«Να βρεθούνε τρόποι ανασυγκρότησης των ανθρώπων. Να γίνουνε πλατιές ομάδες ανθρώπων που θα χαίρονται, γιατί είναι άνθρωποι. Και να προσπαθήσουμε να μη γίνουμε ρομπότ. Εγώ ως εκεί μπορώ να φτάσω. Εσείς να δείτε παραπέρα τι θα σας ζητήσει η Ιστορία».
«Να βρεθούνε τρόποι ανασυγκρότησης των ανθρώπων.
Να γίνουνε πλατιές ομάδες ανθρώπων που θα χαίρονται, γιατί είναι άνθρωποι. Και να προσπαθήσουμε να μη γίνουμε ρομπότ. Εγώ ως εκεί μπορώ να φτάσω. Εσείς να δείτε παραπέρα τι θα σας ζητήσει η Ιστορία. Εμείς φεύγουμε, εσείς να δούμε τι θα κάνετε. Η ιστορία έχει τον τρόπο να μιλάει σε κάθε γενιά.»
Έτσι κατέληγε η Έλλη Παππά σε μια συνέντευξή της στις 12-3-2006 στο περιοδικό «Έψιλον». Όταν έμαθα το θάνατό της, ξαναδιάβασα εκείνη τη συνέντευξή της. Το ίδιο αναγάλλιασμα στην ψυχή, όπως κι όταν την πρωτοδιάβασα. Το ίδιο συναίσθημα κάθε φορά που συναντάς έναν αυθεντικό άνθρωπο σαν την Έλλη Παππά, με μια ακέρια ελευθερία, αποκτημένη με αγάπη και θάνατο, μια τετράγωνη γνώση δουλεμένη με αγώνα, βάσανα και αίματα, μια καθαρή ματιά που ζυγιάζει την πορεία του ανθρώπου στον αιώνα μας, ξεδιαλέγοντας τους ανθρώπους από τα «ανθρωπάκια», όπως ονομάζει ο Στρατής Τσίρκας στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του εκείνους τους μικρόνοες και μικρόψυχους, που μέσα από τις υπόγειες διαδρομές τους ανακόπτουν κάθε φορά τη φορά της Ιστορίας.
Μου θύμισε όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχα την τύχη να συναντήσω· ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή κι άφησαν στην ψυχή μας το άρωμα της ευγενικής παρουσίας τους. Κάποιους ανθρώπους που πίστευαν σε ιδέες και αξίες κι είχαν γίνει ένα μ’ αυτές, που αγωνίζονταν με τη διδαχή και το παράδειγμα της ζωής τους να τις μεταγγίσουν στις νεώτερες γενιές. Βλέπω μπροστά μου τα πρόσωπά τους να φεγγοβολούν από την πίστη και το πάθος τους για έναν καλύτερο κόσμο. Κι ο λόγος τους ήρεμος και μετρημένος να αναζητεί τη συμμετοχή του συνομιλητή τους στη συναρμολόγηση όλων των κομματιών της αλήθειας.
Θέλω να τους θυμάμαι εκείνους τους ανθρώπους, για να μπορώ ν’ ανασαίνω μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα που αναδίνουν οι αναθυμιάσεις από το λιβανωτό των προσκυνημένων και τα εμβατήρια των καθοδηγημένων, οι παπαρδέλες των τηλεοπτικών παραθύρων και οι ντουντούκες των υπαίθριων «παλαιστών», οι βρόμικες ανάσες των ανθρώπων των σπηλαίων που δολοφονούν με τα καλάσνικωφ, τα χαχανητά των «λαϊκών διασκεδαστών» και τα χειροκροτήματα των πανηγυριωτών, τα χασμουρητά των αδούληδων και τα ρεψίματα των καλοφαγάδων…
Θέλω να τους θυμάμαι για να μπορώ να πιστεύω στον άνθρωπο και να αισιοδοξώ για τη συνέχεια και την πρόοδο του πολιτισμού του.
Όχι, δεν πιστεύω πως αφήσαμε πίσω μας έναν κόσμο όμορφο, αγγελικά πλασμένο. Η ανθρώπινη φύση παραμένει αναλλοίωτη· οι συνθήκες της ζωής αλλάζουν, που κάνουν τον άνθρωπο να εκδηλώνεται διαφορετικά. Ανθρώπους με «ρόζο» μέσα τους, με κείνο το στέρεο υλικό που χαρακτηρίζει τους ελεύθερους και γενναίους ανθρώπους, μπορείς να συναντήσεις και σήμερα. Ίσως όμως χάσεις το χρόνο σου ψάχνοντας στα αμφιθέατρα και στις έδρες των πανεπιστημίων, στα έδρανα της Βουλής, στους άμβωνες ή στις έδρες των δικαστηρίων. Ίσως ξεγελαστείς από τα φωτεινά μετέωρα στο στερέωμα της Τέχνης, από κάποιους «μασκοφόρους εκδικητές» του διαδικτύου. Ίσως προσπεράσεις χωρίς να τους αντιληφθείς τους ανθρώπους που άξιζαν την αγάπη και το θαυμασμό σου· όμως αν τους συναντήσεις κάποτε, κράτησε απ’ αυτούς όσα περισσότερα μπορείς. Μόνο μην προσπαθήσεις να τους κρατήσεις για πάντα δικούς σου, γιατί δεν ανήκουν μόνο σε σένα.
Τελικά αυτό που απομένει στη ζωή μας είναι ό,τι νιώσαμε αγκαλιά με τους άλλους ανθρώπους, ό,τι μας έκαναν να σκεφτούμε οι άνθρωποι με τους οποίους συμπορευτήκαμε. Τα πλούτη μας είναι ό,τι πέρασε από το μυαλό και την καρδιά τους στο σακκούλι της δικιάς μας ζωής. Αν γίναμε λίγο ή πολύ άνθρωποι το χρωστάμε σ’ όλους εκείνους που μας τίμησαν με τη συντροφιά τους.