Η τελευταία γεννημένη στη Μυτιλήνη απόγονος της οικογένειας του Χαλήμ Μπέη, άφησε προχθές την τελευταία της πνοή στην Κωνσταντινούπολη και ''επέστρεψε'' για πάντα στη Μυτιλήνη.
Τη συνάντησες το 2003, μέρες εκδηλώσεων για τα 80 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης, σε ένα διαμέρισμα στο Τεεσβικιέ της Κωνσταντινούπολης, απέναντι από το ιστορικό χτισμένο από το σουλτάνο Αμντούλ Μετζήτ στα μέσα του 19ου αιώνα ομώνυμο τζαμί.
Η γιαγιά Μουζντάν, με συντροφιά ό,τι της απέμεινε… Από τα σερβίτσια του πατρικού της σπιτιού. Τρία κεντήματα που της χάρισε εκείνο το μακρινό 1922 μια οικογένεια Αϊβαλιωτών προσφύγων, με τους οποίους η οικογένειά της μοιράστηκε το πατρικό της αυτό σπίτι… Με συντροφιά ακόμα φωτογραφίες. Από τη μακρινή της πατρίδα, τον τόπο που γεννήθηκε. Τις φωτογραφίες που τράβηξε ο πατέρας της και κρατούσε πάντα κάτι σα φυλαχτό…. Τις φωτογραφίες από τη Μυτιλήνη της. Τη Μυτιλήνη στην οποία η γιαγιά Μουζντάν επέστρεψε για πάντα προχθές… Οι ψυχές δεν αναγνωρίζουν σύνορα, μήδε συνθήκες ανταλλαγής πληθυσμών… Αυτές τουλάχιστον είναι λεύτερες.
Η Μουζντάν ήταν η μικρή κόρη του άρχοντα της Μυτιλήνης Σουφί Μπέη, γιου του ονομαστού Χαλήμ Μπέη. Το σπίτι της στην περιοχή του Τσινάρ Τζαμί, στη σημερινή οδό Χατζηγρηγόρη, στον Α΄ Παιδικό Σταθμό της πόλης. Αλλά οι σημαντικότερές της μνήμες ήταν από το σπίτι του πανύψηλου παππού της, όπου οι αστοί Τούρκοι συναντιούνταν και πίναν κονιάκ, χορεύοντας βαλς με Έλληνες και Ευρωπαίους αστούς του νησιού. Την οικογένεια Κουρτζή, το γιατρό Μπαρτζίλη, την οικογένεια του προξένου της Αυστροουγγαρίας Νατάλε.
Εκπαιδευμένη στην ονομαστή Γαλλική Σχολή της Μυτιλήνης με τις Ουρσουλίνες, θυμάται την έκπληξη της οικογένειάς της όταν μεταφέρθηκε στο Αϊβαλί βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης. «Έκπληκτοι ήταν όλοι», λέει, «και περισσότερο με τους ντόπιους Τούρκους που υποδέχθηκαν τους νησιώτες αστούς με νταούλια και ζουρνάδες. Πρώτοι φορά έβλεπα κι εγώ και οι δικοί μου τέτοια όργανα.»
Η γιαγιά Μουζντάν το 2003, στο σπίτι της στην Πόλη. Με ό,τι έμεινε από τα σερβίτσια του Χαλήμ Μπέη και το κέντημα των προσφύγων (πάνω). Στη Μυτιλήνη, στα πόδια του πατέρα της, με τα άλλα μέλη της οικογένειας της
Μνήμες προσφυγιάς
Ιδιαίτερα συγκινημένη η Moυζντάν, αναφερόταν στο διάστημα ανάμεσα στο Σεπτέμβρη του 1922 και στις 13 Οκτωβρίου του 1923, που έφυγε με την οικογένειά της από τη Μυτιλήνη μαζί με τον άλλο τουρκικό πληθυσμό. Όλα τα μέλη της οικογένειας μαζεύτηκαν στο πατρικό σπίτι, το γνωστό αρχοντικό του Χαλήμ Μπέη, τη σημερινή Δημοτική Βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης. Στους κάτω, όμως, ορόφους έμειναν πρόσφυγες Έλληνες, που είχαν έρθει στο νησί από το Αϊβαλί κυρίως. Ανάμεσά τους και τρία κορίτσια με έναν 90χρονο σχεδόν παππού. «Ο πατέρας μου», λέει, «δεν άντεχε να βλέπει το γέροντα να κοιμάται στα πατώματα. Έδωσε εντολή και του πήγαν ένα κρεβάτι και σκεπάσματα. Μέρες αργότερα, τα κορίτσια του μας έφεραν κεντήματα σα δώρο και μας ρώτησαν αν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για εμάς. Πρόσφυγες ήταν, τι να έκαναν; Λίγο καιρό μετά είχαμε την ίδια μοίρα με δαύτους.»
Από το σπίτι πήραν μοναχά ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί. Φωτογραφίες πρώτα, «γιατί δεν ήρθαμε από το πουθενά». Κι ύστερα στρωσίδια και πιάτα και κατσαρόλες. Πρώτος σταθμός, το Αϊβαλί. Η διαδικασία της αποαστικοποίησης και της υποχρεωτικής ένταξης σε ένα ομογενοποιημένο τουρκικό κράτος, που θαρρείς όσοι το συναποτελούσαν δεν είχαν παρελθόν. Κι ύστερα η Κωνσταντινούπολη. Η αφομοίωση…
Τα χρόνια πέρασαν. Έμεινε μοναχά η μνήμη που πλημυρίζει τα γαλάζια μάτια που δεν ξαναείδαν το νησί. «Να μην μπορούν, γιε μου, να ησυχάσουν στους τάφους τους. Να τρίζουν τα κόκκαλά τους και να είναι μια ζωή καταραμένοι.» Κι ύστερα ένα πανέμορφο μυτιληνιό δείπνο με αρνί φρικασέ και όμορφο κόκκινο κρασί, «σα δαύτο που βγάζαμε στη Νιχτάντα…». Και το κατευόδιο. Η ευχή της γιαγιάς Μουζντάν που προχθές άφησε την τελευταία της πνοή. Πνοή κατάρα του πρόσφυγα, όλων των προσφύγων, της μιας ή της άλλης πλευράς, «για όσους φταίνε για ετούτο το κακό».
Μυτιληνιές ιστορίες
Χτισμένο στα 1879, το αρχοντόσπιτο της οδού Χατζηγρηγόρη που γκρεμίστηκε τον Οκτώβριο του 1990 βρισκόταν πολύ κοντά στο Τσινάρ Τζαμί της Μυτιλήνης, το σημερινό Α΄ Κρατικό Παιδικό Σταθμό. Τόπος κατοικίας εύπορων Μυτιληνιών η γύρω από το τζαμί περιοχή, που πλέον είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται ως «συνήθης τόπος εκτελέσεων».
Από την ονομασία του τζαμιού βαφτίστηκε και όλη η περιοχή, Τσινάρ τζαμί λεγόταν ως τη δεκαετία του 1950. Πάνω από το τζαμί ήταν τα «Αραπίν’κα», τόπος κατοικίας των μαύρων δούλων στα αρχοντόσπιτα των Τούρκων μετά τη «συνταξιοδότησή» τους, ενώ τα σπίτια που σώζονται μέχρι και σήμερα μαρτυρούν μια πραγματικά «χρυσή» περίοδο. Είναι αυτή η περίοδος που ο γιος του άρχοντα της Μυτιλήνης, του Χαλήμ Μπεη, ο Σουφί, κατοικεί με την οικογένειά του, στο αρχοντόσπιτο της οδού Χατζηγρηγόρη. Παιδιά του Σουφί Μπέη η Ντουριγιέ, ο Φερίχ, ο Σεμίχ και η Μουζντάν.
Στις 13 Οκτωβρίου του 1923, σύμφωνα με τη μαρτυρία των απογόνων του Σουφί Μπέη, σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης με το πλοίο «Baris» («ειρήνη» στα τουρκικά) αποχωρούν από το νησί όλα τα μέλη της οικογένειας του Σουφί Μπέη. Λίγο όμως προτού αναχωρήσει ο Σουφί Μπέης, φροντίζει να καταγράψει με τη φωτογραφική του μηχανή τη διαδικασία της αποχώρησης του τουρκικού σύνοικου έως τότε με τους Έλληνες στοιχείου της πόλης. Αλλά και την πόλη που άφηνε πίσω του. Αυτές οι φωτογραφίες μαζί με την πόλη στην οποία κατευθύνθηκε, αποτελούν πολύτιμα ιστορικά ντοκουμέντα για τις δυο πόλεις εκείνη την εποχή. Μαζί δε με άλλες φωτογραφίες και μια καρτ ποστάλ, αποτελούσαν το πολύτιμο αρχείο της οικογένειας των Κουλαξίζηδων, όπως αποκαλούσαν την οικογένεια αυτή οι χριστιανοί κάτοικοι της Λέσβου. Το αρχείο αυτό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αιολίδα» σε μια καλαίσθητη κασετίνα και διατίθεται από το κατάστημα «οδός Αλκαίου» στην οδό Αλκαίου της Μυτιλήνης. Ως μια πρώτη απόπειρα ξαναγραψίματος της ιστορίας, ενός τουλάχιστον τμήματος, της φαμίλιας, που με πρώτο το Ναζίρ Μουσταφά Αγά Κουλακσίζ Ζααδέ σφράγισε τη λεσβιακή ιστορία επί 120 χρόνια, από τις αρχές του 19ου αι. έως το 1923.
Η εμφάνιση του «προπάτορα»
Ο Μουσταφά Κουλαξίζης εμφανίσθηκε ξαφνικά στη μυτιληνιά ιστορία στις αρχές του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σαμάρα στο βιβλίο του «Κουλαξίζηδες», ήταν γιος ενός ζαμπίτη (χωροφύλακα της εποχής), του Μπερμέρ Αχμέτ από την Καλλονή, που χρωστούσε το όνομά του στο ότι ένα βράδυ μάλωσε με έναν άλλον ομοβάθμιό του και πάνω στο πάλεμα έχασε το μισό αυτί του. «Κουλάκ σιζ», δίχως αυτί δηλαδή, το παρατσούκλι έγινε όνομα οικογενειακό.
Σύμφωνα πάλι με την οικογενειακή παράδοση, ο Μουσταφά Κουλαξίζης ήρθε στη Μυτιλήνη μωρό παιδί, στην αγκαλιά της μάνας του. Ο πατέρας του, Μεχμέτ Αγάς, από τους αφεντάδες των γενιτσάρων στην Κιουτάχεια, είχε χάσει το αυτί του σε μια μάχη, την τελευταία προτού τραβήξει κατά την Τραπεζούντα όπου και παντρεύτηκε. Στην Τραπεζούντα γεννήθηκε ο Μουσταφά, που όμως έμεινε σύντομα ορφανός, μια κι οι μπαρμπάδες του σκότωσαν τον αδελφό τους και πατέρα του. Η μάνα τότες τον άρπαξε κι έτρεξε στη Μυτιλήνη στο σπίτι ενός θείου της. Σε αυτό το μυτιληνιό σπίτι μεγάλωσε ο Μουσταφά, που τράνεψε κι η φήμη του έφτασε μέχρι το παλάτι του σουλτάνου που τον διόρισε Ναζίρη. Εκπρόσωπό του δηλαδή, ανώτατο διοικητή της περιοχής της Μυτιλήνης και των απέναντι ακτών.
Χάρη στη φήμη του, όμως, ποτέ και κανένας δε γίνεται αφέντης ενός τόπου. Σε αυτό το σημείο αρχίζει ο ρόλος της ιστορικής έρευνας για το ρόλο του Μουσταφά Αγά Κουλακσίζ Ζααδέ. Η συμμετοχή της Λέσβου στα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 επιτρέπει την ανάδειξη του Μουσταφά Αγά σε κυρίαρχη στο νησί μορφή. Η πυρπόληση του σουλτανικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Παπανικολή στις 27 Μαΐου 1821 δίνει την αφορμή για τη γνωστή σφαγή στο Αϊβαλί στις πρώτες μέρες του Ιουνίου, αλλά και λίγες μέρες πριν τη σφαγή Μυτιληνιών χριστιανών τη μέρα της πυρπόλησης του δίκροτου, γνωστή ως «μεγάλο τζουλούσι». Σύμφωνα με Κώδικα της Μητρόπολης Μυτιλήνης, την Πέμπτη 27 Μαΐου 1821, σφάχτηκαν στην αγορά της Μυτιλήνης 43 χριστιανοί και λεηλατήθηκαν σπίτια και μαγαζιά. Ακόμα δυο σκοτώθηκαν στην περιοχή Κεραμειών. Όλοι τους από εξαγριωμένα μπουλούκια ατάκτων από την ασιατική ακτή, τους γνωστούς βασιβουζούκους, με τους οποίους είχε ενισχυθεί δεδομένης της Ελληνικής Επανάστασης η φρουρά της Μυτιλήνης. Αργότερα στο συνήθη εκτός κάστρου τόπο εκτελέσεων, στην περιοχή της Παπτσούδας, κοντά στο σημερινό Α΄ Παιδικό Σταθμό, εκτελούνται με απαγχονισμό από όργανα της οθωμανικής αρχής οι Φιλικοί Γιαννάκης Λεμονής ή Κοντογδής και Χατζηγρηγόρης Ιωάννου. Σύμφωνα πάντα με τον Π.Ι. Σαμάρα στο βιβλίο του «Κουλαξίζηδες», στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τους Έλληνες ενεφανίσθη ο Μουσταφά Αγάς Κουλαξίζης «που βγήκε στους δρόμους με τις παντούφλες και καθησύχασε τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο, σταμάτησε το κακό κι έσωσε τους Μυτιληναίους ραγιάδες από βέβαιη γενική σφαγή».
Τα σπίτια
Ιδιοκτησία του Μεγάλου Ναζίρη Μουσταφά Αγά Κουλαξίζη ήταν μια μεγάλη οικοπεδική έκταση, που άρχιζε από τη σημερινή περιοχή της Επάνω Σκάλας, μπροστά στη μεσαία πύλη του οθωμανικού τείχους του κάστρου, τη γνωστή ως Ορτά Καπού, και κατέληγε στην πάνω μεριά του απέναντι λόφου, στις παρυφές του βακουφιού που ανήκε στον τεκέ του ανεμόμυλου όπου ο σημερινός Συνοικισμός. Σε ένα τμήμα αυτής της έκτασης, εκεί όπου κοβόταν στη μέση η μουσουλμανική μεριά της αγοράς, της σημερινής οδού Ερμού, ο Μουσταφά Αγάς έχτισε το σπίτι του (στη σημερινή οδό Αδραμυττίου) και πολύ κοντά του το μεγαλύτερο και ωραιότερο τζαμί της Μυτιλήνης, το Νέο Τέμενος, το Γενί Τζαμί. Λίγο παραπέρα, έχτισε το μεγάλο λουτρό της αγοράς, το Τσαρσί Χαμάμ. Πεθαίνοντας το 1835, θάφτηκε στο νεκροταφείο του τζαμιού του, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το 5ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης. Εκτός από μια τεράστια περιουσία, ο Μουσταφά Αγάς άφησε και δυο γιους. Τον Ισμαήλ και τον Νιαζί ή Μιντάτ.
Ο πρώτος, από το 1834 έως το 1839 ήταν Ναζίρης της πόλης, πολιτικός δηλαδή και οικονομικός (Μουχασεπετζής) διευθυντής του νησιού. Από το 1839 δε και μετά, με την αναδιάρθρωση του οθωμανικού κράτους, διοικητής (Μουτεσαρίφης). Για την ιστορία του Ισμαήλ Πασά έχουν γραφεί πολλά, αλλά πολλά περισσότερα δεν έχουν γραφεί. Από τα γνωστότερα, πάντως, κομμάτια της είναι το περίφημο αρχοντόσπιτό του, στο οικόπεδο του οποίου σήμερα βρίσκεται χτισμένο το 8ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης.
Στις 13 Οκτωβρίου του 1923, σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης, με το πλοίο «Baris» («ειρήνη» στα τουρκικά) αποχωρούν από το νησί όλα τα μέλη της οικογένειας του Σουφί Μπέη. Ανάμεσά τους κι η μικρή Μουζντάν (η φωτογραφία μαζί με άλλες περιέχονται σε καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων «Αιολίδα» που διατίθεται από το κατάστημα «οδός Αλκαίου» στην οδό Αλκαίου στην κεντρική αγορά της Μυτιλήνης)
Κι ο «αγαπητός» Χαλήμ Μπέης
Ο Ισμαήλ Πασάς είχε τέσσερις γιους και τέσσερις κόρες. Το Σακίρ Μπέη, το Χαλήλ Μπέη, το Μουσταφά Πασά και τον Χαλήμ Μπέη. Κι ακόμα την Μπεϊζά, τη Νεφισέ, τη Γκιουλσούμ και τη Ναϊμέ.
Ο Χαλήμ Μπέης, μικρότερος γιος του Ισμαήλ Πασά, πέρασε και αυτός στη λεσβιακή ιστορία και ιδιαίτερα στην ιστορία της πόλης. Η μνήμη του παραμένει ζωντανή μέχρι και σήμερα χάρη στο αρχοντόσπιτό του, το αρχοντικό του Χαλήμ Μπέη, πολύ κοντά στο αρχοντόσπιτο του παππού του, το οποίο και σήμερα επισκευασμένο χρησιμοποιείται για τη στέγαση της Δημοτικής Πινακοθήκης. Πέθανε το 1920 και θάφτηκε στο οικογενειακό πια νεκροταφείο του Γενί Τζαμί, ενώ ας σημειωθεί ότι τη μέρα της κηδείας του στην ελεύθερη πια Μυτιλήνη έκλεισαν σε ένδειξη τιμής ελληνικά και τουρκικά μαγαζιά της αγοράς.
Παιδιά του Χαλήμ Μπέη ήταν ο Μουχτάρ και ο Σουφί από την πρώτη του γυναίκα, ο Κενάν, καρπός παράνομου έρωτά του με μια από τις υπηρέτριες του σπιτιού, και 11 παιδιά από τη δεύτερη γυναίκα του, τη Βατζιντέ Χανούμ. Επτά από αυτά πεθαίνουν στη γέννα. Τρία, ο Φεριντούν, ο Ρεσάι και η Ντουριγιέ πεθαίνουν σε μικρή ηλικία. Μικρότερο παιδί του Χαλήμ Μπέη, η Τζαβιντέ, γεννημένη το 1901.
Ο… καλλιτέχνης!
Ο Σουφί Μπέης, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, μετακινείται από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί στις 13 Οκτωβρίου του 1923. Πρόχειρα εγκαθίστανται σε κάποιο σπίτι που τους διατίθεται, ενώ τα παιδιά φοιτούν στα σχολεία του αύλειου χώρου του ναού της Παναγιάς των Ορφανών. Τελικά το 1930 εγκαθίστανται μόνιμα σε σπίτι που τους διατίθεται στο Φαληράκι. Η ζωή βέβαια δύσκολη για τον αστό της Μυτιλήνης, που ξαφνικά υποχρεώνεται να ασχολείται με τη γεωργία. Ο οποίος ζει, πάντως, και με την κρυφή ελπίδα της επιστροφής στη Μυτιλήνη. Με την ελπίδα αυτή περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Αϊβαλί. Πεθαίνει το 1934 στο Αιβαλί. Η σύζυγός του και τα παιδιά του μετακινούνται στην Κωνσταντινούπολη σε ένα νοικιασμένο σπίτι στο Γιεσίλ Κιόι.
Η κόρη του Μουζντάν, η τελευταία της φαμίλιας που γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, ζούσε μέχρι προχθές στην Κωνσταντινούπολη.
* Το κείμενο αποτελεί μικρό μέρος έρευνας του υπογράφοντος με τον τίτλο «Το πέρασμα από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί με τη ματιά του Σουφί Κουλαξίζογλου Μπέη τον Οκτώβριο του 1923», που παρουσιάστηκε σε συνέδριο για τις σχέσεις Μυτιλήνης - Κυδωνιών και οργανώθηκε από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.