Στο προηγούμενο «Έμβολο», με αφορμή τα τρία χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, έγραψα κάποιες σκέψεις μου σχετικά με την κοινωνική ψυχολογία των σύγχρονων μαθητών. Θέλω να συνεχίσω και στον παρόν «Έμβολο» την ίδια συζήτηση.
ΕΜΒΟΛΑ
Στο προηγούμενο «Έμβολο», με αφορμή τα τρία χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, έγραψα κάποιες σκέψεις μου σχετικά με την κοινωνική ψυχολογία των σύγχρονων μαθητών. Θέλω να συνεχίσω και στον παρόν «Έμβολο» την ίδια συζήτηση, καθώς θεωρώ ότι κάποιες πτυχές σε σχέση με αυτό το ζήτημα έμειναν αθέατες και είναι ανάγκη να γίνουν και αυτές ορατές και να συνειδητοποιηθούν.
Έγραφα, λοιπόν, ότι το περιβάλλον της έντονης αβεβαιότητας και αγωνίας, η διαρκής απειλή που αισθάνονται οι μαθητές στη θέα της σύγχρονης κοινωνίας, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αισθήματος δυσφορίας, το οποίο ζητά να εκτονωθεί. Συμπλήρωνα δε ότι είναι καθήκον κάθε πνευματικής και πολιτικής καθοδήγησης να αντιμετωπίσει τις παραμέτρους που διαμορφώνουν αυτό το πιεστικό περιβάλλον, ώστε να περιοριστούν και οι πηγές δυσφορίας των μαθητών. Με άλλα λόγια, εστίασα το ενδιαφέρον μου στην περιγραφή της ευθύνης της πνευματικής και πολιτικής εξουσίας σε σχέση με το ζήτημα.
Ωστόσο, καθώς η μονομερής αυτή περιγραφή της ευθύνης μπορεί να λειτουργεί εν μέρει και ως χάιδεμα μιας ναρκισσιστικής λογικής που είναι δυνατόν να κυριαρχεί στις ψυχές κάποιων μαθητών, πρέπει η εικόνα του ζητήματος να συμπληρωθεί και με την περιγραφή της δικής τους ευθύνης. Διαφορετικά, είναι δυνατόν να αυξάνεται ο αριθμός των μαθητών που θα σκέφτονται ότι αφού ζουν μέσα σε έναν κόσμο αβεβαιότητας, αποτέλεσμα της αυθαίρετης και καιροσκοπικής συμπεριφοράς των μεγαλυτέρων, τότε μπορούν και νομιμοποιούνται και οι ίδιοι να δρουν αυθαίρετα όπως θέλουν.
Δεν είναι λίγα τα συμπτώματα μιας τέτοιας παθολογικής συμπεριφοράς που εμφανίζονται μέσα στη σκηνή του δημόσιου βίου μας. Θα σταθώ σε κάποια επιμέρους σημεία αυτής της συμπτωματολογίας, για να προχωρήσω σταδιακά στο έσχατο.
Είναι δυνατόν να έχουμε μαθητές που αισθάνονται ότι μπορούν μέσα σε μία τάξη διδασκαλίας να χρησιμοποιούν το κινητό τους ή να φορούν ακουστικά για να ακούσουν μουσική. Το να αισθάνεται κάποιος μαθητής ότι μπορεί να ακολουθεί τέτοιου είδους πρακτικές σημαίνει ότι νιώθει τον εαυτό του και τα ατομικά του γούστα πάνω από τους κανόνες μιας γόνιμης συνεργασίας του μέσα στο πλαίσιο του σχολείου. Όμως η παθολογία της συμπεριφοράς του δεν περιορίζεται σε αυτό το σημείο. Παρατηρώντας κανείς τις λεπτομέρειές της, διαπιστώνει ότι αυτή η συμπεριφορά σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα της αντίληψης που έχει ο μαθητής για τον εαυτό του και της αντίληψης ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει γι’ αυτόν τιμωρία. Νιώθει ότι μπορεί να συμπεριφέρεται και να μιλάει όπως του αρέσει και να προσπερνά κάθε φορά απλώς αδιάφορα τις παραινέσεις και τις προτροπές, καθώς μόνο παραινέσεις και προτροπές νιώθει ότι μπορεί να υπάρξουν και είναι αδιανόητο να υπάρξει τιμωρία για κάποιες πράξεις εκτός ορίων.
Τι είναι εκείνο που επιτρέπει σ’ έναν τέτοιο μαθητή να έχει αυτή την αντίληψη για τον εαυτό του σε σχέση με τους κανόνες; Υπάρχει ένα πλήθος λογικών που συγκροτούν και επιτρέπουν αυτό το φαινόμενο. Ενδεχομένως ο μαθητής να σκέπτεται ότι αφού ζει μέσα σ’ ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον γενικευμένης ατιμωρησίας, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει τιμωρία ούτε για εκείνον. Ενδεχομένως ο μαθητής να θεωρεί ότι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που διαχειρίζονται τη λειτουργία ενός σχολείου, διέπονται από αντιλήψεις που δεν επιτρέπουν την τιμωρία, αλλά μόνο τις παραινέσεις και τις προτροπές. Αν ο μαθητής δει ότι επιχειρείται να υπάρξει τιμωρία του, εκείνος τότε νιώθει ότι έχει τη δικαιοδοσία να την κρίνει άδικη, να επιβάλει την κρίση και τη βούλησή του πάνω στους κανόνες και να καταλάβει το σχολείο. Με άλλα λόγια, ο μαθητής νιώθει ότι δεν υπάρχουν όρια και φραγμοί στο συνειδητό ή ασυνείδητο ναρκισσισμό του. Το χειρότερο όλων είναι η σκέψη ότι ο μαθητής αυτός, που αισθάνεται ότι μπορεί να δράσει με βάση το ατομικό του γούστο και συμφέρον και θεωρεί αδιανόητη γι’ αυτόν κάθε τιμωρία, εκκολάπτεται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του σημερινού πολίτη που αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής μας αποσύνθεσης.