολο, αλλά θα πρέπει να το αντιμετωπίσει και, όσο μπορούμε, να συναντηθούμε με τους υπόλοιπους. Βλέπω συνεχώς να κλείνουν οι ορίζοντες από παντού.»
Πέρα από το θέατρο, ασχολείστε και με άλλες δραστηριότητες στην Αθήνα;
«Διδάσκω Αγωγή του Λόγου σε μια ιδιωτική σχολή της Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Θεάτρου. Έχω κάνει κάποιες σπουδές πάνω σε αυτό, στο εξωτερικό, και είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ.»
Η δουλειά στο θέατρο
Ας περάσουμε στο ίδιο το θέατρο, όμως. Ποια θεωρείτε τη σημαντικότερη δουλειά που έχετε κάνει μέχρι τώρα;
«Κάθε δουλειά είναι σημαντική, γιατί είναι ένα κομμάτι της ζωής, το ίδιο και ο χρόνος που έχεις περάσει με τους ανθρώπους που συνεργάζεσαι. Πολύ σημαντική για ‘μένα ωστόσο ήταν η “Φεύγουσα Kόρη”, του Παπαδιαμάντη, που είχαμε παρουσιάσει και στη Μυτιλήνη, αφού ήταν το αποτέλεσμα μιας δουλειάς χρόνων. Με τη σκηνοθέτιδα δεν ξεκινήσαμε για να κάνουμε μια παράσταση, αλλά να αξιοποιήσουμε μια δουλειά που είχαμε κάνει 10 χρόνια πίσω, βασισμένη στο σύστημα της ίδιας, που κι εγώ σπούδαζα χρόνια και πάνω σε μια δουλειά που είχα κάνει εγώ, πάνω στο ηπειρώτικο μοιρολόι. Ήταν κάτι πολύ προσωπικό, που μου έφερε πολλές δουλειές και συνεργασίες και συνεχίζει να μου φέρνει και αναπόφευκτα, κάτι που με σημάδεψε. Σημαντική ήταν και η δουλειά που έκανα στην Επίδαυρο, όπου είχα αναλάβει τη φωνητική διδασκαλία του χορού στους “Πέρσες” του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία του Ντιμίτερ Γκότσεφ, που έγινε το 2009. Και τα “Μάγια της Πεταλούδας”, του Λόρκα, που σκηνοθέτησα, αφού είναι ένα έργο που αγαπούσα από πολύ μικρή. Και χάρηκα πολύ που μου δόθηκε η δυνατότητα να το κάνω, ειδικά σε μια στιγμή που το θέατρο βρίσκεται σε μια αναγέννηση και η παράσταση όρισε ένα νέο ξεκίνημα για το θέατρο στα Γιάννενα, κάτι που είναι πολύ σημαντικό.»
Έχουν γραφτεί πολλά για την τωρινή παράσταση, το «Σε Κατάσταση Εξαίρεσης». Μιλήστε μας λίγο για το τι πραγματεύεται.
«Είναι κάτι τελείως διαφορετικό και νιώθω τυχερή που είμαι σε αυτήν τη δουλειά. Είναι γραμμένο το 2007 και για την Ελλάδα γίνεται όλο και πιο επίκαιρο, κάτι που δε φανταζόμασταν όταν ξεκινούσαμε. Η παράσταση πρωτοπαρουσιάστηκε το Μάιο και τώρα που την ξαναπαίζουμε, βλέπουμε πως έρχεται όλο και πιο κοντά μας, κάτι που φυσικά είναι δυσάρεστο. Παρουσιάζει την πραγματικότητα μιας οικογένειας απομονωμένης σε έναν προνομιούχο οικισμό και τις τρεις διαφορετικές απόψεις της γυναίκας - που υποδύομαι εγώ -, του άντρα και του παιδιού, για το πώς ζουν. Η γυναίκα θέλει να παραμείνει εκεί, αφού φοβάται πολύ το “έξω”. Το έργο δηλαδή πραγματεύεται τις συνθήκες της ζωής, όπου το “έξω” μοιάζει όλο και πιο απειλητικό, παρουσιάζει τη συνεχή αγωνία για τη διατήρηση μιας θέσης, μιας εργασίας, ενός σπιτιού που έχουν εξασφαλίσει. Το θέμα δίνεται και με αρκετό μαύρο χιούμορ και αν κανείς μπορεί να το δει με αυτήν τη ματιά, μπορεί να νιώσει ανακούφιση για το ότι οι φόβοι μας μπορεί να είναι μεγαλύτεροι από το πρόβλημα.»
Πώς θεωρείτε εσείς ότι μπορούμε να βγούμε από το «καβούκι» μας, να μην αφήσουμε τις συνθήκες που έχουν επικρατήσει στη ζωή μας, να μας καθηλώσουν;
«Θα πρέπει να δούμε την πραγματική ουσία της ζωής. Τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους που αγαπάμε, την υγεία μας, τη φύση, μια βόλτα. Η επικοινωνία και η εσωτερική ισορροπία είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα. Τώρα, το πώς μπορεί κανείς να τα διατηρήσει με όσα συμβαίνουν είναι σίγουρα μια πρόκληση, ίσως όμως πρέπει να το δούμε και έτσι. Και επειδή λίγα μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε ανθρώπους και εαυτούς, εάν το θέατρο μπορεί να πει κάτι που να δώσει μια ελπίδα, αυτό έχει νόημα…»