Ο Γιώργος Πετρέλλης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1949. Φτάνοντας στην Αθήνα, ξεκίνησε σπουδές σε δραματική σχολή από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ.
Γιώργος Πετρέλλης
Εκδόσεις Οδός Πανός
Αθήνα 2011, σελ. 396
Ο
Γιώργος Πετρέλλης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1949. Φτάνοντας στην Αθήνα, ξεκίνησε σπουδές σε δραματική σχολή από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Παράλληλα εργάστηκε σε ταξιδιωτικές και τουριστικές επιχειρήσεις, γραφεία γενικού τουρισμού, ξενοδοχειακή αλυσίδα και επί μακρόν στην Ολυμπιακή Αεροπορία. Έχει κυκλοφορήσει τα λογοτεχνικά βιβλία «Βορειοανατολικά στον Αιώνα» (Διόπτρα, 2003) και «Το Όνομα» (Οδός Πανός, 2010).
Πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις «Οδός Πανός», κυκλοφόρησε το τρίτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο «Φωνές από μέσα», το οποίο χωρίζεται στα παρακάτω κεφάλαια: Η μεγάλη ανακεφαλαίωση και η είσοδος της θεατρίνας, Οι πτήσεις για το Μπουένος Άιρες είναι πάντα νυχτερινές, Τζόμπουργκ, Ο μπάρμπα Μίγκελ, Μια λάθος επιλογή και το ζεϊμπέκικο της Ανθής, Ευδαίμων Αρβία η ανατολή της ερήμου, Τα κόκκινα παντζούρια της νονάς, Νόστιμον ήμαρ, Θύελλα πριν από θύελλα, Προετοιμασία για το πέρασμα, Από την άλλη όχθη, Η έξοδος, Αυλαία.
Μέρος του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στη Μυτιλήνη. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «[…] Πέρασαν την Απάνω Σκάλα και τράβηξαν προς την αγορά. “Το ΙΚΑ”, θυμήθηκε, βλέποντας ένα άχαρο κτίριο μπροστά του. Ολόιδιο είχε απομείνει, όπως τότε. Ούτε ένα χέρι πλαστικό δεν χαλάλισαν να το βάψουν, να το περιποιηθούν μια στάλα…
Πέρασαν απ’ τον Άγιο Ευδόκιμο, απ’ τα παλιά χαμάμ και τον Άγιο Γιώργη, απέναντι απ’ της Ζαχάρως. Αγνώριστο το σπίτι της, το μισό γκρεμισμένο και στ’ άλλο μισό τώρα λειτουργούσε μίνι μάρκετ. “Αχ η Ζαχάρω” έφερε στο μυαλό την πιο αγαπημένη φίλη της μάνας του!
Βγήκαν ξανά στο δρόμο της αγοράς. Όμορφος, σενιαρισμένος, με καινούργιες πλάκες κατάχαμα, τοποθετημένες αρμονικά και παραδοσιακά, έτσι όπως άρμοζε άλλωστε.
Τα μαγαζιά παρέμεναν ολόιδια κι ορισμένα θαρρούσες πως δεν είχαν αλλάξει καν το εμπόρευμά τους. Ίδια του φάνηκαν του Ανδρέα τα τσίτια και οι ταφτάδες στα εμπορικά, ίδια τα τυριά και τα φαγώσιμα, στα δεκάδες μικρά μπακαλικάκια, το ένα δίπλα στ’ άλλο κι όλα τόσο μικρά, ίσα που χωρούσαν ταυτόχρονα δυο νοματαίοι! Μέχρι τουλούμι με τουλουμοτύρι είδαν να χάσκει ορθάνοιχτο, χώρια τα σακιά με ρύζια και όσπρια χύμα, με τις σέσουλες μπηγμένες μέσα στην πραμάτεια.
Ο δρόμος, σ’ ένα σημείο, έκανε διχάλα. “Αριστερά ή δεξιά;” ρώτησαν με το βλέμμα. “Αριστερά”, τους έδειξε με το κεφάλι, κι ανοίγοντας το βήμα του ο Ανδρέας μπήκε πρώτος στο προαύλιο της Μητρόπολης.
“Πολλές εκκλησιές και όμορφες!” παρατήρησε η Ηλέκτρα.
“Και παραβλέψαμε κάμποσες ξέρεις, τη Φανερωμένη, τον Άγιο Συμεών και τόσες άλλες!” της απάντησε.
Μετά το προσκύνημα, συνέχισαν και παρακάμπτοντας την αγορά, βγήκαν στην προκυμαία.
“Εδώ έδεναν τα καράβια, παλιά”, έδειξε ο Ανδρέας στ’ αριστερά, “κι απ’ εκεί, απέναντι, ήταν οι τράτες. Φάτσα, απέναντί μας ήταν τα μικρότερα, γρι-γρι, ψαρόβαρκες και τέτοια, λιγόστεψαν όμως απ’ ό,τι βλέπω”, σχολίασε.
“Εκεί ο κήπος, ανάμεσα στο Δημαρχείο και τη Νομαρχία, το Θέατρο, η Τράπεζα της Ελλάδος κι αυτό το μικρούλι, πλάι στην πιάτσα των ταξί, παλιά ήταν το λιμεναρχείο. Άλλες ανάγκες τότε, άλλες τώρα”.
“Όλοι αυτοί οι τρούλοι;” έδειξε ο Μίλτος με το κεφάλι του.
“Θα πάμε κι εκεί” είπε ο Ανδρέας και με τα μάτια τούς έδειξε να στρίψουν πάλι μέσα από την αγορά […]».
Π.Σ.