Ο Γιώργος Σιπητάνος πέθανε εντελώς ξαφνικά στις 27 και κηδεύτηκε στις 28 Απριλίου 2009, στη Θεσσαλονίκη, λίγες μέρες μετά την ονομαστική του γιορτή. Στην κηδεία του συνέρευσαν όλες οι γενιές της μαχόμενης Ελλάδας, στην 20ετία 1960 - 1980
Ο Γιώργος Σιπητάνος πέθανε εντελώς ξαφνικά στις 27 και κηδεύτηκε στις 28 Απριλίου 2009, στη Θεσσαλονίκη, λίγες μέρες μετά την ονομαστική του γιορτή.
Στην κηδεία του συνέρευσαν όλες οι γενιές της μαχόμενης Ελλάδας, στην 20ετία 1960 - 1980. Η γενιά του 114 και του 15%, της αντίστασης κατά της χούντας, της μεταπολίτευσης, της οικοδόμησης της Δημοκρατίας μετά την λαίλαπα των επίορκων συνταγματαρχών. Για να τιμήσουν έναν αγωνιστή, που δεν θέλησε ποτέ να πει τι έκανε, πόσο βασανίσθηκε, πόσο υπέφερε, κυρίως όμως δεν θέλησε ανταλλάγματα γι’ αυτό που έπραξε.
Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη το 1940 από Ναουσαίους γονείς, τελείωσε την Νομική Σχολή, χωρίς να χρησιμοποιήσει τους τίτλους της, επιλέγοντας να απασχοληθεί στην οικογενειακή επιχείρηση, ειδών συσκευασίας.
Στην δεκαετία του ‘60 υπήρξε ηγετικό στέλεχος της Νεολαίας του Κέντρου, αρχικά της ΟΝΕΚ και ύστερα της ΕΔΗΝ, χωρίς ποτέ να επιδιώξει δημόσια αξιώματα, είτε στην φοιτητική του ζωή είτε αργότερα. Οργανωτικός, φιλοσοφημένος, πολιτικά καταρτισμένος, βρισκόταν πάντα πίσω από τους προβεβλημένους, τους οποίους καθοδηγούσε και συμβούλευε. Γι’ αυτό και οι φίλοι του, πειράζοντάς τον, τον αποκαλούσαμε «άνθρωπο των παρασκηνίων», εισπράττοντας ένα γλυκό, με μια σπίθα ειρωνείας, χαμόγελο.
Με την επιβολή της δικτατορίας ήταν απ’ αυτούς που έμειναν εκτός φυλακών. Άλλωστε η κεντρώα ταυτότητά του δεν απασχολούσε τους επικεφαλής των υπηρεσιών «ασφαλείας». Εξακολουθούσε να εργάζεται, να βγαίνει μα τους φίλους του, να κινείται ελεύθερος. Ώσπου την άνοιξη του 1968, ένα σχεδόν χρόνο μετά την εγκατάσταση της χούντας, έσκασε το νέο. Ο Γιώργος, μαζί με τον διανοητή και συγγραφέα Παύλο Ζάννα, τους δικηγόρους Σωτήρη Δέδε και Στέλιο Νέστορα, τον μηχανικό Άλκη Μαλτσίδη και τον καθηγητή αγγλικών Κώστα Πύρζα, συνελήφθησαν ως στελέχη της «Δημοκρατικής Άμυνας» και λίγο αργότερα δικάστηκαν από στρατοδικείο της Χούντας και καταδικάστηκαν βεβαίως. Ο Γιώργος σε κάθειρξη εξίμισι χρόνων. Η τραγική ειρωνεία ήταν ότι η δίκη τους έγινε στο κτήριο που στεγαζόταν το αρχοντικό της γιαγιάς του Παύλου Ζάννα, της Πηνελόπης Δέλτα. Σ’ όλη την διάρκεια της δίκης, που κράτησε πάνω από δέκα μέρες, μια ήταν η απορία των ανεγκέφαλων ένστολων, που παρίσταναν τους δικαστές. «Πώς εσείς, προερχόμενοι από την αστική τάξη, συνεργασθήκατε με τους κομμουνιστές, για να ανατρέψετε την εθνική κυβέρνηση;» Και παρά τα όσα άκουσαν από τους δικαζόμενους και τους συνηγόρους τους, έμειναν με την απορία.
