«Άσ’ τα… Ελληνικά πράγματα!»

01/07/2012 - 05:56
Το «Ε» δημοσιεύει σήμερα μια μοναδική αδημοσίευτη συνέντευξή του «αιρετικού» της λεσβιακής διανόησης Μανώλη Καλλιγιάννη, που έφυγε από τη ζωή προχθές Πέμπτη, στο Στρατή Μπαλάσκα, για τον Οδυσσέα Ελύτη, το Μουσείο Τεριάντ και την κλοπή έργων του στην Αθήνα πριν χρόνια.
Ο «αιρετικός» της λεσβιακής διανόησης Μανώλης Καλλιγιάννης, που έφυγε από τη ζωή προχθές Πέμπτη το βράδυ, γεννήθηκε το 1923 στη Μυτιλήνη. Μεγάλωσε δίπλα στα ιερά τέρατα της «λεσβιακής διανόησης», όπως ο Πρωτοπάτσης. Το 1945 μετέβη στη Νότιο Αφρική, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική στο Witwatersrand University του Γιοχάνεσμπουργκ. Το 1949, θέλοντας να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, διέκοψε τις σπουδές του και αποφάσισε να φύγει για το Παρίσι, όπου παρέμεινε επί 30 ολόκληρα χρόνια. Την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί «Arnaud» στη γαλλική πρωτεύουσα ακολούθησε μία σειρά ατομικών παρουσιάσεων στο Άμστερνταμ, την Αμβέρσα, το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη.
Από το 1979 έως το 1999 διήύθυνε το Μουσείο Τεριάντ στη Μυτιλήνη, τοποθετημένος εκεί από τον ίδιο το δημιουργό του Μουσείου, Στρατή Ελευθεριάδη - Τεριάντ. Μετά την αποχώρησή του από το Μουσείο, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κρήτη, στο Βάμο του Ηρακλείου, τόπος καταγωγής του πατέρα του, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή.
Ορόσημο για τη ζωγραφική του θεωρείται το ταξίδι του στη Λέσβο το 1956, που σηματοδοτεί την αρχή της περιόδου της τοπιογραφίας, την οποία αρχικά αποδίδει αφαιρετικά και αργότερα ακολουθώντας την κατεύθυνση της παραστατικής ζωγραφικής.
Το «Ε» δημοσιεύει σήμερα μια μοναδική αδημοσίευτη συνέντευξή του στο Στρατή Μπαλάσκα, που πάρθηκε λίγες μέρες μετά το θάνατο του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Σε αυτή, μιλά για το φίλο του ποιητή, αλλά και ξεδιπλώνει τις σκέψεις του για το Μουσείο Τεριάντ στο οποίο ήταν διευθυντής, τη διάρρηξη στην έκθεση έργων του Μουσείου στην Πλάκα και για μια σειρά άλλων θεμάτων. Αποδεικνύοντας το σπινθηροβόλο της σκέψης του, αλλά και την πραγματικά αιρετική αντίληψη ζωής που τον καθοδηγούσε.



Περί Ελύτη λοιπόν ο λόγος… περί Ελύτη…

«Κοίταξε να δεις, ο Ελύτης είναι τα πρώτα εφηβικά μου ερεθίσματα. Αυτός είναι γεννημένος το ‘11 κι εγώ το ‘23. Επομένως, η διαφορά μας είναι πως όταν εγώ έτρωγα γαριδάκια αυτός ήταν γκόμενος… Λοιπόν, η Μυτιλήνη της εποχής εκείνης… Θυμάμαι ότι ήμασταν με τον Αλβανόπουλο συμμαθητές, εγώ έπαιρνα μαθήματα από τον Πρωτοπάτση και ο Ελύτης τον επισκεπτόταν, μιλάμε τώρα για το 1938, ο άνθρωπος ήταν 20 τόσο χρονών. Εμείς τον θαυμάζαμε… αλλά η οικογένειά του, την οποία έτυχε να γνωρίζω από τον πατέρα μου, και προπαντός ο θειος του ο Ριρής, ο Αριστείδης Αλεπουλέλλης, αναφερόταν στον Ελύτη με άσχημο τρόπο… “Καλέ, ποιος Ελύτης; Αυτός δεν είναι Ελύτης, είναι αλήτης” έλεγε. Διότι ο Οδυσσέας δεν ήθελε ποτέ να κάνει επάγγελμα.»

