Το Ψαράκι το έφερε στο δρόμο μου η Ζωή, πριν ένα χρόνο περίπου. Είναι το πρώτο ζωντανό πλάσμα εδώ κι αρκετό καιρό που μου θύμισε πώς είναι να νοιάζεσαι και να αγαπάς κάποιον.
Το Ψαράκι το έφερε στο δρόμο μου η Ζωή, πριν ένα χρόνο περίπου. Είναι το πρώτο ζωντανό πλάσμα εδώ κι αρκετό καιρό που μου θύμισε πώς είναι να νοιάζεσαι και να αγαπάς κάποιον. Έχει δυο υπέροχα μάτια, που με κοιτάζουν εξερευνητικά μέσα από τη γυάλα του κι όταν το πλησιάζω, κουνά την ουρά του κι απομακρύνεται. Καταλαβαίνει ότι θέλω τόσο πολύ να το αγκαλιάσω! «Κοντά τα χέρια σου, εκτός κι αν σκοπός σου είναι να προκαλείς δυσφορία σε κάποιον και να τον ενοχλείς» νομίζω ότι γράφουν οι μπουρμπουλήθρες που ανεβαίνουν και σκάνε στην επιφάνεια του νερού. «Γιατί δεν το καμακώνεις;» «Δε θέλω, θα πονέσει.»
Από τότε που μπήκε στη ζωή μου, την έχει μεταμορφώσει. Είναι το μοναδικό πια πλάσμα επί γης, που μου γεννά την ανάγκη να το προστατέψω: Από τις γάτες, τα αγκίστρια, τα μεγάλα ψάρια, τις φουσκοθαλασσιές. Έχω τσακωθεί με όλον τον κόσμο, ώστε κάθε Δευτέρα και Παρασκευή να μπορώ να το χαζεύω με τις ώρες.
Το Ψαράκι μου είναι σαφώς καλλιτεχνική φύση και μάλιστα με μεγάλο ταλέντο. Αυτό αποδεικνύεται κι αστρολογικά: Έχει Ερμή στην καρδιά του Ήλιου, στους Ιχθύες κι ακριβείας τρίγωνο Άρη - Ποσειδώνα. «Ιχθύς έγινε τώρα;», με κοροϊδεύει η Μάγδα! «Κόβω το κεφάλι μου. Έχει γενέθλια στις 13 Μαρτίου.» «Χρονιά δεν αλλάζουμε;» «Επ’ ουδενί!» «Και πού το ξέρεις;» «Ε, δεν το ξέρω. Το υποθέτω, αλλά ας το ρωτήσω: Ψάρι μου, ψαράκι μου, πότε είσαι γεννημένο;» «Να με παρατήσεις ήσυχο. Ξεκόλλα!»
«Πώς του επιτρέπεις να μιλά έτσι;» «Δεν επιτρέπω. Μόνο του πήρε θάρρος!» «Τι σκέφτεσαι;» «Μου περνά από το μυαλό ότι με δίνει.» «Και αν ισχύει, τι κάνεις;» «Εκεί θες να πας, καλό μου; Να σε βοηθήσω να μην κοροϊδευόμαστε», θα έλεγα: «Πάρ’ το, κυρία μου, γιατί θα το κρατήσω κι ύστερα δε θα φεύγει με τίποτα.»
«Σιγά μην το έδινες!» «Εννοείται, αλλά, αν ήθελε να φύγει, δε θα το σταματούσα.» Πλησιάζω τη γυάλα: «Να δω αν θα βρεθεί άλλος άνθρωπος να θέλει να σε βλέπει κλεφτά κάθε μέρα χαράματα κι αργά το βράδυ.» «Τι σου απάντησε, καλέ;», ειρωνεύεται η επιστήμων. «Είσαι άκρως απωθητική. Άλλαξέ μου το νερό και να μη με ξαναενοχλήσεις.»
Το Ψαράκι μου το πετάξανε πρόσφατα στη στεριά, του έπεσε βαρύ το οξυγόνο και ξεσπάει παντού, και σε μένα. Από τη μια θέλω να το δείρω, μιλάμε για πολύ ξύλο, από την άλλη δεν αντέχω να υποφέρει. Μ’ αρέσει κατά βάθος που αγριεύει.
«Τι τρώει;» «Δεν πολυτρώει. Καπνίζει συνεχώς, με τόσο καπνό μέσα στη γυάλα θα γίνει delikatessen.» «Γιατί δεν πάμε μια βόλτα, βαρέθηκα να κάθεσαι και να το κοιτάς.» «Εγώ πάλι βαρέθηκα τον κόσμο και τη φασαρία. Δε μου αρέσουν πια τα φώτα, τα θεάματα και τα κουλτουριάρικα. Μόνον εδώ είμαι ευτυχισμένη.» «Σε μια σχέση χωρίς σωματική επαφή;» «Στη μαγεία! Το Ψαράκι μου έχει την ιδιότητα που λέει ο Πλάτωνας ότι έχει μόνο το σελάχι: ναρκώνει όποιον πλησιάζει, κάνοντάς τον θύμα της γοητείας του.»
«Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Να μάθω τη γλώσσα του και να κάνω πλαστική: θα βάλω βράγχια. Άραγε θα αντέξω κάτω από το νερό ή θα με σκάσει; Δε λέει ο Αλχημιστής πως το σύμπαν συνωμοτεί στο πλευρό όποιου θέλει κάτι πολύ;» Μπουρμπουλήθρες ανεβαίνουν. «Τι είπε;» «Θα θυμώσω!»
Χτυπώ δυνατά τη γυάλα: «Θύμωσε, ρε! Θα αρπαχτούμε, θα έρθουν τα εκατά, θα δείξεις ταυτότητα και θα κουβαλήσω το Λεφάκη, μάρτυρα παλιοψεύτη! Εν τω μεταξύ, κλείσε τα ματάκια, άσε μακριά ό,τι σε πληγώνει κι έλα να σου πω ένα παραμυθάκι να κοιμηθείς… Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ψαράκι…»