Θυμάμαι, σαν τώρα, ένα περιστατικό ως προσωπική εμπειρία ζωής: ήταν ένα σύνηθες μεσημέρι σ’ ένα φοιτητικό εστιατόριο του Πανεπιστημίου της Τουλούζης, τέλη των ’70s. Με το δίσκο στα χέρια, έψαχνα να βρω άδεια καρέκλα να κάτσω...
Θυμάμαι, σαν τώρα, ένα περιστατικό ως προσωπική εμπειρία ζωής: ήταν ένα σύνηθες μεσημέρι σ’ ένα φοιτητικό εστιατόριο του Πανεπιστημίου της Τουλούζης, τέλη των ’70s. Με το δίσκο στα χέρια, έψαχνα να βρω άδεια καρέκλα να κάτσω, κοίταζα για τους φίλους μου, επισκοπούσα και το χώρο για καμμιά μοναχική «όμορφη», όταν στην κατάμεστη αίθουσα έπεσε μια περίεργη σιωπή… Κι ύστερα, από κάπου άκουσα ένα δειλό χειροκρότημα, που γρήγορα έγινε θερμό και μαζικό. Δεν κατάλαβα κι έστρεφα δεξιά και αριστερά το κεφάλι να δω την αιτία της εκδήλωσης: μπήκε κάποιος σημαντικός; Κυκλοφόρησε κανένα νέο, απ’ αυτά που εγείρουν και δονούν τη νεανική ψυχή; Κοίταζαν όμως, οι συμφοιτητές μου, εμένα! Πέρασαν πολλά από το μυαλό μου: ίσως ότι ήμουν ο νεώτερος εκλεγείς συγκλητικός στην ιστορία των 700 ετών, τότε, του σημαντικότερου τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Γαλλίας - και ξένος! Αμ δε, που ήταν αυτό! Η αλήθεια αποκαλύφθηκε πολύ γρήγορα: όταν μια κοπελιά - ξέρετε μια από αυτές τις άγνωστες Μεγάλες Γυναίκες που ποτέ δε γνωρίσαμε και αγαπήσαμε - πήγε κι έβαλε στα μεγάφωνα ανακοινώσεων της Λέσχης το «Άξιον Εστί», άρχισα να καταλαβαίνω. Η αλήθεια ήταν ότι η «Libération», η εφημερίδα της εναντίωσης, είχε κυκλοφορήσει έκτακτο παράρτημα ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας είχε απονεμηθεί, εκείνο το πρωί, στον Οδυσσέα Ελύτη! Κι είναι αλήθεια, επίσης, ότι μερικές ημέρες προηγουμένως πολλές χιλιάδες ανθρώπων στο Στάδιο της Τουλούζης, κυρίως φοιτητών, είχαν συγκλονισθεί από τη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη, ακριβώς με το «Άξιον Εστί», φωνάζοντας στο τέλος, επί πολλή ώρα «Κi allo, ki allo», ακολουθώντας τους 15 Έλληνες φοιτητές που παρευρίσκοντο. Ας μην ξεχνάμε ότι τα χρόνια εκείνα το όνομα Ελλάδα ήταν το σύμβολο της Ελευθερίας και του Πολιτισμού! Κι εγώ, ως μοναδιαίος Έλληνας που με ήξεραν, δεχόμουν τη δάνειο επικρότηση της βαθειάς τους πίστης κι επιθυμίας.
Πώς πουλήσαμε αυτό το απόλυτο εθνικό κεφάλαιο; Οποίο έγκλημα! Κάντε τη σύγκριση με το σήμερα… μετά από 30 χρόνια κομματοκρατίας, συντεχνιασμού και ιδιοτελούς συνδικαλισμού! Ελλάς, η χώρα της διαφθοράς! Και βεβαίως, είναι απολύτως αδιάφορο το ποιος «ανεπαρκής» το ξεστόμισε σε διεθνή fora όταν αυτήν είναι η συμπαγής εικόνα μας στο εσωτερικό και το εξωτερικό!
Την εβδομάδα που πέρασε, έγιναν πολλά, απίστευτα σημαντικά και γι’ αυτόν τον Τόπο: η διάσωση των μεταλλωρύχων της Χιλής, τα εγκαίνια του Ογκολογικού Νοσοκομείου Παίδων της «Ελπίδας», η ανάληψη της ευθύνης επί της Ακροπόλεως από τον κ. Παπουτσή… Αλλά, κι ένα Νόμπελ Οικονομίας απενεμήθη στο συμπατριώτη μας, εκ Κύπρου, καθηγητή του LSE, κ. Χ. Πισσαρίδη! Αν καλώς κατάλαβα, τίποτα εξ αυτών δε μας συνεγείρει συλλογικώς!
Η σύγκριση μεταξύ τού ’80 της Γαλλίας και τού ’10 της μετα-Ελλάδας οδηγεί στην απόλυτη συντριβή, έναν «περίεργο» κι «ανεκτικό» τύπο σαν εμένα. Η εθνική κατάθλιψη είναι τόσο βαρεία, που ούτε ένα τόσο σπάνιο Νόμπελ δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε. Δείτε τα κανάλια, όλα: κάποια λεπτά σύνδεσης με μια συγκινημένη μάνα στην Κύπρο, κάποια συνέντευξη δευτερολέπτων με τον ίδιο, κι αυτό ήταν! Τελειώσαμε, ακόμα κι αν το Νόμπελ τού απενεμήθη για το κορυφαίο κοινωνικό πρόβλημά μας: τη μελέτη της ανεργίας υπό συνθήκες κρίσης της ελεύθερης αγοράς. Δεν πειράζει, έχουμε τον τέως συνδικαλιστή κ. Κουτρουμάνη και τον «άφθαρτο» ΟΑΕΔ να μας συμβουλεύουν και να πράττουν ακροβατικώς με το πρόβλημα αυτό. Εμείς, δεν έχουμε ανάγκη, άλλωστε, ως Πολιτεία: έχουμε αυτόν τον Ιταλό πρώην υπουργό Οικονομικών - και νυν τηλεοπτικό νούμερο στην πατρίδα του - να μας συμβουλεύει σε επίπεδο πρωθυπουργού, μεταξύ όλων των άλλων, για σχετικά ζητήματα…
Αν η οικονομία είναι ψυχολογία, όπως ακούμε συστηματικώς από τα κανάλια και κατ’ επέκταση εκ των υπεύθυνων πολιτικών, κατά τη διδαχή των σοφών, έχω - δεν τολμώ να πω έχουμε - μεγάλο πρόβλημα: η κατάθλιψη σαρώνει τα πάντα. Μόνο που δεν μπορούμε να δούμε ούτε τους σχετικούς δείκτες αξιολόγησής της! Αδιαφορία, σιωπή και αγνόηση… Αυτά σκεφτόμουν, αναθυμόμουν, αυτές τις ημέρες, όταν ανάβλυσε στην ψυχή μου ένα νεοκυματικό τραγουδάκι των νιάτων μου, ως απάντηση του περιστατικού: «… νόμιζα πως ονειρευόμουν / ψίθυροι μοιάζαν μακρινοί / σαν να τραγούδαγαν ποτάμια, πουλιά και ουρανοί Κάποιος γιορτάζει πού να ξέρω / πού να θυμάμαι, τι να πω / κάποιος γιορτάζει κι ησυχάζει / δε με νοιάζει / κάποιος γιορτάζει, μα το βρήκα / είμαι Εγώ …». Και «πέθαινα», για μια ακόμα φορά, ως πολίτης, ως Έλληνας, μ’ αυτήν τη σύγκριση. Ναι, ο Παπανδρέου έχει δίκιο: πάσχω από κατάθλιψη, από εθνική κατάθλιψη, στη χώρα της διαφθοράς, μόνο που αυτός - αυτοί - δεν έχει ιατρικό πτυχίο, κάθε πτυχίο άλλωστε, στην ειδικότητα που μας χρειάζεται συλλογικώς!
Αυτό το τραγουδάκι, Γιώργο και οι λοιποί, είναι η εθνική και προσωπική κατάθλιψη… Και το φάρμακο ευρίσκεται στη συλλογικήν αυτο-ίαση: «… μη, παρακαλώ σας, μη, λησμονάτε τη χώρα μου…» Εσείς, λέγετε ό,τι θέλετε με τον κ. Γιούνκερ!