Ήταν ένα όμορφο αγόρι. Κατάξανθο με γαλανά μάτια. Το καμάρι του Φιλήμονα, της Μαρίτσας, και της Πέρσας. Πανέξυπνος και με χίλιες χάρες προικισμένος. Ξεχώριζε πάντα.
Ήταν ένα όμορφο αγόρι. Κατάξανθο με γαλανά μάτια. Το καμάρι του Φιλήμονα, της Μαρίτσας, και της Πέρσας. Πανέξυπνος και με χίλιες χάρες προικισμένος. Ξεχώριζε πάντα. Η ψυχή της παρέας. Ο καταπληκτικός και ταλαντούχος πολίστας. Ο αξιόλογος και καταρτισμένος τοπογράφος. Ο παθιασμένος και βραβευμένος μπριτζέρ. Πάντα γελαστός και καλοπροαίρετος. Πάντα εκεί, να ακούει και να συμπαραστέκεται σε όποιον είχε ανάγκη από τη βοήθειά του. Πάντα παθιασμένος μέσα στο νερό ή σε μια κερκίδα. Πάντα «κολλημένος» με το Ν.Ο.Μ.. Πάντα αγχωμένος για το αν θα είναι καλά οι άνθρωποι που αγαπούσε και κυρίως η οικογένειά του. Και για πάντα αφοσιωμένος σ’ αυτήν. Μεγάλη η λατρεία για τη μητέρα του. Στενή και άρρηκτη η σχέση μεταξύ τους. Χωρίς αυτό όμως να εμποδίσει κανέναν να ενσωματωθεί σε αυτήν, να την εκτιμήσει και να γίνει κομμάτι της. Υπέροχος πατέρας, με απεριόριστη αγάπη για τα δυο του παιδιά. Ανήσυχος πάντα γι’ αυτά αλλά και αφοσιωμένος ολοκληρωτικά σ’ αυτά. Ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού μαζί τους. Χατίρι δε χαλούσε. Η Μαριλένα, πιστό αντίγραφο του μπαμπά της, τον ακολουθούσε πάντα από πίσω και μπερδευόταν στα πόδια του. Ποτέ δε θύμωσε μαζί της και πάντα καμάρωνε για εκείνη. Την προστάτευε γιατί ήταν η μικρή της οικογένειας. Και εκείνη τον αγκάλιαζε με τα μικρά της χεράκια, να του δείξει πόσο τον αγαπούσε. Φίλοι πολλοί πάντα σπίτι, ειδικά τις γιορτινές μέρες, για χαρτάκι και γαλοπούλα γεμιστή φτιαγμένη από εκείνον. Πρώτος και στις εκδρομές. Ειδικά στο αγαπημένο του Σίγρι, να κολυμπάει ατέλειωτες ώρες με εκείνο το απαράμιλλο στυλ, σα να γλιστρούσε απαλά μέσα στο νερό.
«Έφυγε» ξαφνικά μια Κυριακή μεσημέρι. Αλήθεια ποιος τον θυμάται;
Τον θυμάται η Τασία, που θα του κάνει αφιέρωμα μια μέρα στο μπριτζ. Τον θυμήθηκε η Μαρία τα Χριστούγεννα, όταν μου είπε πως οι γιορτινές συγκεντρώσεις δε θα είναι ποτέ πια ίδιες χωρίς εκείνον. Τον θυμάται ο Σπύρος, όταν του λείπει ένας καλός φίλος έξω από την πολιτική και τα συμφέροντά της. Τον θυμάται η Ελένη, όταν πηγαίνει κάθε εβδομάδα και ανάβει το καντήλι του. Τον θυμάται η Λάνα, γιατί παρ’ όλο που θύμωνε της έλειψαν τα αστεία του. Τον θυμάται η Κατερίνα, όταν βλέπει τα βαφτίσια της Αντωνίας. Τον θυμάται η Νέδα, όταν τελευταία φορά τον είδε στο δρόμο του Ακλειδιού να περπατάει αγκαλιά με τη Μαριλένα. Του είπε πως ήταν πολύ όμορφοι και οι δυο τους έτσι όπως περπατούσαν αγκαλιασμένοι. «Φτύσε μας μη μας ματιάσεις», της απάντησε.
Τον θυμάται ο Φιλήμων κάθε βράδυ όταν τον καληνύχτιζε μ’ ένα φιλί ή όποτε έχει ένα δύσκολο πρόβλημα στα μαθηματικά.
Τον θυμάται η Μαριλένα όταν τα μάτια της είναι σκοτεινά ώρες-ώρες. Τα ίδια γαλάζια μάτια.
Σε θυμάμαι και εγώ. Δε σε ξεχνώ ποτέ και όταν η έλλειψη γίνεται αβάσταχτη, είσαι πάντα εκεί...