Μιλάτε με θαυμασμό για τον Ελύτη…
«Θα σου πω κάτι... Ο μεγάλος μου ο θαυμασμός ήταν από τότε. Ενστικτωδώς… Αλλά και αργότερα που έτυχε να τον γνωρίσω πολύ καλά χάρη στον Τεριάντ, στο Παρίσι, και το ‘50 όταν ήρθε και το ‘68 με τη “Μαρία Νεφέλη”· μια φορά τη βδομάδα καλούσε ο Τεριάντ όλον αυτόν τον κόσμο κι εννοώ τον Τσαρούχη, τον Ελύτη και άλλους και μεταξύ αυτών κι εμένα και τότε τον γνώρισα ακόμα πιο καλά. Συνέχιζα να τον θαυμάζω… Ο Ελύτης λοιπόν πάντα, ακόμα και λίγο πριν το Νόμπελ, είχε οικονομικά προβλήματα.»

Τα προβλήματα του Ποιητή

Έως και πριν το Νόμπελ;

«Ναι. Είχε οικονομικά προβλήματα και, με την ευπρέπεια και το τακτ που χαρακτήριζε τον Τεριάντ, τον βοήθησε οικονομικά στο Παρίσι, την περίοδο εκείνη της δικτατορίας που ήταν στο Παρίσι. Ο Ελύτης έμενε σε ένα φοιτητικό ξενοδοχείο των πέντε παράδων και θυμάμαι ότι μια μέρα ήρθε στου Τεριάντ και μας έδειξε ότι δημοσιεύθηκε ένα ποίημα που ο ίδιος μετέφρασε στα ελληνικά και του στείλαν δικαιώματα από την εφημερίδα “εκατό φράγκα”. Κι έλεγε ειρωνευόμενος “να τώρα με τι θα περάσουμε το μήνα μας”.»

Μιλάμε για τον άνθρωπο που θα μπορούσε να έχει τα πάντα.
«Βέβαια… Και θέλω να πω με αυτά το εξής. Όταν ήμουν μικρότερος δεν το συνειδητοποιούσα τόσο πολύ, αλλά αργότερα εκείνο το οποίο με έκανε να τον θαυμάζω απεριόριστα - παρ’ όλο που ξέρεις, ως άνθρωπος, δεν ήταν ευχάριστος - απεριόριστα, ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή της συνειδητοποιημένης ζωής του είπε στους θείους του, γιατί ο πατέρας του δε ζούσε, οι οποίοι είχαν μια από τις μεγαλύτερες σαπωνοποιίες της Ελλάδας - μιλάμε για πολλά λεφτά -, τους είπε “εγώ αποσύρομαι από κάθε διεκδίκηση του μεριδίου μου. Έχω κάποιο μερίδιο μέσα σε όλα αυτά; Σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Το μερίδιό μου διαχειριστείτε το με τον καλύτερο τρόπο, αλλά σας ζητώ να μη με αφήσετε να πεθάνω από την πείνα. Θέλω κάτι να συντηρούμαι.”. Αυτά όταν τα είπε, δε θυμάμαι την ημερομηνία όταν τα κουβέντιαζε ο Τεριάντ μαζί του, αλλά θα πρέπει να ήταν πριν τη χούντα… Και του αγόρασε ο θείος του ο Ριρής, ο οποίος ήταν γνωστό ότι ήταν πολύ τσιγκούνης, γεροντοπαλλήκαρο, δεν παντρεύτηκε ποτέ, του αγόρασε λοιπόν το διαμέρισμα στη Σκουφά, από το οποίο ο Ελύτης δεν κούνησε. Ούτε πριν το Νόμπελ ούτε μετά. Πήγε, εγκαταστάθηκε και πέρασε όλη του τη ζωή εκεί. Δείχνει τούτο τον άνθρωπο το μετριοπαθή και το λιτό. Η λιτότητα για τον Ελύτη ήταν όπλο. Δηλαδή ο θαυμασμός που θα πρέπει να έχουμε πέρα από το μεγάλο ποιητή, είναι στο σκεπτόμενο άνθρωπο. Είναι εξαίρεση σήμερα κάποιος να μη θέλει να κάνει λεφτά. Διότι όλοι θέλουν να κάνουν λεφτά…»

Η σχέση του Ελύτη με τη Μυτιλήνη

Η σχέση του με τη Μυτιλήνη και με τους Μυτιληνιούς που γνώριζε, ποια ήταν;

«Ήταν ένας άνθρωπος πολύ μονόχνοτος. Δε συναναστρεφόταν πολύ εύκολα ανθρώπους. Όσο ήταν νεώτερος ήταν κάπως πιο εύκολος. Ήταν όμως πάντοτε μονόχνοτος. Δεν ήθελε να συναναστρέφεται ανθρώπους. Ξέρεις, η μάνα του ήταν από την Κρήτη. Αυτός γεννήθηκε στην Κρήτη. Δεν το ανέφερε ποτέ αυτό το πράγμα. Ποτέ. Μάλιστα το λέω διότι με μένα έχει συμβεί το αντίθετο. Εγώ έχω γεννηθεί στη Μυτιλήνη, ο πατέρας μου ήταν Κρητικός. Και σε συζητήσεις με τον άλλο μεγάλο Μυτιληνιό, τον Τεριάντ, γίνονταν πάντα αυτές οι συζητήσεις ότι οι Κρητικοί είναι στομφώδεις και έλεγε ο Τεριάντ: “βλέπεις ο Ελύτης που είναι Μυτιληνιός;”. Δηλαδή μου τον παρουσίαζαν ως παράδειγμα μετριοπάθειας και ελλείψεως αυτού του στομφώδους. Μου έλεγε ότι και το κρητικό τοπίο είναι στομφώδες σε σχέση με το μυτιληνιό τοπίο. Ο Τεριάντ ήταν ένας από τους ανθρώπους που του άρεσε πολύ να συζητάει. Και πήγαινε ο Ελύτης σε όλες αυτές τις συζητήσεις.»

Ένιωθε Μυτιληνιός ο Ελύτης;
«Υπάρχει ένα ποίημα καταπληκτικό το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από το σπίτι του το πατρικό. “Η θάλασσα μπαίνει στον κήπο…”, είναι το σπίτι του Ελύτη το πατρικό, που αν πας από την άλλη πλευρά του πλακόστρωτου έχεις αυτή την αίσθηση… Η θάλασσα μπαίνει μέσα στον κήπο. Λοιπόν η Μυτιλήνη ήταν η κατεξοχήν έμπνευσή του.»

Λέτε ότι ήταν παράξενος άνθρωπος ο Ελύτης…
«Κοίταξε, εγώ έχω την εντύπωση ότι χωρίς να έχει καμμία δειλία, οποιαδήποτε, απέφευγε γενικά τις συναναστροφές και τις επέλεγε με το μικροσκόπιο. Άλλωστε κι η στάση του απέναντι στην αιώνια υπόθεση της γυναίκας και του έρωτα αυτό έδειχνε…»

Φοβόταν κιόλας;
«Ο Ελύτης ζούσε μέσα στην ποίηση, ζούσε την ποίηση, δεν την έκανε μόνο. Δηλαδή όταν έκανε έναν περίπατο ο Ελύτης κοιτάζοντας οτιδήποτε, δεν ήθελε εκείνη την ώρα να πάει κάποιος να του πει οτιδήποτε. Διότι παρεμβάλλετο στη διαδικασία της έμπνευσης, στη διαδικασία της ποίησης. Θυμάμαι ότι ο Τεριάντ τον φιλοξενούσε πάρα πολλές φορές και είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό που σου λέω τώρα, σε μια έπαυλη που είχε και έχει ακόμα η γυναίκα του, η κ. Τεριάντ, στη νότιο Γαλλία, στην περίφημη “βίλα Νατάσα”. Λεγόταν έτσι γιατί έτσι λεγόταν από όταν την αγόρασε. Αυτό ήταν ένα μαγικό μέρος. Το σπίτι δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό, αλλά ο κήπος ήταν ένα μαγικό μέρος. Έμπαινες μέσα και δεν ήξερες πού ήσουνα. Ένας κήπος καταπληκτικός στον οποίο ο Ελύτης τού άρεσε να περιφέρεται, να ρεμβάζει, να περιδιαβάζει και θυμάμαι ότι τα απογεύματα που πήγαινε να κάνει μια βόλτα σε αυτόν τον κήπο, η γυναίκα του Τεριάντ πήγαινε να τον συνοδεύσει και την έδιωχνε. Με ευγένεια της έλεγε “δεν θέλω παρέα”. Κι ερχόταν γελώντας. “Θα σου κάνουν παρέα οι ζωγράφοι που είναι πιο τρελοί”, της έλεγε, “φύγε, εγώ θέλω να περπατήσω μόνος μου.”.»

