Κάθομαι, λοιπόν ξανά εδώ σ’ αυτά τα ακρογιάλια, οικεία, αγαπημένα. Εδώ που γεννηθήκαμε, τρέξαμε, παίξαμε, που γελάσαμε, που αγαπήσαμε το νερό, που χαρήκαμε το φως να παιχνιδίζει με τις σταγόνες της θάλασσας, να εισχωρεί στο βυθό, να παίζει με το κύμα.
Κάθομαι, λοιπόν ξανά εδώ σ’ αυτά τα ακρογιάλια, οικεία, αγαπημένα. Εδώ που γεννηθήκαμε, τρέξαμε, παίξαμε, που γελάσαμε, που αγαπήσαμε το νερό, που χαρήκαμε το φως να παιχνιδίζει με τις σταγόνες της θάλασσας, να εισχωρεί στο βυθό, να παίζει με το κύμα.
Εδώ δεθήκαμε άνθρωποι και τοπία, ζωές και θάνατοι. Εδώ πρωτοαντικρίσαμε κι αγναντέψαμε όσο τίποτε άλλο τα «απέναντι» ακρογιάλια. Και μάθαμε, πριν απ’ τα σχολεία, την αληθινή τραγική τους ιστορία. Δεν ακούσαμε άλλα παραμύθια παρά μονάχα τις ιστορίες με τους τσέτες, τις φοβερές σφαγές, τα κυνηγητά, τα δάκρυα… Έρημοι άνθρωποι… Ακόμη θυμάμαι το ξεχασμένο βλέμμα της γιαγιάς μου. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Αναφορές στη δυστυχία και τον κατατρεγμό. Έτσι λοιπόν, διαμορφώθηκε μέσα μου η επιθυμία να ταξιδέψω κάποτε σ’ αυτά τα μέρη.
Κι ήρθε Σεπτέμβρης μήνας, ανάμεσα καλοκαιριού και φθινοπώρου, ένας μήνας ζεστός, γλυκός, με το καλύτερο φως, και διάσπαρτα ακόμη τα όνειρα του καλοκαιριού. Με ξέχειλη ακόμη τη μυρωδιά του βασιλικού και την ανάλαφρη της θάλασσας. Και βρέθηκα εκεί στ’ «απέναντι» παράλια. Πήρα το καραβάκι ένα πρωί απ’ το λιμάνι της Μυτιλήνης κι έφτασα στ’ Αϊβαλί. Φυσούσε δροσερό βοριαδάκι, ανέμιζε τα μαλλιά μου κι έπαιρνε την ψυχή μου… παρηγορούσε τη σκέψη μου. Ξεκινήσαμε αμέσως για μια βόλτα στα Μοσχονήσια και είδαμε τις γειτονιές με τα υπέροχα ελληνικά σπίτια (τώρα τα κατοικούσαν Τούρκοι).
Ο ήλιος ζεστός, έκαιγε τοπία και ανθρώπους. Βουνά, πεδιάδες στο διάβα μας, το ίδιο ξηρά, έρημα, σχεδόν αφιλόξενα. Γυναίκες τυλιγμένες με μαντήλες στα μαλλιά, πιστές στη θρησκεία και στις παραδόσεις τους.
Φτάσαμε στο Αδραμύττι, δεν ήταν πια ένα μικρό χωριό. Το ίδιο και το Κουτσούκ-κουγιού. Θυμήθηκα τη θεία Αριάδνη, γριούλα πια. Πιο κάτω στη θάλασσα φαίνονταν κάτι σπιτάκια, να ήταν εκεί και το δικό της;
Συνεχίσαμε στην ίδια πορεία περνώντας από διάφορα χωριουδάκια φτωχά, σχεδόν εγκαταλελειμμένα. Ο δρόμος μάς έφερε στο Αϊβατζίκ. Σταθήκαμε στο παζάρι. Περπατήσαμε κι εμείς ανάμεσα σ’ όλον αυτόν τον κόσμο. Γυναίκες, ένα γύρω, με μακριά φουστάνια, τυλιγμένες με τις μαντήλες (ποιος Θεός τις θέλει τόσο πιστές και γιατί;). Πραμάτειες πάνω σε πάγκους, από ρούχα έως τρόφιμα, άλλα ριγμένα κάτω σε χαλιά.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας, ενώ ζεστός μας ακολουθούσε ο ήλιος, σύμμαχος στην ερημιά που απλωνόταν. Μεσημέρι πια, φτάσαμε στην Άσσο, αρχαία ελληνική πόλη στην περιοχή της Τρωάδας την οποία ίδρυσαν οι Μηθυμναίοι. Απ’ το κάστρο της αγναντέψαμε τα βουνά της Λέσβου και μπροστά μας το Αιγαίο σε όλη του τη μεγαλοσύνη. Αφού περάσαμε ένα μικρό αρχαίο θέατρο, φτάσαμε στο γραφικό λιμανάκι της Άσσου με τα υπέροχα πέτρινα κτίσματά του, τα παραθαλάσσια εστιατόρια, τα ξενοδοχεία. Ένα μαγευτικό τοπίο όπου από κει χάζευα τα απέναντι χωριά της Λέσβου και στο βάθος αμυδρά το κάστρο του Μολύβου.
Δεν ξέρω γιατί ένιωσα τόση χαρά. Κι ακόμη μεγαλύτερη όταν βράδιασε κι άναψαν όλα τα φώτα του νησιού της Λέσβου, σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι, σαν άστρα στη σιωπή του σύμπαντος. Μα περισσότερο όταν είδα φωτισμένο το κάστρο του Μολύβου και πιο χαμηλά την αγαπημένη εξοχή του Εφταλιώτη και του Βενέζη, τη φημισμένη Εφταλού.