Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 1958) είναι ένας πρωτοποριακός συγγραφέας που ανακαίνισε την ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Έγραψε μεγάλο αριθμό διηγημάτων.
Δημοσθένης Βουτυράς
Επιλογής - Επιμέλεια: Βάσιας Τσοκόπουλος
Εκδόσεις Τόπος
Αθήνα 2009, σελ. 160
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 1958) είναι ένας πρωτοποριακός συγγραφέας που ανακαίνισε την ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Έγραψε μεγάλο αριθμό διηγημάτων. Το έργο του, που καλύπτει το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, υπήρξε μια τοιχογραφία της μετασχηματιζόμενης Ελλάδας, από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 μέχρι την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση. Μέσα από τον έντονο κοινωνικό προβληματισμό και την πρωτότυπη αισθητική αναζήτηση, με τεράστιο φάσμα στη θεματολογία του, καινοτόμο τρόπο γραφής και τη συγκρότηση μιας νέας ευαισθησίας, ο Βουτυράς δημιούργησε ένα πρώιμο άνοιγμα της ελληνικής λογοτεχνίας στη νεωτερικότητα. Σημαντική θέση στο έργο του κατέχει η μαύρη λογοτεχνία - εκλεκτό δείγμα της η έκδοση «Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες», που κυκλοφόρησε στη σειρά «Κλασσική λογοτεχνία/Λάμψη του Λόγου» των εκδ. «Τόπος», με την επιμέλεια του Βάσια Τσοκόπουλου, ο οποίος στην εισαγωγή του, ανάμεσα στα άλλα, γράφει:
«Μαύρη λογοτεχνία, αφήγημα τρόμου, ύφος gothic. Κυρίαρχα στοιχεία σε αυτές τις ιστορίες είναι οι συνθήκες σκότους, η υποβλητική παρουσία της σκιάς και τα “τινάγματα” του νου των ηρώων του συγγραφέα. Σε αυτό το είδος ο Δημοσθένης Βουτυράς συνθέτει εξπρεσιονιστικά στοιχεία, μεταφυσικές υποβολές και ψυχιατρικές κλινικές εικόνες. Και ακόμα ισορροπεί πάνω στη “γεφύρωση του διχασμού μεταξύ υλικού και πνευματικού”. Υπάρχουν εκεί όχι μόνο Ουέλς και Πόε, αλλά και ανίατες καταστάσεις, ονειρικές ατμόσφαιρες μέσα σε μια εντυπωσιακή κινηματογραφική εικονοποιία. Τα διηγήματα αυτά έχουν μια πεισιθάνατη αγριότητα. Θα βρούμε εκεί νεκροταφεία, τελετουργίες αίματος, δολοφονίες, τρομακτικά όνειρα, θαμπά φώτα, προαισθήματα, εμμονές και παραισθήσεις. Ένα μυστικό σκοτεινό κόσμο που μέσα του οι ήρωες των ιστοριών παραδίδονται, αφού παλέψουν μάταια. “Με κείνο που κρυφά διευθύνει αυτά τα χτυπήματα, πώς του ήτανε δυνατό να πολεμήσει; Αυτό κρύβεται παντού, στο φως της ημέρας, στο σκοτάδι, στον αέρα!”, σκέφτεται κάποιος απ’ αυτούς. Είναι ένας κόσμος ζωντανών νεκρών που όμοιός του δεν υπάρχει στην ελληνική λογοτεχνία.»