Να πάμε λίγο στο Mουσείο Τεριάντ… Έχει συνέλθει το Mουσείο από την περιπέτεια της κλοπής έργων του στην Αθήνα;

«Ναι. Το Μουσείο έχει συνέλθει από την περιπέτεια, γιατί από τα 38 ανάτυπα έργα που χάθηκαν, αγοράσαμε τα περισσότερα με τη βοήθεια της κ. Τεριάντ. Με την ασφάλεια και την υπερασφάλεια που είχαμε, μπορέσαμε και τα αγοράσαμε και έχουμε ακόμη και χρήματα από την ασφάλεια.
Από αυτήν την υπόθεση το Μουσείο έχει συνέλθει.

Οι διεκδικήσεις σε βάρος του Μουσείου
»Υπάρχει, όμως, η υπόθεση με το δρόμο και τη διοίκηση. Όπως τους αποκαλούσε τότε ο δήμαρχος, κάποιοι προοδευτικοί πολίτες οι οποίοι έχτισαν κάποια σπίτια πάνω από το Μουσείο μέσα στους ελαιώνες θέλουν σώνει και καλά να περάσουν δρόμο μέσα από το Μουσείο. Έγινε μια ιστορία πριν από τρία - τέσσερα χρόνια, έγινε μια δίκη την οποία το Μουσείο έχασε διότι ο δικηγόρος που είχαμε βάλει δεν ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε, έγινε έφεση εκ των υστέρων και το Μουσείο κέρδισε την έφεση. Και δρόμος δεν έγινε… Και το μέρος έκλεισε με μπάρα γιατί διαφορετικά και δρόμος θα γινόταν, και πάρκινγκ. Θέλει ο Έλληνας να τα κάνει όλα τσιμέντο και να τα καταπατεί. Τέλος πάντων, επειδή στη συνέχεια αυτής της ιστορίας και ο δρόμος μέχρι την μπάρα, η οδός Αλίς Τεριάντ - αυτό το κατάντημα δρόμου που είναι σήμερα, παρ’ όλο που είχε αγοραστεί από το δήμο για να είναι προσέλευσης στο Μουσείο Θεοφίλου (δεν υπήρχε τότε Μουσείο Τεριάντ) -, παρ’ όλα αυτά με τις γνωστές διαδικασίες έγινε όχι ιδιωτικός δρόμος που ήταν, αλλά δημόσιος δρόμος. Και δόθηκε άδεια να κοπούν οι ελιές και να κτιστούν αυτές οι χαριτωμένες μεζονέτες με πισίνα και τέννις, δηλαδή δυο σκουπιδότοποι, ως συνηθίζεται σε Ελλάδα και Μυτιλήνη. Από καιρό λοιπόν εγώ, βλέποντας αυτή την κατάσταση -γιατί δεν μπορούν να παρκάρουν ούτε να λεωφορεία ούτε τα αυτοκίνητα μπορούν να μπουν στο Μουσείο- και δεδομένου ότι η κ. Τεριάντ μέσα στη γενναιοδωρία της μας χάρισε τελευταία όλο το υπόλοιπο κτήμα που περιβάλλει τα Μουσεία αυτά και κράτησε μόνο τέσσερα στρέμματα στο σπίτι της που είναι και η γενέτειρα του Τεριάντ, εγώ προγραμμάτιζα πάντοτε να βρεθεί -επειδή έχουμε τώρα σύνορα γύρω-γύρω- να βρεθεί κάπου να αγοράσουμε ένα κομμάτι οικοπέδου για να κάνουμε μια ευπρεπή πρόσβαση στο δρόμο. Πολεμάω τα δυο τελευταία χρόνια αυτήν την υπόθεση. Και βρήκα μια κυρία που είναι και κάποιας ηλικίας, η οποία έχει ένα τεράστιο χωράφι και της προτείναμε να της αγοράσουμε ένα στρέμμα, δέκα επί εκατό, για να δημιουργήσουμε μια καινούργια ευπρεπή είσοδο στο Μουσείο. Γιατί το χωράφι αυτό συνορεύει σε κάποιο σημείο με το Μουσείο και κατά τύχη, λόγω μεγάλης υψομετρικής διαφοράς από το υπόλοιπο Μουσείο, μπορεί εκεί να γίνει ένα πάρκινγκ το οποίο δε θα φαίνεται από πουθενά. Δεν υπάρχει πιο άσχημο πράγμα στη φύση από αυτούς τους οι τενεκέδες που λέμε αυτοκίνητα. Λοιπόν, μόνο ο φουκαράς ο νεόπλουτος ο Μυτιληνιός αγοράζει αυτοκίνητο και μόνο που δεν το παίρνει και στην κρεβατοκάμαρά του. Εμείς, εφόσον πλέον το οικόπεδο όλο είναι αυτό και έχει χαριστεί στο Ελληνικό Δημόσιο και έχουμε και χρήματα, είπαμε να το περιφράξουμε γιατί γύρω-γύρω κατά καιρούς συνέβησαν πάσσαλοι οι οποίοι μετακομίζουν, περπατούν το βράδυ, πάνε ένα μέτρο πιο μέσα. Πήραμε, λοιπόν, απόφαση να κάνουμε έναν τοίχο ψηλό, με συρματοπλέγματα, τρία μέτρα ύψος, δηλαδή περίφραξη όπως είναι στο αεροδρόμιο, παντού. Κάνοντας αυτήν την περίφραξη, φτάσαμε σε ένα σημείο το οποίο ήταν αυτό που ζητούσαν τότε να περνάει δρόμος. Το καλύψαμε βέβαια, εφόσον υπάρχει απόφαση δικαστηρίου. Αυτό έγινε πρόσφατα.»

