Οι πολίτες άνω των 65 σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα - η δεύτερη πιο γηρασμένη στην Ευρώπη μετά την Ιταλία -, αν εξετασθούν ως λανθάνουσα οικονομική δύναμη, ενδεχομένως να ξανακερδίσουν το σεβασμό που τους αποστέρησαν τα Μ.Μ.Ε. και τα πρότυπα κάλλους και ευρωστίας, που προβάλλουν.
Οι πολίτες άνω των 65 σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα - η δεύτερη πιο γηρασμένη στην Ευρώπη μετά την Ιταλία -, αν εξετασθούν ως λανθάνουσα οικονομική δύναμη, ενδεχομένως να ξανακερδίσουν το σεβασμό που τους αποστέρησαν τα Μ.Μ.Ε. και τα πρότυπα κάλλους και ευρωστίας, που προβάλλουν: Πίσω από τα «τιμημένα γηρατειά» και τις διεκδικήσεις για μεγαλύτερες συντάξεις, κρύβονται συμπολίτες μας, που στηρίζουν με το εισόδημα και την αποταμίευση τα άνεργα εγγόνια τους και τα χαμηλόμισθα παιδιά τους.
Εκλεκτικοί στην αγορά προϊόντων, δίνουν έμφαση στην ποιότητα και πολλοί αποφασίζουν να αγοράσουν τα ακριβότερα είδη, για να υπερβούν τα απωθημένα μιας στερημένης νεανικής ηλικίας. Αποφασίζουν την κατοχή πολυτελούς αυτοκινήτου, που θα αναπληρώσει με τους αυτοματισμούς του τα αργά τους αντανακλαστικά. Παρέχουν στέγη, οικόπεδα και είδη πρώτης ανάγκης στις επόμενες γενεές, που μόνο με δάνεια θα κάλυπταν τις στεγαστικές και καταναλωτικές τους ανάγκες, ταξιδεύουν κυρίως κατά το μήνα Σεπτέμβριο και Μάιο (μακριά από το συνωστισμό και την ταλαιπωρία) και διαμένουν ολόκληρες εβδομάδες σε μη τουριστικές περιοχές της Ελλάδας (το συντριπτικό ποσοστό του υποτιμημένου, πλην κραταιού, θρησκευτικού τουρισμού αποτελείται από γέροντες και γερόντισσες), δαπανώντας πολλαπλάσια ποσά, σε σύγκριση με τους ξένους τουρίστες, σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία, εστιατόρια, εκκλησίες, μουσεία κ.λπ..
Στηρίζουν τις φαρμακοβιομηχανίες και τους γιατρούς, πλουτίζουν τους πλαστικούς και τις βιομηχανίες καλλυντικών, κάνουν τα ψώνια τους με κριτήριο την οικογένεια κι όχι τον εαυτό τους, απαιτούν εγγυήσεις για ό,τι αποφασίζουν και διαθέτουν ελεύθερο χρόνο για να καλλιεργήσουν, να επισκευάσουν, να οικοδομήσουν, να πλέξουν, να συγγράψουν, να ερωτευθούν, να επιστρέψουν στα χωριά της καταγωγής, στηρίζοντας τη φθίνουσα ύπαιθρο.
Το μεμψίμοιρο κράτος, αντιλαμβανόμενο, σε αντίθεση με τους αλαζόνες νέους, την κραταιά τους ιδιοσυγκρασία, ανεβάζει διαρκώς τα όρια συνταξιοδότησης και ταυτόχρονα υποβαθμίζει σταθερά τις υπηρεσίες πρόνοιας και περίθαλψης που τους παρέχει. Κάθε συνταξιούχος έχει ξεπληρώσει εκατοντάδες φορές το κόστος των ιαμάτων που χρειάζεται και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν επενδύσει πολλούς μισθούς σε μετοχές, αμοιβαία, ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και ασφάλειες ζωής ή υγείας.
Σε μια κοινωνία με τη νεολαία της να ταλανίζεται από ασταθείς εργασιακές σχέσεις, υποαπασχόληση και χαμηλούς μισθούς, αυτοί, ανέγγιχτοι από την προοδευτικότητα των ευέλικτων μορφών εργασίας, δεν αρκούνται στα ψιχία του κράτους και επιστρατεύουν όλη τους τη δημιουργικότητα, για να αποδείξουν πλέον στον εαυτό τους κι όχι στους άλλους ότι η τρίτη ηλικία μπορεί να είναι η ποιοτικότερη και ευτυχέστερη του βίου.
* Ο Ευστράτιος Παπάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.