Στην απολογία του ο Γιώργος, είπε τα πάντα, εκτός από ένα. Τον τρόπο και την ένταση με την οποία βασανίσθηκε για να μιλήσει, και είναι βέβαιο ότι ήξερε πολλά. Ούτε και μετά υπέβαλε μήνυση κατά των βασανιστών του. Τότε το κρίναμε ως λάθος του. Αυτό όμως που ήθελε να αποφύγει, πάση θυσία, ήταν η τυχόν ηρωοποίησή του.
Στη φυλακή, όπου έμεινε μέχρι την αμνηστία του 1973, σφυρηλατήθηκε ο δεσμός του με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, με τον οποίον άλλωστε γνωρίζονταν από την συμμετοχή τους στους αγώνες του 114 και του 15%. Και από τότε συντόνισαν τον βηματισμό τους. Μαζί υπήρξαν ιδρυτικά μέλη του ΠΑΣΟΚ και μαζί διαγράφηκαν, μαζί ηγήθηκαν της Σοσιαλιστικής Πορείας και μαζί στελέχωσαν τον Συνασπισμό. Ο Γιώργος όμως παρέμεινε ο αφανής, πλην ακούραστος εργάτης, του αγώνα για την καταξίωση, αυτό που παλιότερα αποκαλούσαμε, «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», δηλαδή την ουσιαστική κυριαρχία της Δημοκρατίας. Χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς και εξειδικεύσεις, που πάντα αλλοιώνουν την εφαρμογή της.
Στην κηδεία του θρήνησαν όλοι. Όλοι όσοι, ανεξάρτητα από κομματικές τοποθετήσεις, έδωσαν κάτι από το είναι τους, για την Δημοκρατία και την Ελευθερία. Το πλήθος των φίλων, των συντρόφων και των συναγωνιστών θα προκαλούσε, ίσως κάποια δυσφορία στον Γιώργο, όχι γιατί δεν ήθελε την αγάπη τους, αλλά γιατί θα νόμιζε ότι έγινε αιτία να προβληθεί και να δημιουργήσει θόρυβο γύρω απ’ το όνομά του. Τέτοια ήταν η σεμνότητά του.
Σ’ αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο, τον γενναίο αγωνιστή, τον μεγάλο φίλο, δικαιούμαι, νομίζω, να παραθέσω τους παρακάτω στίχους. Μπορεί να μην έχουν την λογοτεχνική αξία που του έπρεπε, είναι όμως γραμμένοι με την καρδιά:
Παρατάχθηκαν οι φίλοι,
επί πολλαπλών ζυγών,
να προσκυνήσουν τις πληγές σου,
που ποτέ δεν έδειξες
κι ούτε καν μίλησες γι’ αυτές.
Άκουσαν τον άλλο,
αυτόν που ευλογούσε
τις μαστιγώσεις και τους ραπισμούς,
τις μαύρες αξημέρωτες νύχτες,
να ζητάει συγχώρεση.
Όχι γι’ αυτόν, αλλά για σένα.
Για σένα που δεν γόγγυσες,
δεν βαρυγκώμησες,
δεν καταράστηκες,
δεν εξαργύρωσες.
Τρόμαξαν οι φίλοι,
αλλά δεν έλυσαν τους ζυγούς.
Βάδιζαν και βάδιζαν,
δίπλα σου
ώσπου να ξεπλυθεί η αμαρτία του άλλου.
Γιατί εσύ την αμαρτία
δεν γνώρισες.
Μακάρι να υπήρχαν πολλοί Σιπητάνοι, στο πολιτικό μας στερέωμα.
13.5.2009