Η περιπέτεια της κλοπής των έργων

Να μιλήσουμε λίγο για την Τεριάντ. Είναι εντυπωσιακό αυτό που λέτε περί της γενναιοδωρίας της. Κλέβουν τα έργα κι αυτή επανέρχεται και χρηματοδοτεί την αγορά νέων έργων…

«Στην περίπτωση της έκθεσης στην Αθήνα εξηπατήθημεν. Και θα σου πω το υπεύθυνο πρόσωπο το οποίο μας εξηπάτησε. Η Μαίρη η Μιχαηλίδου, φίλη, φιλτάτη, υπέρμαχος του Μουσείου Τεριάντ, η οποία υπήρξε και διευθύντρια της Πινακοθήκης Αθηνών. Για λόγους τους οποίους δε γνωρίζω και δε θέλω να ξέρω, της είπαν “περάστε να σφουγγαρίσουμε” και την έβγαλαν έξω και έβαλαν την Πλάκα. Η Μαιρούλα, όταν έφυγε από την Πινακοθήκη και ετέθη εις διαθεσιμότητα, όχι τιμητική βέβαια, με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει “ξέρεις, Μανώλη, δεν είμαι πια στην Πινακοθήκη”. Λέω “εν τάξει”. Δεν κάθισα εγώ να ρωτήσω πώς και γιατί. Ξέρεις ότι δουλεύω για διάφορα μουσεία και κάνω εκθέσεις και ετοιμάζω εκθέσεις, και ένα από αυτά είναι του Μουσείου Γουλανδρή - Χορν. Τους επρότεινα να γίνει μια έκθεση του Μουσείου Τεριάντ. Στην Τεριάντ, την οποία πήρα εγώ τηλέφωνο, είπα πως θα είναι καλό να γίνει αυτή η έκθεση, θα είναι μια προβολή του Μουσείου Τεριάντ στην Αθήνα, γιατί η έκθεση αυτή θα διαρκούσε τρεις μήνες. Μου λέει χαρακτηριστικότατα η Τεριάντ “εσύ είσαι ο διευθυντής του Μουσείου, επί τόπου είσαι, κρίνεις και κάνεις ό,τι νομίζεις καλύτερο”. Και είπα “εν τάξει. Θα σας πληρώσουμε τα μεταφορικά” - και από μια πλευρά ήμασταν τυχεροί, γιατί πληρώνοντας τα μεταφορικά, πληρώσαμε και την ασφάλεια. Και πάνε τα έργα. Την ημέρα που φτάσαν τα έργα, την επομένη θα γινόταν η έκθεση, πήγα κι εγώ. Αντελήφθην τότε ότι το Mουσείο Γουλανδρή - Χορν είχε μια κοπελιά στην είσοδο η οποία άνοιγε την πόρτα και το τηλέφωνο, μια υπάλληλο σε ένα γραφείο μαζί με έναν κύριο ο οποίος ήταν λογιστής· δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Οι άνθρωποι του Μπεργελέ είχαν κλείσει το δρόμο και μου είπαν, “κ. Καλλιγιάννη, δεν μπορεί να μας βοηθήσει κανείς”. Και κατεβαίνω εγώ κάτω και λέω στον κύριο που μάλλον ήταν λογιστής “δεν έχετε κανέναν από τους φύλακες να πάει να βοηθήσει να κατεβούν τα έργα πιο γρήγορα;” και μου λέει “δεν έχουμε φύλακες”. “Τώρα”, λέω, “έχω μπλέξει”. Πώς θα γίνει η έκθεση; “Μα καλά, δεν είναι ασφαλισμένα τα έργα;”, μου λέει. “Και επειδή είναι ασφαλισμένα τα έργα δεν τα φυλάει κανείς, τα αφήνετε έτσι 24 ώρες;” Και να μη σου πολυλογώ, μου υποσχέθηκαν ότι θα έπαιρναν σεκιουριτάδες επί 24ώρου βάσεως. Κι αυτό με έσωσε τότε, γιατί εγώ τσακώθηκα γι’ αυτήν την υπόθεση και με το Μικρούτσικο, που έστειλε εισαγγελέα για να δει τι έγινε. Τι με έσωσε; Το κακό γούστο και η πλεονεξία του Ιδρύματος Γουλανδρή. Τους λέγω, “ακούστε να δείτε. Η έκθεση δε γίνεται. Τα έργα θα τα στείλω πίσω.” “Όχι, αφήστε τα, κάτι θα κάνουμε. Aφήστε να συνεννοηθώ με τον κ. Χορν και θα σας πω αύριο.” Μέχρι τότε να τα αφήσουμε εκεί. Πάω αύριο και μου λέει, για να γίνει αυτή η φύλαξη από τους σεκιουριτάδες επί 24ώρου βάσεως χρειάζεται ένα εκατομμύριο το μήνα επί τρεις μήνες που είναι η έκθεση. Λέω, “εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, είναι πολύ ακριβά”. Μήπως η κ. Τεριάντ θα μπορούσε να πληρώσει τα κερατιάτικα; “Αποκλείεται”, λέω, “εσείς ζητήσατε την έκθεση, γιατί να πληρώσει η κ. Τεριάντ;” Και γιατί τρεις μήνες, ένα μήνα μόνο. Και ξεκινάει η έκθεση. Και γράφουν ένα γράμμα προς την κ. Τεριάντ, παρ’ ότι εγώ τους αποθάρρυνα, και της λένε, “η έκθεση αυτή ξέρετε, που τούτο και κείνο και το παράλλο, που μας στοίχισε τόσο επειδή ο διευθυντής απαίτησε να υπάρχει 24ωρη φύλαξη η οποία στοιχίζει τόσα, δεν μπορούμε εμείς να καλύψουμε πάνω από ένα μήνα, κρίμα θα είναι να μη δει η Αθήνα αυτή την έκθεση, μήπως θα μπορούσατε να μας βοηθήσετε με το υπόλοιπο ποσό;” Το γράμμα αυτό στα γαλλικά και κακογραμμένο το έστειλαν στην Τεριάντ. Η Τεριάντ έγινε έξαλλη και τους απάντησε “εγώ δεν σας ζήτησα να γίνει έκθεση στο Mουσείο ούτε η φήμη του ανδρός μου πρόκειται να γίνει τώρα από την έκθεση αυτή, η φήμη του έχει εγκαθιδρυθεί, δεν ξέρω γιατί μου ζητάτε χρήματα.”»

Κατά του Μουσείου κινηθήκατε;
«Ναι κάναμε τότε αγωγή εναντίον του Μουσείου. Δεν έχω ιδέα τι απέγινε… Άσ’ τα… Ελληνικά πράγματα.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey