Το νέο φαινόμενο της επέκτασης του internet και της «κοινωνικής δικτύωσης» περιλαμβάνει την ύπαρξη ακόμα και ανηλίκων, που δεν έχουν μάθει ακόμα γραφή και ανάγνωση, αλλά έχουν αποκτήσει μεγάλη εξοικείωση με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα μυστικά του κυβερνοχώρου.
Το νέο φαινόμενο της επέκτασης του internet και της «κοινωνικής δικτύωσης» περιλαμβάνει την ύπαρξη ακόμα και ανηλίκων, που δεν έχουν μάθει ακόμα γραφή και ανάγνωση, αλλά έχουν αποκτήσει μεγάλη εξοικείωση με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα μυστικά του κυβερνοχώρου, σε τέτοιο σημείο που οι ίδιοι οι γονείς τους να αδυνατούν να τους παρακολουθήσουν και, κατ’ επέκταση, να έχουν ένα καθημερινό εποικοδομητικό παρεμβατικό ρόλο στην άρτια κοινωνικοποίησή τους. Έτσι, τα ανήλικα παιδιά γίνονται έρμαια των πάσης φύσεως ιστοσελίδων και «κοινωνικών δικτύων», δηλητηριάζοντας το μυαλό και την ψυχή τους με εικόνες σκληρού σεξ, παραθρησκευτικές ή ακραίες πολιτικές ιδεολογίες και ό,τι «αρρωστημένο» και επικίνδυνο συμπεριλαμβάνεται στην έννοια της μη συνεπούς χρήσης του διαδικτύου.
Το πόσο ανησυχητική είναι η παραπάνω κατάσταση επισημαίνει η έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία έχει πέσει κατακόρυφα ο μέσος όρος ηλικίας των χρηστών του διαδικτύου στην Ελλάδα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελούν η Σουηδία και η Δανία, όπου σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών ξεκινάει την καθημερινή περιήγηση στα κατάλληλα και ακατάλληλα site του κυβερνοχώρου από την ηλικία των έξι ετών.
Ως συνέπεια του παραπάνω φαινομένου, «ειδικοί» πάσης φύσεως, αλλά και γονείς, προσπαθούν να ανακαλύψουν και να εφαρμόσουν τους αποτελεσματικότερους τρόπους παρέμβασης στα παιδιά τους, ώστε να «φιλτράρουν» ή ακόμα και να μπλοκάρουν υλικό που θεωρούν εκείνοι ακατάλληλο για τα παιδιά τους.
Ωστόσο, οι περισσότεροι ανήλικοι μέσω του δικτυακού ιστού έχουν γίνει θεατές πορνογραφικού υλικού, ακραίων ιδεολογικών τάσεων, βίας, με αποτέλεσμα να βιώνουν καθημερινά ιντερνετικά ακραίες ιδεολογίες τύπου ναζισμού, ενώ άλλες φορές παίρνει τη μορφή του προσηλυτισμού και της «εκπαίδευσής» τους στην παραγωγή ναρκωτικών ουσιών ή και κατασκευής βομβών αυτοσχέδιου τύπου.
Σύμφωνα με έρευνα των ψυχολόγων Σιώμου & Αγγελοπούλου, η Διαταραχή Εθισμού στο Διαδίκτυο (Internet Addiction Disorder) πρωτοαναφέρθηκε από έναν ψυχίατρο της Νέας Υόρκης, τον Ivan Goldberg. Ο τελευταίος, αν και χρησιμοποίησε δοκιμαστικά τα κριτήρια του διαγνωστικού τεστ DSM - IV από εθισμό σε ναρκωτικές ουσίες, αντικαθιστώντας τον όρο «ουσία» με αυτόν του «διαδικτύου» περισσότερο για πειραματισμό, εν τούτοις η Διαταραχή Εθισμού στο Διαδίκτυο αντιμετωπίστηκε σοβαρά από αρκετούς ερευνητές ως ορθή. Ωστόσο, η Παθολογική Χρήση του Διαδικτύου (Pathological Internet Usage) ορίστηκε από τη Young, η οποία βασίστηκε σε κοινά χαρακτηριστικά με το παθολογικό παιχνίδι, θέση η οποία ενισχύθηκε από τον Davis. Βέβαια, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι ψυχολόγοι έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν ότι οι άνθρωποι καθορίζουν, αλλά και διαμορφώνουν τους εθισμούς από τις χημικές ουσίες. Επίσης, ερευνητές τονίζουν την έκλυση ντοπαμίνης (νευροδιαβιβαστικής ηδονής) στον επικλινή πυρήνα (accumbers) κατά τη διάρκεια του ενθουσιασμού που προκαλείται από τη χημική διαδικασία, η οποία έχει τις ίδιες επιδράσεις στον άνθρωπο όπως η χρήση αλκοόλ και άλλων ψυχοδραστικών ουσιών, νομίμων και παρανόμων.
Από τα παραπάνω καθίσταται αναγκαία η σωστή ενημέρωση και παρέμβαση των γονέων στα παιδιά τους. Βέβαια, πολλοί γονείς δεν έχουν ούτε το χρόνο ούτε και τις γνώσεις για να ελέγξουν τη δικτυακή χρήση στην οποία προβαίνουν καθημερινά τα ανήλικα παιδιά τους, ώστε να «φιλτράρουν» το δικτυακό υλικό με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα. Χαρακτηριστικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία παιδιά που πηγαίνουν στο δημοτικό σχολείο είναι πιο καταρτισμένα σε τεχνικά ζητήματα σε σχέση με τους γονείς τους, ενώ το 13% των γονιών σε ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν τον έλεγχο του διαδικτύου ως έντονη και πιεστική γονική παρέμβαση. Το 40% των γονιών δε γνωρίζει με ποιο τρόπο χρησιμοποιούν το διαδίκτυο τα παιδιά τους, ενώ συχνά υιοθετούν στρουθοκαμηλική φιλοσοφία, αφού το 52% των ερωτηθέντων για το αν τα παιδιά τους έχουν δεχθεί μηνύματα σεξουαλικού ή υβριστικού περιεχομένου απαντά κατηγορηματικά «όχι», ενώ στο ίδιο ερώτημα των ερευνών αυτών τα παιδιά τους εμφανίζονται να απαντούν θετικά. Μόλις το 28% των ενηλίκων εμφανίζεται να εμποδίζει την πρόσβαση ή να τοποθετεί φίλτρα στις ιστοσελίδες, ενώ το 24% «τσεκάρει» τις ιστοσελίδες που έχουν προηγουμένως επισκεφθεί τα παιδιά τους.
Πάντως, πέρα και πάνω από τις προβλέψεις του νόμου και του εκάστοτε νόμου για τα αδικήματα που προκαλούνται μέσω του διαδικτύου, καθίσταται αναγκαία η συνεχής επαγρύπνηση των γονιών σχετικά με τη δυνατότητα πρόσβασης των παιδιών σε αυτό, σε συνδυασμό με το διαρκή έλεγχο από τους αρμόδιους φορείς, όπως η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η Ελληνική Αστυνομία, κυρίως μέσω του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
* Ο Αναστάσιος Ρούσσης είναι κοινωνιολόγος - εγκληματολόγος, Μ.Α. Εγκληματολογίας, Μ.Α. Διεθνών Σχέσεων, διδάκτορας Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών.