Παράδοση ενάμιση αιώνα

01/07/2012 - 05:56
Το «Ε» κάνει σήμερα ένα αφιέρωμα στο μικρό καρνάγιο της Κουντουρουδιάς και την αρμοδιότητά του να περνάει με τα καραβάκια της τον κόσμο από την Κουντουρουδιά στο Πέραμα και πίσω, ακούγοντας ιστορίες από τα παλιά.
Στην Κουντουρουδιά της Σκάλας Λουτρών, ένα μικρό, ήσυχο λιμανάκι, όπου σήμερα λειτουργούν μόνο δύο ταβέρνες κι ένα καφενείο, εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, πάνω από ενάμιση αιώνα σίγουρα, συνεχίζεται μια παράδοση οικογενειακή που δίνει ζωή στην περιοχή και εξυπηρετεί τον κόσμο. Υπεύθυνη γι’ αυτή είναι η οικογένεια Χιώτη, που από πατέρα σε γιο «κληροδοτεί» εδώ και τέσσερις γενιές το μικρό καρνάγιο της περιοχής και την αρμοδιότητά του να περνάει με τα καραβάκια της τον κόσμο από την Κουντουρουδιά στο Πέραμα και πίσω. Το «Ε» κάνει σήμερα ένα αφιέρωμα στο σημαντικό αυτό κομμάτι της τοπικής ιστορίας, ακούγοντας ιστορίες από τα παλιά, κυρίως από το Στέλιο Χιώτη, εγγονό του πρώτου ιδιοκτήτη του καρνάγιου και των βαρκών. Ιστορίες γεμάτες νοσταλγία για τον «απλό τρόπο» που κυλούσε τότε η ζωή και αγωνία για το μέλλον και την τύχη της συγκεκριμένης δουλειάς, που τόσες δεκαετίες, σαν ασκητές σχεδόν, συνεχίζουν τα μέλη της οικογένειας.

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, ήρθε κυνηγημένος από τη Χίο στην Κουντουρουδιά ο Βασίλης, που σύντομα έκανε τον τόπο καταγωγής του επώνυμο. Ο Βασίλης Χιώτης με την οικογένειά του. Έστησε εδώ τη δική του δουλειά και σύντομα έγινε γνωστός ως ο περαματάρης της περιοχής, που δούλευε παράλληλα και ένα μικρό καρνάγιο όπου επισκεύαζε τις βάρκες των ψαράδων. Όταν ο γιος του Αντώνης έφτασε σε ηλικία που μπορούσε να βοηθάει τον πατέρα του, έμαθε κι αυτός τη δουλειά. Τραβούσαν τα καΐκια με τα σχοινιά, με τα «στρογγυλά», και τα έβγαζαν έξω για να τα επισκευάσουν και να τα βάψουν. Παράλληλα, με τα καραβάκια τους περνούσαν τον κόσμο απέναντι, στο Πέραμα, αλλά και σε διάφορα άλλα σημεία του κόλπου της Γέρας. Πριν την κατασκευή, άλλωστε, του δρόμου, που ενώνει οδικώς τη Μυτιλήνη με τα χωριά του κόλπου της Γέρας, η θαλάσσια «συγκοινωνία» ήταν και ο μόνος τρόπος μετάβασης των κατοίκων από τη μία πλευρά του Κόλπου στην άλλη.

Ο «Χιώτης» παππούς
«Το καρνάγιο υπάρχει εδώ και 180 χρόνια περίπου, τα καραβάκια υπήρχαν ακόμη πιο πριν. Εγώ τα βρήκα εδώ από τον πατέρα μου, που τα είχε βρει κι αυτός από τον παππού μου, τότε που ακόμη οι βάρκες πήγαιναν κι έρχονταν με κουπιά», λέει σήμερα ο 60χρονος Στέλιος Χιώτης, ο γιος του Αντώνη και σημερινός ιδιοκτήτης του καρνάγιου και του «Ποσειδώνα», ενός από τα τρία καραβάκια που έχουν απομείνει πλέον ως μέσο μεταφοράς στην Κουντουρουδιά. Εδώ και μισό αιώνα περίπου μένει στην Κουντουρουδιά, στην αρχή με τον πατέρα του και στη συνέχεια με τη γυναίκα του, Ευαγγελία, που κρατάει την ταβέρνα «Τα αστέρια». Ταβέρνα στην οποία «διαδέχτηκαν» επίσης τη μητέρα του, την Αγγελική. Τα άλλα δύο καραβάκια, η «Βαγγελίτσα - Αβέρωφ» και ο «Άγιος Παντελεήμονας», ανήκουν στον ανιψιό του, Στράτο Καραντώνη.
«Τον παππού μου τον έζησα πολύ. Ήταν από τη Χίο, γι’ αυτό και το “Χιώτης”. Ήρθε κυνηγημένος από τους Τούρκους και έφτιαξε εδώ το καρνάγιο. Εδώ στην Κουντουρουδιά έμενε ο παππούς μου κι εδώ πέθανε, 94 χρονών. Ακόμη και σε εκείνη την ηλικία περπατούσε και διάβαζε εφημερίδα χωρίς γυαλιά. Ούτε κρέατα έτρωγε, όλο χόρτα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν γεροί, γιατί τραβήξανε πολλά. Όχι όπως είμαστε εμείς σήμερα, που στα 60 μας δε βλέπουμε…» Μια ιστορία που μας είπε μάλιστα ο ίδιος, συνδέει το όνομα της «Βαγγελίτσας - Αβέρωφ» με τον κυρ-Βασίλη: «Όταν είχε έρθει κάποια στιγμή στον κόλπο της Γέρας το “Αβέρωφ”, o παππούς μου το έδειχνε στον κόσμο και φώναζε το όνομά του. Έτσι, του έμεινε το παρατσούκλι “Αβέρωφ” και του ίδιου…»


Η Κουντουρουδιά στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν υπήρχε μόνο ο μόλος και μερικές παράγκες (πάνω). Η οικογένεια Χιώτη σήμερα (Στέλιος, Ευαγγελία και Βασίλης) (αριστερά). Ο Στέλιος Χιώτης, σήμερα, στο καρνάγιο (δεξιά)

Τα καραβάκια γνωρίζουν «άνθιση»

Στην αρχή το καρνάγιο δεν είχε πολλή δουλειά, αλλά σιγά-σιγά έρχονταν οι ψαράδες και ο ένας με τον άλλον το μάθαιναν. Δεν έφτιαχνε ποτέ βάρκες καινούργιες, παρά έκανε επισκευές και βαψίματα σε μικρές μόνο βάρκες, αφού οι μεγάλες πήγαιναν στο παλιότερο καρνάγιο που υπήρχε στα Λουτρά. Μαζί με τον κυρ-Βασίλη άρχισε να δουλεύει αργότερα και ο γιος του ο Αντώνης, που έκανε τη δική του οικογένεια για να συνεχίσει την παράδοση.
Ο Στέλιος Χιώτης θυμάται εκείνες τις εποχές με νοσταλγία, παρά τις δυσκολίες τους. «Εγώ σχολείο πήγαινα και βοηθούσα τον πατέρα μου. Πότε με τις βάρκες, πότε με το καρνάγιο. Θυμάμαι, πήγαινα σχολείο μισό στα Λουτρά και όταν ήρθαμε πια να μείνουμε στην Κουντουρουδιά, πήγαινα στο Πέραμα. Περνούσα κι εγώ κάθε πρωί με το καραβάκι μαζί με τους δασκάλους που έρχονταν από τη Μυτιλήνη και περνούσαν κάθε μέρα.» Δεν τα έπαιρνε όμως τα γράμματα: «Μου άρεσε η δουλειά εδώ, τα γράμματα δε μου άρεσαν, το δημοτικό με το ζόρι το έβγαλα, γιατί ήταν υποχρεωτικό. Πηγαίναμε σχολείο με τα πόδια στα Λουτρά. Στο δρόμο πετούσαμε την τσάντα μας στα χωράφια, μας μάλωναν μετά και μας έδιωχναν πίσω οι δάσκαλοι. Πολλές φορές, όταν είχαμε δύσκολα μαθήματα όπως Ιστορία, πηγαίναμε και καθόμασταν μέσα στα χωράφια και περιμέναμε να περάσει η ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Μας βάζαν απουσία οι δάσκαλοι, μας χτυπούσαν οι γονείς, όλη την ώρα μαλώναμε, φεύγαμε και από το σπίτι, όταν έκοβε πείνα γυρίζαμε να φάμε. Τώρα, τα παιδιά έχουνε βρει… Αμερική. Από εδώ τους παίρνει ταξί και τους πάει μέχρι τα Βατερά. Εμείς, ξυπόλυτοι πηγαίναμε στο δρόμο, χτυπούσαμε πάνω στις πέτρες.»

Η δουλειά τελικά τον αντάμειψε, αφού πήγαινε όλο και πιο καλά. Ήδη από τα χρόνια του πατέρα του είχε στρώσει αρκετά. Ούτε όταν οι Γερμανοί έκαναν καταφύγιο τις Σκάλες της περιοχής (Κουντουρουδιά, Λουτρά κ.λπ.) δε σταμάτησαν τα δρομολόγια. Όταν τα καραβάκια τα πήρε ο ίδιος, έβαλε και τα πανιά. «Δεν είχε μηχανές ακόμη τότε. Σαράντα βάρκες έφτιαξα εγώ που έκαναν δρομολόγια. Όσο ήταν ακόμη και ο πατέρας μου, οι βάρκες ήταν πάρα πολλές. Πήγαιναν σε διάφορες μεριές κι έκαναν δρομολόγια. Ο κόσμος το συνήθιζε πολύ, αφού δεν υπήρχε τότε ο δρόμος. Έφταναν στην Κουντουρουδιά ή το Πέραμα με τα πόδια και τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Οι βάρκες τότε έκαναν περίπου μισή ώρα να περάσουν απέναντι. Τους πηγαίναμε στην εκκλησία κι έκαναν λειτουργίες και θυμάμαι, επειδή δεν μπορούσαν να βγουν έξω - δεν είχαμε σκάλα -, τους βοηθούσαμε εμείς. Έμπαιναν μέσα στη θάλασσα. Και πάλι τους βοηθούσαμε να ανέβουν από την ανεμόσκαλα. Πολλή… περιπέτεια είχε. Ήταν ωραία τότε, ήταν άλλες οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων…»
Τη δεκαετία τού ’80 ειδικά, τα καραβάκια είχαν «άνθιση». Την ίδια δεκαετία, το 1982 για την ακρίβεια, έφτασε και το ηλεκτρικό ρεύμα στην Κουντουρουδιά. Μέχρι τότε, ζούσαν με τα «λούξια» και δούλευαν με τα χέρια.


Ο «Άγιος Παντελεήμων» περιμένει για το επόμενο δρομολόγιό του (αριστερά). Ο Στρατής Καραντώνης, ανιψιός του Στέλιου Χιώτη, πάνω σε ένα καΐκι στο καρνάγιο (δεξιά)

Τα πράγματα αλλάζουν…
Σήμερα, στην ταβέρνα και στο καρνάγιο έχει προστεθεί και η βοήθεια των δικών του γιων, Βασίλη και Στρατή. «Από 10 χρονών δούλευα στην ταβέρνα. Στο καρνάγιο έχω τη φύλαξη και βοηθάω στο πλύσιμο και το βάψιμο», λέει ο Βασίλης Χιώτης. Ο ίδιος μένει στα Λουτρά και πηγαινοέρχεται στην Κουντουρουδιά κάθε μέρα. «Είναι ωραία εδώ, είσαι ένα με το περιβάλλον. Μέσα σχεδόν στην πόλη είμαι, έχω δουλειά οικογενειακή, γιατί να την αφήσω; Άλλοι παίρνουν πτυχία και δουλεύουν τελικά σε ταβέρνα. Αυτός που δουλεύει κανονικά στο καρνάγιο είναι ο αδελφός μου ο Στρατής, ο νεώτερος καραβομαραγκός στο νησί.»
Τα καραβάκια μεταφέρουν από την Κουντουρουδιά στο Πέραμα και πάλι πίσω τους κατοίκους των γύρω περιοχών που θέλουν να πάνε στις δουλειές τους ή να κάνουν τα ψώνια τους στη Μυτιλήνη. Από τα χαράματα περιμένουν τον κόσμο που θα φτάσει στην Κουντουρουδιά με το λεωφορείο, για να τον περάσουν απέναντι και να πάρουν και από εκεί όσους περιμένουν. Κάθε μία ώρα και με αντίτιμο ένα ευρώ τη διαδρομή, διασχίζουν τον κόλπο σε χρόνο που έχει πλέον μειωθεί στα 10΄. Και δίνουν και τη δυνατότητα να τα «αγκαζάρει» κάποιος, για να κάνει μόνος του μια βόλτα στον Κόλπο (με το αντίστοιχο αντίτιμο, φυσικά).
Όμως, τα πράγματα δεν είναι όπως παλιότερα. Μέσα στα 30 προηγούμενα χρόνια, που η περιοχές της Κουντουρουδιάς και του Περάματος συνδέθηκαν οδικώς με τη Μυτιλήνη, τα καραβάκια έχασαν την παλιά τους ζήτηση. Δύο χρόνια πριν, ο κ. Στέλιος μάς έλεγε και για τον κίνδυνο που υπήρχε να κλείσει το καρνάγιο, αφού ο χώρος ανήκε στο Λιμενικό Ταμείο και οι καραβομαραγκοί κινδύνευαν με έξωση, αφού τους ζητούσαν άδειες που είχαν μεγαλύτερες απαιτήσεις από αυτές στις οποίες μπορούσαν να ανταποκριθούν. «Από τη στιγμή που η οικογένεια δεν απασχολεί άλλο προσωπικό, η τέχνη αυτή πάει από χέρι σε χέρι και δε θα υπάρχει κανείς να τη συνεχίσει στην περίπτωση που κλείσει το καρνάγιο», μας έλεγε τότε ο κ. Στέλιος. «Είναι κρίμα, αυτά είναι παραδοσιακά πράγματα. Εμείς εξυπηρετούμε το νησί, έχουμε γίνει ιστορία, ασκητές.»


Ο Βασίλης Χιώτης, γιος του πρωτομάστορα Αντώνη και πατέρας του Στέλιου Χιώτη, που έζησε και πέθανε ως περαματάρης στην Κουντουρουδιά (αριστερά). Το λιμανάκι και το καρνάγιο της Κουντουρουδιάς στις αρχές τού ’70 (δεξιά)

Με σταθερή… πορεία πλεύσης
Στην τωρινή μας επίσκεψη, βρήκαμε τον κ. Στέλιο πιο πικραμένο και απογοητευμένο, να αναπολεί τις παλιότερες εποχές που η ζωή ήταν, όπως λέει, «ξένοιαστη». «Τότε ζούσαμε χωρίς πολλές ευθύνες, δεν είχαμε όλη μέρα το άγχος που έχουμε τώρα. Τώρα άλλαξαν τα πράγματα πολύ. Δεν έχει δουλειά, πολεμάς να βαστάξεις, για να μην τα διαλύσεις όλα. Δουλεύουμε μόνοι μας, 20 ώρες τη μέρα. Ούτε Κυριακή γνωρίζουμε, ούτε καθημερινή.»
Τώρα το χειμώνα, μόνο το ένα καραβάκι κάνει δρομολόγια. Λίγοι περνούν απέναντι και αυτοί μόνο όταν ο καιρός είναι καλός. Αλλιώς φοβούνται και παίρνουν το αυτοκίνητο. Πού να περάσει πλέον δάσκαλος; Τον προηγούμενο μήνα πέρασε ένας και από τότε δε φάνηκε άλλος. Όλοι πάνε οδικώς. Κάθε τόσο, μόνο, κάτοικοι από πέντε χωριά της περιοχής της Γέρας πηγαίνουν με το καραβάκι μέχρι το βραχονήσι του Αγίου Ισιδώρου και παρακολουθούν τη λειτουργία που κάνουν εκεί οι ιερείς τους, για να γυρίσουν πίσω και πάλι με τον ίδιο τρόπο, αφού πιουν και το καφεδάκι τους. Και τα καλοκαίρια ακόμη, οι τουρίστες έχουν λιγοστέψει στην περιοχή, αφού προτιμούν τις γύρω παραλίες του Αγίου Ερμογένη και της Χαραμίδας.


Ο Στέλιος Χιώτης πριν από δύο χρόνια. «Η τέχνη αυτή πάει από χέρι σε χέρι», μας έλεγε τότε για το καρνάγιο (αριστερά). Ο Στρατής Χιώτης, γιος του Στέλιου, στο καρνάγιο. Είναι, όπως λέει ο αδελφός του, ο νεώτερος καραβομαραγκός στο νησί (δεξιά)

Ούτε το μαγαζί πάει καλά. «Δουλεύουμε μόνο δύο μήνες το καλοκαίρι. Η ζωή έχει ακριβύνει, ο κόσμος δεν μπορεί να βγει, κόψανε και το κάπνισμα στα μαγαζιά και αυτό μας καταστρέφει· τέτοιες είναι οι καταστάσεις», λέει ο κ. Στέλιος. «Τότε η δουλειά είχε άλλο γούστο. Τώρα δε σου κάνει όρεξη για τίποτα. Τουλάχιστον ο κόσμος μας ξέρει, έχω και το γιο μου τώρα και βοηθάει, όσο μπορούμε θα το βαστάξουμε.»
Και τι άλλο να κάνει; Ο κ. Στέλιος την αγαπάει τη δουλειά του. Το πήγαινε - έλα με τα καραβάκια δεν τον κουράζει, είναι μια δουλειά που την κάνει εδώ και 50 χρόνια, από μικρός, «με κλειστά μάτια». Έχει πάρει άλλωστε τις… κατευθυντήριες οδηγίες και την… πορεία πλεύσης από τον πατέρα του, τον Αντώνη: «Ο πατέρας μου μού έλεγε: “Να αγαπάς τη δουλειά, να την κάνεις με κέφι και να μην βαρυγκωμάς, γιατί όταν βαρυγκωμάς κάτι θα πάθεις. Και να δίνεις λογαριασμό μόνο στη δουλειά σου και σε κανέναν άλλο.” Ο πατέρας μου, όταν έπαιρνε κάποιον εδώ κι έβλεπε πως δε δούλευε με όρεξη, τον έδιωχνε. Όταν κάνεις δουλειά χωρίς καρδιά, δεν είναι καλό.»
Μια φορά κι έναν καιρό, μια οικογένεια ξεκίνησε σ’ αυτό το μικρό λιμανάκι του κόλπου της Γέρας μια ολόκληρη ιστορία. Και τη συνεχίζει ακόμη όσο μπορεί, κόντρα στις συνθήκες που δεν ευνοούν. Είναι οι «περαματάρηδες» της Κουντουρουδιάς…

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey