Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μέρες απεργίας των δημοσιογράφων και στα ΜΜΕ πέρασε «στα κρυφά», όπως και τόσα άλλα επίκαιρα γεγονότα, η επέτειος της μαύρης χούντας της 21ης Απριλίου 1967.
Λεπτομέρειες θα πει κανείς σε τέτοιους «χαλεπούς καιρούς», όταν αργά αλλά σταθερά αμφισβητείται και ποδοπατιέται το κεκτημένο της μεταπολίτευσης από «καλοθελητές» κάθε απόχρωσης και μάλιστα και από μέρος των πρωταγωνιστών του αντιδικτατορικού αγώνα.
Είχα την τύχη να ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου και να συμμετάσχω στις πολιτικές εξελίξεις, εντασσόμενος μετά την απόλυσή μου από το Στρατό το 1975 στο ΠΑΣΟΚ. Έτσι νιώθω κι εγώ ότι η γενιά μου είναι κι αυτήν σ’ έναν βαθμό «υπόλογη» έναντι μιας ιστορίας, που πολλές φορές γράφουν οι παρέες.
Για μια παρέα λοιπόν θα γράψω κι εγώ σήμερα, που πριν από σαράντα πέντε χρόνια χρεώνεται «Μια σταγόνα δράσης στα χρόνια της χούντας», αφιερώνοντας τούτο το κείμενό μου στη μνήμη του τότε συνοδοιπόρου και μετέπειτα καρδιακού φίλου, του αείμνηστου Τάκη Στυλιανού.
Στην παρέα αυτή ήμασταν φοιτητές από το νησί μας που βρεθήκαμε στην αρχή της δικτατορίας το 1967 στην Αθήνα για να σπουδάσουμε. Ήμασταν αρκετά παιδιά απ’ το νησί που με το «χαρτί απορίας» στο χέρι εξασφαλίσαμε ικανοποιητική στέγη και διατροφή μέσα στη νεότευκτη τότε Φοιτητική Εστία στην οδό
Πατησίων, που για πρώτη φορά δοκιμαζόταν ως φοιτητικός θεσμός στην Ελλάδα. Η ατυχία ήταν ότι ο θεσμός αυτός, επίτευγμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που είχε προηγηθεί, ξεκίνησε με την Παιδεία κάτω απ’ τα δεσμά της χούντας.
Έτσι οι κανονισμοί της Εστίας έγιναν στο πνεύμα στρατιωτικών κανονισμών και ως διοίκηση και υπάλληλοι της Εστίας εγκαταστάθηκαν χουντικοί απόστρατοι των ενόπλων δυνάμεων.
Ζήσαμε εκεί (παγιδευμένοι από οικονομική ανέχεια οι περισσότεροι) και επιβιώσαμε ως δημοκρατικοί πολίτες, σφυρηλατώντας τους δεσμούς φιλίας μεταξύ μας ως Λέσβιων, που με το πλεονέκτημα της γνωριμίας και της εμπιστευτικότητας γίναμε μια δυνατή ομάδα αποφασισμένη να κρατήσουμε τις δημοκρατικές μας αρχές.
Πλήθος οι μνήμες και θύμησες γι’ αυτά τα φοιτητικά μας χρόνια, για τα νιάτα μας, για τα δύσκολα βήματά μας στην Αθήνα.
Για παράδειγμα, θυμόμαστε την εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» (ιδιοκτησίας Κυριαζίδη), κυνηγημένη τότε απ’ τη χούντα για κάποια δειλά αντιχουντικά μηνύματα, να διαβάζεται με τη σειρά από δωμάτιο σε δωμάτιο, αφού πάντα κάποιος τολμηρός την πέρναγε κάτω απ’ τα μάτια του απόστρατου λοχία - θυρωρού της Εστίας.
Πιο πολύ όμως θυμόμαστε την επαφή μας με τα πολιτισμικά, πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα μέσα απ’ τα αριστουργήματα του κινηματογράφου (των Αντονιόνι, Παζολίνι, Γκοντάρ, Τρυφώ, Αγγελόπουλου και αρκετών άλλων) στα μόνιμα στέκια μας, τους κινηματογράφους «ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ» και «ΣΤΟΥΝΤΙΟ», που τότε ήταν από τους βασικούς πυρήνες αντίθεσης στα πολιτιστικά δρώμενα και τη λογοκρισία της χούντας.
Έτσι, όταν στις αρχές του 1971 η διοίκηση της Εστίας (πιεζόμενη από το διαφαινόμενο φούντωμα του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος) αναγκάσθηκε να δημιουργήσει τομείς πολιτιστικής δραστηριότητας (μεταξύ των οποίων και κινηματογραφικό τομέα) με διορισμένα όμως και ελεγχόμενα διοικητικά συμβούλια, δεν μας ήταν δυνατόν να παραμείνουμε αδρανείς και θεατές.
Μια ομάδα, Λέσβιων κυρίως φοιτητών, δουλεύοντας αθόρυβα και συνωμοτικά, καταφέραμε να κερδίσουμε πλατιά υποστήριξη στο αίτημα για διενέργεια εκλογών στον κινηματογραφικό τομέα, που η χουντική διοίκηση της Εστίας αναγκάσθηκε να δεχθεί, ελπίζοντας προφανώς μέσα από ένα όργιο εκφοβισμού και χαφιεδισμού να επιβάλει τους δικούς της.
Όμως τις εκλογές αυτές καταφέραμε να τις κερδίσουμε. Και ξεκινήσαμε τις προβολές με την ταινία του Τρυφώ «FAHRENHEIT 451» (που στηλίτευε μια δικτατορία που είχε δώσει εντολή να καούν όλα τα βιβλία, για να μην κυκλοφορούν οι ιδέες) και άλλες προοδευτικές ταινίες. Πλήθος φοιτητών (και εκτός Εστίας) μας αγκάλιασε και μας στήριζε σε καθημερινή βάση και η Φοιτητική Εστία μέρα με τη μέρα μετατρεπόταν σε χώρο φοιτητικής αντίδρασης. Ήταν μέρες ανάτασης αλλά και δύσκολες κάτω από τις συνεχείς υποδείξεις για αλλαγή πλεύσης ή παραίτησή μας από το προεδρείο και τις απειλές για εκδίωξή μας από την Εστία.
Δεν αξίζει να αναφερθούμε και στους «αγανακτισμένους» φοιτητές - χαφιέδες που μας φέρθηκαν σκληρότερα από τον απόστρατο Ναύαρχο - διοικητή της Εστίας.
Είκοσι περίπου μέρες κράτησε η κινηματογραφική άνοιξη και το ζόρισμα των χουντικών στην Εστία. Ώσπου μια μέρα, υλοποιώντας τις απειλές τους, μας έδιωξαν. Για καλή μας όμως τύχη τα συμβάντα είχαν γίνει γνωστά στον χώρο του Πολυτεχνείου και ένας επιμελητής του αείμνηστου καθηγητή Ευτύχιου Κοκκινόπουλου μάς παραχώρησε ένα κλειστό διαμέρισμα για να μείνουμε, στην οδό Νικαίας 8 κοντά στην πλατεία Βικτωρίας.
Ας μου επιτραπεί εδώ να μνημονεύσω την παρέα που ηγήθηκε σ’ όλα αυτά . Ήταν ο Αλέκος Μπεθυμούτης, ο Δημήτρης Σάββας, ο αείμνηστος Τάκης Στυλιανού και ο συντάκτης τούτου του κειμένου, ο οποίος είχε αναδειχθεί και Πρόεδρος του εκλεγμένου διοικητικού συμβουλίου.
Μετά το διώξιμό μας απ’ τη Φοιτητική Εστία, νέα ζωή στη «γιάφκα» της Νικαίας 8. Νεανικοί έρωτες, ατέρμονες συζητήσεις και τσακωμοί για τη Σοσιαλδημοκρατία (ήταν η εποχή της Ρεαλπολιτικής του Bily Brand) και την Αριστερά (και με φίλους και μέλη του παράνομου τότε ΚΚΕ), τραγούδια του Μίκη.
Ήδη προχωρούσαν οι πρώτες αντιχουντικές κινήσεις στο Πολυτεχνείο. Μέχρι το καλοκαίρι του 1972 που αποφοιτήσαμε, στρατευθήκαμε και σκορπίσαμε. Μείναμε όμως πάντα στενοί φίλοι.
Δυστυχώς, τον Τάκη μας τον χάσαμε πριν από μερικά χρόνια.
Ας αναπαύεται αιώνια στην αγαπημένη του Συκαμνιά, αγναντεύοντας την Παναγιά τη Γοργόνα και την Αιολική Γη!