Η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη όπου η δόξα του παρελθόντος συνυπάρχει με τη μελαγχολία των ερείπιων της. Τα συναισθήματά μου κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου εκεί ήταν ανάμικτα.
Η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη όπου η δόξα του παρελθόντος συνυπάρχει με τη μελαγχολία των ερείπιων της. Τα συναισθήματά μου κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου εκεί ήταν ανάμικτα.
Θλιβερή ή απαστράπτουσα η Βασιλεύουσα;
Αφού πέρασε λίγος καιρός από το ταξίδι κι η εμπειρία χωνεύτηκε, θ’ απαντούσα και τα δυο, ή απλά και μόνον ωραία. Πρόκειται για ένα ανεπιτήδευτα όμορφο χωνευτήρι παρηκμασμένων και μη πολιτισμών όπου τα διάφορα «λίφτινγκ» φτωχομαχαλάδων και θεοδοσιανών τειχών επί δημαρχίας Ερντογάν δεν κατόρθωσαν να καμουφλάρουν την αρχική μορφή της. Η γηραιά καλλονή δεν κρύβει τις ασχήμιες της. Βρόμικα στενοσόκακα αυλακώνουν την όψη της καθώς χαμογελά στη θεά της πιτσιρικαρίας που ζουζουνίζει ρακένδυτη.
Πριν περάσουμε από τα κουρέλια του πάλαι ποτέ ελληνικού Φαναριού, μιας από τις πολλές υποβαθμισμένες συνοικίες της Πόλης, στο χλιδάτο παραλιακό Μπεμπέκ των μπαρ, των πολυτελών αυτοκινήτων αλλά και των φίνων «γιαλιών» όπως λέγονται τ’ αρχοντικά του Βοσπόρου, λόγω της γειτνίασης τους με το γιαλό, ας διασχίσουμε και τη «μέση οδό», τον πεζόδρομο Ιστικλάλ.
Στο δρόμο αυτό πάλλεται η καρδιά της πόλης. Τα δυο άκρα του δρόμου, Τουνέλ και Ταξίμ, μοιάζουν να ξερνούν και ταυτόχρονα να καταπίνουν έναν πολυπληθέστατο εθνολογικό και ενδυματολογικό αχταρμά που κινείται αενάως υπό τη μορφή γιουρουσιού. Ο απόλυτος τρόμος του αγοραφοβικού, που αν κατορθώσει να σωθεί από το αλλόθρησκο μένος των πεζών είναι σχεδόν σίγουρος ότι θα τον πατήσει το τραμ που περνά αιφνιδιαστικά από το μέσον της Ιστικλάλ. Αν έχει προλάβει να φάει κανένα κάζαν ντιπί στο Saray ή έχει πάρει το χαμάμ του πλησίον της Ζωγραφείου Σχολής, τουλάχιστον θα πάει ευχαριστημένος.
Σ’ αυτόν τον πεζόδρομο βρίσκεται σ’ ένα από τα ωραιότερα μπαρ της πόλης, με όνομα λεωφορείου το «360». Εκεί απολαμβάνει κανείς πανοραμική θέα της πόλης, καθώς και άψογο φαγητό και σέρβις. Όμως το ενδιαφέρον μου εστιάστηκε σε μια κοπέλα που ανέβηκε σ’ ένα τραπέζι, κατ’ εμέ για να χορέψει αισθησιακά προς τέρψη των θαμώνων, όπως είθισται στην Αθήνα, στην πραγματικότητα για να μας εκστασιάσει μ’ ένα βιολί που σιγοντάριζε αριστοτεχνικά ένα ροκ κομμάτι επισφραγίζοντας την πεποίθησή μου για το εκλεπτυσμένο γούστο μιας ιδιαίτερα κοσμοπολίτικης αστικής ελίτ που ανέκαθεν χαρακτήριζε την κοινωνία της Κωνσταντινούπολης.
Μουντζούρα και τουλίπες σ’ όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου στην παραλιακή λεωφόρο μεταξύ Καμπατάς και Καράκιοϊ επιτείνουν τη σύγχυση μόνο των αμύητων από τους σαρδελοποιημένους επιβάτες του μετρό που κατευθύνονται από τη βορειοανατολική πλευρά του Βοσπόρου, το λεγόμενο Μπέγιογλου, στη νοτιότερη Παλιά Πόλη, αφού πρώτα διασχίσουν πεζή την περίφημη γέφυρα του Γαλατά την ώρα του δειλινού. Όποιος περάσει τη γέφυρα άλλη ώρα θα χάσει τη μεγαλειώδη αυτή άποψη της Πόλης των Πόλεων, όταν το πορφυρό και το χρυσό παρέχουν γενναίες δόσεις βυζαντινού μεγαλείου που επιπλέει για λίγο ραχατλίδικα πριν βυθιστεί σε μια θάλασσα στενή - σ’ αντίθεση με το γνωστό τραγούδι που τη θέλει πλατειά - εξ ου και μπογάζ = στενό, όπως αλλιώς λέγεται ο Βόσπορος.
Οδηγίες για την απόκτηση εισιτηρίου στο μετρό δίνονται από τους πρόθυμους διαβάτες σε αγγλικά -αν είναι κανείς τυχερός-, σε τουρκικά και στη νοηματική της ανατολικής μεσογείου που λίγο - πολύ όλοι γνωρίζουμε. Αν δεν κατανοούνται οι χειρονομίες, εστιάζουμε στο βλέμμα. Το μάτι τα λέει και τα κάνει όλα. Με το μάτι συνεννοούμεθα, ερωτοτροπούμε, αλατίζουμε - κατά την Τενεδιά γιαγιά μου - το φαΐ και ενίοτε ματιαζόμαστε. Οι Κωνσταντινουπολίτες, μάλιστα, αν κρίνω από την απίστευτη πληθώρα από ματάκια που κατακλύζει την αγορά, θα πρέπει να είναι οι μισοί σαββατογεννημένοι κι οι άλλοι μισοί πανέμορφοι.
Απ’ ό,τι κατάλαβα, τα ματάκια θα πρέπει να προφυλάσσουν τους ελαφρά ντυμένους κατοίκους κι από το ρωσικό ψύχος που κατεβαίνει από τη Μαύρη Θάλασσα παγώνοντας το αίμα μου και ακυρώνοντας την όποια στυλιστική μου άποψη, αναγκάζοντάς με να κυκλοφορώ ντυμένη σαν κρεμμύδι, τουρκιστί: σουγάνι. Κι αφού μιλάμε για φαγητό δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στη λεγόμενη παλατιανή κουζίνα που, αντίθετα απ’ ό,τι νόμιζα, αποφεύγει τα πολλά μπαχαρικά και τα παραμαγειρεμένα λίπη βασιζόμενη στα μαγειρευτά και στα άπειρα χορταρικά, τύπου αρμυρικιού, που συνοδεύουν τα γοφάρια και τα καλκάνια, για να μας μπουχτίσει ευχάριστα με το βουβαλίσιο καϊμάκι και τα σιροπιαστά με το φιστίκι και να μας δροσίσει μ’ έναν απολαυστικό χυμό από ρόδι ή ένα αριάνι. Αυτή είναι η δική μου εκδοχή της αυτοκρατορίας των αισθήσεων. Δυο κιλά πώς θα τα χάσω δεν ξέρω.
Η θλιβερή αυτή κατάληξη της γαστριμαργικής απόλαυσης συνάδει με τη λυπημένη χαρά του επισκέπτη της Αγιάς Σοφιάς, καθώς αντικρίζει τα περασμένα μεγαλεία - και διηγώντας τα να κλαις. Το ωραιότερο μνημείο της βυζαντινής εποχής με τα εναπομείναντα ψηφιδωτά και το μυστηριακό φως του γυναικωνίτη, που παραπέμπει στο ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως του αλλόφρονα Βιζυηνού, ανακινεί το γνώριμο συναίσθημα του Έλληνα, αυτό που ονομάζω «στεναχωρημένο κέφι». Την ίδια αίσθηση που δημιουργούν τα χαρούμενα, πλην ξεθωριασμένα, χρώματα των πολυώροφων σπιτιών της Πόλης, η υπόλευκη ατμόσφαιρα «fin de siècle» στην Πρίγκηπο, τα μολυσμένα νερά του Βοσπόρου, η άγρια νοσηρή χαρά της οδήγησης στο κυκλοφοριακό κομφούζιο με το χάρο να μας γνέφει στο πρόσωπο χαμογελαστού φορτηγατζή, καθώς προσπερνάει σε απόσταση σκορδάτης αναπνοής.
Έδωσ’ ο Αλλάχ και επέζησα, να τα θυμάμαι και να σας τα ιστορήσω.