Μια γλάστρα μεγάλη έχω, όλη κι όλη, μέσα στη μικρή μου αυλή. Πολλά βασιλικά αγιορείτικα, μετρημένες πετούγιες, μαργαρίτες και ό,τι άλλο εποχικό μου προκύψει κάθε φορά.
Μια γλάστρα μεγάλη έχω, όλη κι όλη, μέσα στη μικρή μου αυλή. Πολλά βασιλικά αγιορείτικα, μετρημένες πετούγιες, μαργαρίτες και ό,τι άλλο εποχικό μου προκύψει κάθε φορά.
Η χαρά μου μεγάλη. Από την αρχή του καλοκαιριού η γαρδένια μέσα στην πήλινη γλάστρα έδειξε τις προθέσεις της. Γεμάτο υγεία το φύλλωμά της. Μπουμπουκιασμένες οι κορφές της. Έχει καλό πότισμα από μένα. Πρωί και βράδυ νερό. Φροντίδα. Χάιδεμα και κανάκεμα. Ώσπου, άνοιξαν τα μπουμπούκια και άνοιξε μαζί τους και η καρδιά μου! Τι ευωδιά, τι άρωμα… Και το λευκό λουλούδι με την βελουτέ υφή του σαν άβγαλτη κοπελούδα στα άσπρα. Χαμένες εικόνες θα μου πείτε. Χαμένες και έννοιες, ίσως, κόντρα στην εποχή μας θα συμπληρώσω. Γιατί, οι κοπελιές σήμερα έχουν το πρότυπο της πολύξερης γυναίκας. Της πολυμήχανης που όλα τα μπορεί και όλα πρέπει να τα κατέχει. Έτσι το «άβγαλτη» είναι κόντρα στο ρόλο της σύγχρονης γυναίκας.
- Λευκή γαρδένια της αυλής μου. Αθώα παιδούλα δροσερή με τους χυμούς σου. Προκομμένη μου…
Ο πρωινός καφές που πίνω δίπλα της παίρνει άλλη διάσταση. Σε πρώτο πλάνο η ομορφιά των λουλουδιών της. Τα πνεμόνια μου γεμίζουν από τη λεπτή, αλλά, και συνάμα έντονη μυρωδιά τους. Και όταν πάρω μέσα μου τη μοσχοβολιά τους, λες, και μπορώ να ανασάνω με άλλη διάθεση. Λες, και παίρνω δύναμη να κάνω υπομονή. Να αντέχω όλα εκείνα τα δύσκολα που δεν καταλαβαίνω. Όλα εκείνα που είναι πέρα από τις δυνατότητές μου να αντιληφθώ.
Το απόγευμα, με το φως του εσπερινού κοντοστέκομαι στη νυφούλα γλάστρα μου. Το μπουκέτο των ευωδιαστών λουλουδιών απαλύνει ευεργετικά ό,τι σκληρό κι αχώνευτο έχει περάσει μέσα μου από της μέρας την ορμή.
Και ενώ τα έχω βρει με τη γαρδένια μου και χαίρομαι για τις απλές στιγμές της ευτυχίας που περνάω, ο χρόνος ποτίζει με θάνατο τ’ άσπρα λουλούδια της. Πόνος! Η διάρκεια ζωής τους είναι τόσο σύντομη! Το εωθινό τους ξεπέταγμα φθίνει με το πέρασμα της μέρας. Ανελέητα χλομιάζει το λευκό τους χρώμα. Ένα κιτρινωπό της ταλαιπωρίας παίρνει τη θέση του. Φεύγει η δροσιά. Πάει η φρεσκάδα. Σβήνει η ομορφιά. Μπροστά στα μάτια μου βλέπω το χρόνο να μου παίρνει ό,τι αγαπώ. Δε με ρωτά, μόνο βιάζεται. Και εγώ μένω με την τρομάρα, χωρίς να γνωρίζω το γιατί και πώς συμβαίνει όλο αυτό. Είμαι ο μάρτυρας αυτού που συντελείται από ανώτερη δύναμη, από αόρατο χέρι. Να το πω θαύμα; Ναι, θα μπορούσα. Να το πω ζωή; Κι αυτό σωστό. Να όμως που είναι και απώλεια μιας εικόνας που μόλις πρόλαβα ν’ αντικρίσω. Μιας σχέσης λουλουδιστής που εν τάχει απέκτησα και εν κατακλείδι έχασα.
Έτσι μας μένουν μόνο οι μνήμες και οι μυρωδιές ως ανάμνηση όλων αυτών που ζούμε με κάθε μας ανάσα.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.