Ανταμώσαμε στο πανηγύρι του Άι-Λια. Έτσι που έβλεπα φτωχούς αθρώπους με τα μουλάρια, με τα πόδια ή στην καρότσα κάποιου αγροτικού να έρχονται στη χάρη του Αγίου, κι άλλοι να προσπερνούν και με ύφος πρωθυπουργού να σταματούν τα πολυτελή αυτοκίνητά τους, γιόμισα ερωτηματικά.
Ανταμώσαμε στο πανηγύρι του Άι-Λια.
Έτσι που έβλεπα φτωχούς αθρώπους με τα μουλάρια, με τα πόδια ή στην καρότσα κάποιου αγροτικού να έρχονται στη χάρη του Αγίου, κι άλλοι να προσπερνούν και με ύφος πρωθυπουργού να σταματούν τα πολυτελή αυτοκίνητά τους και να βγαίνουν συνοδευόμενοι με τις γυναίκες τους που μέχρι πρότινος δεν είχανε φουστάνι να βάλουν και τώρα λανσάρουν συνολάκι απαίσια ταιριασμένο μα πανάκριβο, να κρατούν δυο κινητά ο καθένας τελευταίο μοντέλο, γιόμισα ερωτηματικά.
Πλησίασα τον Νεκτάριο, καλό παιδί και ντόμπρο, στέλεχος στην Τράπεζα, τον τράβηξα παράμερα, τον κόντεψα μην ακούνε οι διπλανοί, και,
- Μπορείς, ρε Νεκτάριε, εσύ που είσαι στα μέσα και στα όξω, να μου εξηγήσεις αυτό το φαινόμενο; Πού βρίσκουν τα λεφτά για τόσα μεγαλεία; Τα εισοδήματά τους δεν επαρκούν.
- Δάνεια, απάντησε μονολεκτικά.
- Και πληρώνουν;
- Όχι.
- Θα τους τα πάρει πίσω η Τράπεζα;
- Δε γίνεται.
- Άα!...
Μεσολάβησε μικρή σιωπή να λειτουργήσει το θολωμένο μυαλό μου, κι αφού το βρήκα, χαρούμενος, τον ξαναρώτησα.
- Μπορώ να πάρω κι εγώ δάνειο;
- Όχι.
- Γιατί;
- Δε γίνεται.
- Γιατί σ’ αυτούς γίνεται;
- Έχουν τα προσόντα.
- Δηλαδή;
Κείνη την ώρα όμως με άρπαξε από το χέρι ο Σταμάτης, κόντεψε να με σωριάσει χάμω, και μου λέει αυστηρά.
- Άσ’ τον αυτόν. Δεν είναι για σένα.
- Για ποιους είναι; Ρώτησα.
- Για τους άλλους· αυτούς που μπορούν. Μ’ εννοείς;
Δεν εννόησα, μα είπα ναι, και τον ακολούθησα γιατί δεν χαρίζει κάστανα ο Σταμάτης. Άμα αγαπάει, αγαπάει. Με όλο το κορμί του. Σα το Ζορμπά.
Πήγαμε κοντά στους πάγκους με τα κρέατα και τα φαγιά, κόσμος πολύς να στριμώχνεται, κοντοστάθηκα.
Χώθηκε αυτός, άρπαξε ανάμεσα από στιβαρά τριχωτά χέρια που ήταν απλωμένα κάμποσα χοντρά κομμάτια, κόντεψε να ισοπεδώσει πεντέξι, έβαλε σε ένα πλαστικό πιάτο ίσαμε ένα κιλό μοσκομυριστό απίθανο κρέας και μου το πρότεινε.
- Φάε, γιατί επαέ, βρε γραμματιζούμενε, θα σε τσαλαπατήσουν.
Μου έφερε κι ένα ποτήρι μαύρο κρασί, πήρε κι ο ίδιος, και κάτσαμε αντικριστά σε δυο χαράκια.
- Φχαριστώ, αποπειράθηκα να πω, θύμωσε.
- Πάψε, ρε. Είπε άγρια και μ’ ένα αλλιώτικο γλυκό τούτη τη φορά πρόσωπο, τσούγκρισε τόσο δυνατά το ποτήρι μου που κόντεψε να το πετάξει στον γκρεμό.
- Άντε στην υγειά σου.
Ήπιαμε, φάγαμε κάμποσο, τσουγκρίσαμε και με άλλους πανηγυριώτες, λύθηκε η γλώσσα του.
- Όλοι που λες, είναι κλέφτες! Κανονικά έπρεπε να είναι φυλακή.
Είπε, κι έδειξε προς τη μεγάλη παρέα με τα πολλά κινητά αφημένα στο χώμα, την ώρα ακριβώς που σε ένδειξη νεοπλουτισμού ένας έσπασε με την αρβύλα του κάμποσα από δαύτα.
- Γιατί είναι κλέφτες;
- Κλέβουν· εσένα κι εμένα. Γι’ αυτό. Ανάθεμά τους.
Τον είδα πάλι να αγριεύει, να αρπά το ποτήρι του, να το αδειάζει μονοκοπανιά και κατακόκκινος να συνεχίζει.
- Με ψευτιές και με δάνεια τα κάνουν ούλα. Σπίτια, αυτοκίνητα, λούσα, τα πάντα. Και μετά, δεν έχουν λέει, να πληρώνουν.
- Γιατί δεν παίρνεις κι εσύ;
Εδώ, κόντεψε να με δείρει.
- Άμα ήμουνα βρε τέτοιος, θα με έκανες τώρα παρέα; Δε θα με έκανες. Θα με σιχαινόσουνα. Κατάλαβες;
- Κατάλαβα Σταμάτη, κατάλαβα!
- Γι’ αυτό πάμε κατά διαόλου.
Ήπιαμε κάνα δυο απανωτά, κοιταχτήκαμε στα μάτια, γελάσαμε, θέλαμε να χορέψουμε από αγανάχτηση, μα αντ’ αυτού κατρακυλήσαμε την κατηφόρα λεύτεροι και περήφανοι με τη σιγουριά πως είμαστε στο σωστό δρόμο, φίλε μου αναγνώστη.