Ο Γιώργος Καρτέρης στο περιοδικό «Ένεκεν»

01/07/2012 - 05:56
Στο τελευταίο τεύχος της Επιθεώρησης Πολιτισμού «Ένεκεν», που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη από το Γιώργο Γιαννόπουλο και κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα, περιέχεται ως ένθετο, σε ξεχωριστή έκδοση, ένα διήγημα του συμπατριώτη μας βραβευμένου πεζογράφου και ποιητή Γιώργου Καρτέρη «Σοσιαλιστικά Χριστούγεννα».
Στο τελευταίο τεύχος (15 / Ιανουάριος - Μάρτιος 2010) της Επιθεώρησης Πολιτισμού «Ένεκεν», που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη από το Γιώργο Γιαννόπουλο και κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα, περιέχεται ως ένθετο, σε ξεχωριστή έκδοση, ένα διήγημα του συμπατριώτη μας βραβευμένου πεζογράφου και ποιητή Γιώργου Καρτέρη «Σοσιαλιστικά Χριστούγεννα».

Να ένα μικρό απόσπασμα: «Θυμούμαι τον εαυτό μου και μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα. Τον θυμούμαι τέτοιες μέρες, παραμονή Χριστουγέννων συγκεκριμένα. Ήμουνα στην έκτη δημοτικού και ανεξάρτητα τι έλεγε ο πατέρας μου, εμένα τα δέντρα μου άρεζαν. Μου άρεζε γενικά η αφθονία, η πολυτέλεια, το λούστρο, η χυδαιότητα, πες, των γιορτών. Ο λόγος που θέλω να κλαίω έχει να κάνει με την απόφασή μου να πάρω τους δρόμους, πόρτα πόρτα να λέω τα κάλαντα, μόνο και μόνο για να στολίσουμε δέντρο, ένα ψεύτικο έλατο δηλαδή. Να βάλουμε φωτάκια, ασημένιες μπάλες, καμπανούλες, χιόνια, αστράκια και κάτι συμπαθητικούς χοντρομπαλάδες αγιοβασίληδες από πεπιεσμένο χαρτί. Όταν το είπα στη μάνα μου, όπως κάθε φορά που της το ’λεγα στο παρελθόν, απάντησε πως δεν έχουμε λεφτά για πέταμα. Μάλλον δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τον πατέρα μου, να στολίσει δέντρο κάτω απ’ τη μύτη του, ίσως να το θεωρούσε πρόκληση. Βρήκα και γω τότε μια κυλινδρική λεπτή σιδερόβεργα, τη στράβωσα με χίλια ζόρια και την έκανα τρίγωνο· ψηλά, στην κορυφή, έκανα μάτι για να περάσει ο σπάγκος θηλιά και να μπορώ να το κρατάω.
Άκουσα πως στο Ψυχικό, το Παλιό - δεν υπήρχε Νέο τότε -, φυσάγανε το παραδάκι. Βγήκα στη γύρα λοιπόν και περιφερόμουν έξω απ’ τις βίλες γεμάτος φόβο και δέος. Δεν τολμούσα να χτυπήσω κουδούνι. Ένιωθα σα ζητιάνος, τιποτένιος, με το κωλοτρίγωνο στο χέρι που, παρότι το έτριψα καλά με σύρμα να γυαλίσει, συνέχισε να είναι σκουριασμένο. Ήμουν γιος κομμουνιστή, πώς θα άπλωνα το χέρι να ζητιανέψω και μάλιστα σ’ ένα μαχαλά που τον κατοικούσαν κεφαλαιοκράτες, εχθροί του λαού, κατά κύριο λόγο! Μου πήγαινε τρεις και μία, έκοβα κύκλους και απόφαση δεν έπαιρνα. Όταν χτύπησα το πρώτο κουδούνι η καρδιά μου βαρούσε ταμπούρλο. Να τα πούμε, είπα όταν άνοιξε η πόρτα και, πριν ακούσω καλά καλά την απάντηση, άρχισα το Καλήν ημέρα. Τι έκανα, γαμώτο! Μου ’χε κοπεί η ανάσα από τη μια κι από την άλλη ήμουν παράφωνος, γνωστός κι επικηρυγμένος. Και του χρόνου, χρόνια πολλά, δε μ’ άφησε να συνεχίσω, μια κυρία, γύρω στα σαράντα, φορούσε κουμπωτή ρόμπα και παντούφλες από γούνα. Καθώς σήκωσε το χέρι να με ελεήσει η ρόμπα μισάνοιξε και φάνηκε λίγο απ’ το στήθος της. Έπιασα να τρέμω. Τι απρόοπτο ήταν αυτό! Τώρα είχα έναν ακόμη λόγο να αγωνιώ.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey