Όταν η επίκουρος άνοιξε την πόρτα της εκείνο το βράδυ, έπαθε ό,τι κι η γυναίκα τού Λωτ: «Γιατί, παιδί μου, κλαις; Και γιατί κουβαλήθηκες με το νυχτικό και τα σοσόνια; Δεν υπολογίζεις τίποτα πλέον;» «Μέριασε, βράχε!», είπα ρουφώντας τη μύτη μου.
Όταν η επίκουρος άνοιξε την πόρτα της εκείνο το βράδυ, έπαθε ό,τι κι η γυναίκα τού Λωτ: «Γιατί, παιδί μου, κλαις; Και γιατί κουβαλήθηκες με το νυχτικό και τα σοσόνια; Δεν υπολογίζεις τίποτα πλέον;» «Μέριασε, βράχε!», είπα ρουφώντας τη μύτη μου. «Ανάθεμα την ώρα που έφυγα από τον μπαμπάκα μου στην Καστέλα. Γι’ αυτό μ’ έφαγες να έρθω Νέα Σμύρνη, ε; Έγινε τίποτα στην Ολλανδία;» «Περάσαμε υπέροχα», είπα κι ύστερα από μικρή παύση. «Ναι, έγινε: ο ξενέρωτος ξερόλας έστειλε μια σφήκα να με τσιμπήσει μεσοπέλαγα, αλλά εγώ δεν είμαι αλλεργική κι έτσι ζω». «Τώρα αυτό σιγουράκι;» «Ε, λέω εγώ ποτέ ψέματα;» «Πήγες σε coffee shop! Τι μου έφερες;» Μούντζα!
«Γι’ αυτό κλαις;» «Όχι, γιατί πέθανε ο Μουφλού!» «Ποιος το είπε;» «Αναστασία». Άνοιξε την πόρτα. «Ορίστε, περάστε. Αλλά δεν έχω ποτά». Έβγαλα με καμάρι την μπουκάλα το ουίσκι. Καθίσαμε στον καναπέ… Ήπιαμε σχεδόν όλο το μπουκάλι, ακούγοντας ρεμπέτικα, η Μάγδα κάπνισε και μισό πακέτο. «Αν μας βλέπει, τώρα θα χαίρεται. Του κάνουμε το καλύτερο μνημόσυνο». Πέρασε μισή ώρα σιωπής. «Ποιος ήταν ο Μουφλού;», ρώτησε στο τέλος η Μάγδα. «Ένας από τους λίγους πραγματικούς άντρες που περάσανε από αυτήν τη ζωή. Κι ένας άνθρωπος μάλαμα. Από τα δώρα της δημοσιογραφίας η γνωριμία μας». «Μυτιλήνη ή Αθήνα;» «Το πρώτο». Σιωπή πάλι. Ύστερα μ’ έπιασαν τα γέλια. «Φαντάζομαι το Στρατή με τον Παντελή αγκαζέ να σκαρώνουν χιουμοριστικά δίστιχα στο Μάκη, να του τα απαγγέλουν στον ύπνο του κι εκείνος να γίνεται έξαλλος, αλλά να αδυνατεί να ανταποδώσει»! « Είχις δεν είχις Παντιλή, τουν μπήρις του Μουφλού μαζί σ’! Απόμ’να ιγώ, μπουκάλα. Όχ’ μνημόσ’νο, ιξάψαλμ’ σας χρειαζούντιν. Θα τιλειώσ’ τώρα η γιάλλους τ’ν Ντεβέ Κατίνα τ’, θα τ’ν διαβάσιτι μουναχοί σας κι ιγ’ τίπουτα. Άντε να δώσιτι κι μια κόπια στου Αναστασέλλ’!»
«Ποια είναι η Ντεβέ Κατίνα;» ρώτησε η Μάγδα. «Η ηρωίδα μιας νουβέλας που έγραφε χρόνια και νομίζω έμεινε ατέλειωτη. «Έγραφε καλά;» «Έγραφε. Κοντά του έμαθα το διονυσιασμό που κρύβει μέσα της η καλή λογοτεχνία. Διονυσιακός άνθρωπος ήταν κι ο ίδιος ο Στρατής. Και ταυτόχρονα απίστευτα ηθικός. Έζησε σύμφωνα με τις αρχές και τις ανάγκες του, χωρίς να καταδεχτεί τις συμβάσεις του καθωσπρεπισμού. Αριστερός παλιός, αν και...» « Τι;» «Μακάρι οι αριστεροί όπου γης να ήταν Στρατήδες... Ένας καλοκάγαθος Παν, με ένα ούζο στο ένα χέρι, ένα μολύβι στο άλλο, ένα μόνιμο χαμόγελο στα μάτια κι ένα πρόσωπο σκαμμένο από τις ρυτίδες μιας σκληρής προσωπικής διαδρομής. Που ποτέ δεν εξαργύρωσε. Όπως κάθε μάγκας. Κι από πίσω του, φύλακας άγγελος η κυρά Λένη, κρατώντας ένα εγγόνι απ’ το χέρι».
«Τον αγαπούσες!» «Πολύ. Και μ’ αγαπούσε κι αυτός. Νομίζω “μεγαλώνω” θα πει να μικραίνει ο κατάλογος όσων αγαπάς, κι ακόμη περισσότερο όσων αγαπάς και σ’ αγαπάνε». «Έτσι είναι». είπε η Μάγδα, «μόνο όταν πεθάνει χάνεις κάποιον που αγαπάς». «Ούτε τότε τελειώνει η αγάπη. Μεταλλάσσεται σε δύναμη, γίνεται φυλαχτό». «Τι θα μου έλεγε αν με γνώριζε;» «Άσι κι λίγου του διάβασμα, κουρ’τσέλι μ’ κι δε κι κανέναν άντρα». «Τη σημερινή κατάσταση πώς θα τη σχολίαζε;» «Δεν ντρεπόντιν να κόβ’ν τσ’ συντάξεις απ’ τσ’ χήρις;» Και σένα τι θα σου έλεγε: «Αρχίζ’ς να καταλαβαίν’ς τουν ιαυτό σ’. Τώρα θα μάθ’ς να ζεις κι να γράφ΄ς, Καλυψέλλ’»! Και στο Δήμαρχό σας τι θα έλεγε; «Δημητράκ’, του νου σ’ μη β’τήξ’ς κάνα στιφάν’ απ’ τ’ν κηδεία μ’ κι του πας μπουκέτου σι καμμιά κυρία»! Σηκώθηκα. «Μάγδα...» Αναστέναξε. «Θα κοιμηθώ στον καναπέ», είπε. «Πήγαινε εσύ μέσα».