Λαθροκυνηγός, κατά τη διάρκεια νυκτερινού ελέγχου, στην περιοχή Αμαλιάδας, πυροβόλησε εν ψυχρώ εναντίον δύο θηροφυλάκων, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τον ένα και να τραυματίσει σοβαρά τον άλλον.
Η είδηση συγκλονιστική. Λαθροκυνηγός, κατά τη διάρκεια νυκτερινού ελέγχου, στην περιοχή Αμαλιάδας, πυροβόλησε εν ψυχρώ εναντίον δύο θηροφυλάκων, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τον ένα και να τραυματίσει σοβαρά τον άλλον, που παρά ταύτα κατάφερε να διαφύγει.
Σημειωτέον ότι το θύμα ήταν 31 ετών και αφήνει ορφανό ένα παιδάκι μόλις 10 μηνών. Σημειωτέον επίσης, ότι κατά τη διάρκεια του ελέγχου, οι δυο θηροφύλακες ήσαν άοπλοι, όπως άλλωστε προβλέπει η σχετική νομοθεσία.
Λίγη ιστορία
Γιατί τα γράφουμε όλα αυτά. Για να θυμίσουμε μια πονεμένη ιστορία θετικής πρωτοβουλίας οργανωμένων ομάδων πολιτών για την προστασία κρίσιμου κοινωνικού αγαθού, που πολεμήθηκε και πολεμιέται λυσσαλέα από κράτος, παράγοντες, πολιτικάντηδες αλλά και… ανταγωνιστικές ομάδες οργανωμένων πολιτών, μόνο και μόνο γιατί θίγει κατεστημένα συμφέροντα ή απλά κατεστημένες και βολικές αντιλήψεις. Και εξηγούμαστε.
Μέχρι και πριν από 15 περίπου χρόνια, για να συλληφθεί λαθροθήρας στην Ελλάδα, θα έπρεπε να... υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο δασαρχείο! Διότι οι έλεγχοι γίνονταν μόνο από τα αρμόδια δασικά όργανα, τα οποία όμως, έχοντας ωράριο δημοσίου υπαλλήλου, θεωρητικά μπορούσαν να συλλάβουν μόνο λαθροθήρες που θα λαθροθηρούσαν από 7 π.μ. έως 3 μ.μ.! Διότι η υπηρεσία δε δικαιολογούσε κατά κανόνα υπερωρίες και νυκτερινή εργασία. Και για να σοβαρευτούμε, όχι ότι τότε δεν υπήρχαν φιλότιμοι άνθρωποι στις δασικές υπηρεσίες που εργάζονταν και εκτός ωραρίου, συνήθως χωρίς πρόσθετη αμοιβή, ήταν όμως… λίγοι «κούκοι» για να φέρουν την άνοιξη.
Μπροστά στην κατάσταση αυτή, κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι που βρέθηκαν στην ηγεσία των κυνηγετικών οργανώσεων, προώθησαν ένα μακροχρόνιο όραμα του κυνηγετικού κόσμου, τη θεσμοθέτηση της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής, ενός σώματος που επιλεγόταν και εκπαιδευόταν από τις επτά κυνηγετικές ομοσπονδίες της χώρας, και πληρωνόταν από ειδικές έκτακτες εισφορές των ίδιων των κυνηγών, που εισπράττονταν με την ετήσια ανανέωση της κυνηγετικής τους άδειας. Η τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας, αποδέχθηκε το θεσμό χωρίς, απ’ ότι φάνηκε εκ των υστέρων, να έχει καταλάβει καλά-καλά περί τίνος πρόκειται.
Η οργάνωση
Φαίνεται ότι κάθε πράγμα που θα πετύχει σ’ αυτό τον τόπο, πρέπει να ξεκινήσει λίγο στα βουβά, και χωρίς τυμπανοκρουσίες, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να το καταπιεί η Λερναία Ύδρα της μιζέριας και της μετριότητας που κυριαρχεί στη χώρα μας. Κάπως έτσι έγινε και στην περίπτωσή μας. Οι πρώτοι 50 θηροφύλακες που προσλήφθηκαν στην αρχή (περίπου ένας για κάθε νομό) την επόμενη χρονιά διπλασιάστηκαν και με συνεχείς νέες προσλήψεις έφθασαν κάποια στιγμή να ξεπερνούν τους 300 σε όλη την Ελλάδα.
Παράλληλα, αγοράστηκαν αυτοκίνητα τζιπ για τους περισσοτέρους, αλλά και μοτοσυκλέτες βουνού για περιοχές με δύσκολη πρόσβαση, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ο στόχος «κάθε θηροφύλακας και μεταφορικό μέσο». Και όλα αυτά, θυμίζουμε, αποκλειστικά με χρήματα της εθελοντικής εισφοράς των κυνηγών στους συλλόγους τους.
Τεράστιο έργο
Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Για πρώτη φορά υπήρξε ασφυκτική αστυνόμευση της υπαίθρου, μέρα και νύχτα, εργάσιμες και αργίες. Δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες παραβάσεις που βεβαιώθηκαν σε θέματα λαθροθηρίας, που με απόλυτη διαφάνεια δίνονταν στη δημοσιότητα χωρίς διακρίσεις. Υπήρξε και σοβαρός έλεγχος σε γενικότερα θέματα παραβίασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (ανεξέλεγκτη βόσκηση στα δάση, παράνομη δόμηση στην ύπαιθρο, μπάζωμα ρεμάτων, παράνομη αμμοληψία κ.λπ.).
Εννοείται ότι όσο αποτελεσματική και αν ήταν η δράση των Ομοσπονδιακών Θηροφυλάκων, δεν ισχυρίζεται κανείς ότι αρκούσε για την ολοκληρωτική εξάλειψη φαινομένων παρανομίας στην ύπαιθρο. Όμως, για πρώτη φορά υπήρξε τόσο εκτεταμένη παρουσία του νόμου σε «δύσκολες» περιοχές, που πέρα από την εμφανή κατασταλτική λειτουργία, λειτούργησε και αποτρεπτικά σε παράνομες δραστηριότητες, με προφανή οφέλη για το περιβάλλον. Και βέβαια, το σημαντικό ήταν ότι το όλο σκηνικό έδινε ένα εξαίρετο παράδειγμα κοινωνικής πρακτικής, όπου μια οργανωμένη μεγάλη ομάδα πολιτών, οι κυνηγοί, πείσθηκε να πληρώσει από την τσέπη της την αστυνόμευση της δραστηριότητάς της.
Ε, κάπου εκεί άρχισε ο πόλεμος!
Πόλεμος αδυσώπητος
Πόλεμος που εκφράστηκε με διάφορους τρόπους και διάφορα μέσα, φανερά ή καλυμμένα. Πρώτα από την εποπτεύουσα αρχή, το ίδιο το υπουργείο Γεωργίας, κάποιοι υπηρεσιακοί παράγοντες του οποίου, φοβούμενοι μη θιγούν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα, τορπίλιζαν με κάθε τρόπο το θεσμό. Άλλοτε αμφισβητώντας με νομικά προσχήματα τη νομιμότητα των θηροφυλάκων και τη δυνατότητά τους να εκτελούν καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, άλλοτε εισηγούμενοι στον αρμόδιο υπουργό να μην εγκρίνει - άκουσον, άκουσον - την αύξηση της εθελοντικής εισφοράς των κυνηγών για την πρόσληψη επιπλέον θηροφυλάκων, για να μη θιγούν, λέει, τα οικονομικά συμφέροντα των απλών κυνηγών και πάει λέγοντας.
Ένα δεύτερο μέτωπο δημιουργήθηκε από κάποια σωματεία-σφραγίδες ορισμένων κατ’ επάγγελμα «οικολογούντων», που ένιωθαν το φιλοπεριβαλλοντικό τους μονοπώλιο να απειλείται στην πράξη από τους κυνηγούς, που στην οικολογία του «καναπέ» και της απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων, αντιπαρέτασσαν την ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία και μάλιστα με δικά τους χρήματα. Έτσι, σε αντίθεση με σοβαρές οικολογικές οργανώσεις, που αναγνώρισαν έμπρακτα το ρόλο της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής και συνεργάστηκαν μαζί της, οι συγκεκριμένοι αποδύθηκαν σε ένα συστηματικό αγώνα κατασυκοφάντησης του θεσμού και των εκπροσώπων του, στηριγμένο στο δηλητηριώδες κλίμα «σιγά μωρέ που οι κυνηγοί ελέγχουν τους κυνηγούς». Το προβοκατόρικο αυτό σλόγκαν έσπευσαν άκριτα να υιοθετήσουν στην πράξη και πολιτικοί από διάφορα κόμματα, πουλώντας φθηνή οικολογία και αναπαράγοντας στερεότυπα.
Όμως ο πόλεμος είχε και νομικές πλευρές. Πάμπολλες φορές αμφισβητήθηκε το σύννομο της δράσης των θηροφυλάκων σε κυβερνητικό επίπεδο, σε μια προσπάθεια τυπικής εξόντωσης ενός ουσιαστικού θεσμού. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άμοιροι θηροφύλακες, που άοπλοι και κάτω από αντίξοες συνθήκες κατάφεραν να προσαγάγουν ενώπιον της δικαιοσύνης λαθροθήρες, είδαν εκπροσώπους κρατικών αρχών να συμπράττουν δύσθυμα, δικαστήρια να δέχονται την τυπική επιχειρηματολογία καλοπληρωμένων συνηγόρων υπεράσπισης, που χωρίς να αρνούνται τη διάπραξη των αδικημάτων των πελατών τους επικεντρώνονταν στο αν ο θηροφύλακας είχε το δικαίωμα να υποβάλει μήνυση. Δεν έλειψαν, μάλιστα, οι νόμιμες αλλά ηθικά απαράδεκτες περιπτώσεις ορισμένων δικηγόρων που είχαν διατελέσει στο παρελθόν στελέχη κυνηγετικών οργανώσεων, που εμφανίζονταν ως «ειδικοί» στην αθώωση των συλλαμβανόμενων για λαθροθηρία. Πώς να μην πικραίνονται και να μην απογοητεύονται από τέτοια φαινόμενα οι θηροφύλακες, που πολλές φορές στις μικρές κοινωνίες που ζουν δέχθηκαν απειλές και λοιδορίες από θιγομένους, με μόνη ουσιαστικά συμπαράσταση αυτήν των κυνηγετικών οργανώσεων, αλλά και της πλειοψηφίας των νόμιμων κυνηγών που κατανοούσαν το ρόλο τους.
Αντί επιλόγου
Και βέβαια κάποιοι δεν περιορίζονταν σε απλές απειλές, αλλά υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις και χειροδικίες και τραυματισμοί θηροφυλάκων, και ήταν, όπως φάνηκε, θέμα χρόνου να φτάσουμε και σε μοιραίο τραγικό συμβάν, που έδωσε την αφορμή για τούτο το σημείωμα. Και ας είναι η θυσία αυτού του παλληκαριού η αιτία για να σκύψει η κοινωνία με στοργή πάνω από ένα θεσμό που προσφέρει πολλά στην υπηρεσία ενός κρίσιμου αγαθού και αντί να στηρίζεται και να επαινείται, βρίσκεται κατά καιρούς στο στόχαστρο ποικιλώνυμων συμφερόντων.
Ο γράφων, που είχε την τύχη να υπηρετεί συνδικαλιστικά τον κυνηγετικό χώρο στα πρώτα βήματα αυτού του σημαντικού θεσμού, που τον συνεχίζουν με επιτυχία άλλοι, είχε και έχει προσωπική αντίληψη για την κάτω από αντίξοες συνθήκες προσφορά αυτών των ανθρώπων, και αισθάνεται την ανάγκη πέρα από τα άλλα να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του σε αυτούς και στις κυνηγετικές οργανώσεις που τους υποστηρίζουν, διερμηνεύοντας τα αισθήματα όλων των νόμιμων κυνηγών που αγαπούν πραγματικά τη φύση.
Στη Λέσβο, Μιχάλη Τσακίρη, Γιώργο Παυλέλη, Ιγνάτη Βαβλαδέλη και Μανώλη Μάλαμα και στη Λήμνο, Χάρη Καλιγερή και Μάκη Μουστάκα, και σεις φίλοι που δε γνωρίζω τα ονόματά σας στην υπόλοιπη Ελλάδα, σας σφίγγω με ευγνωμοσύνη το χέρι και σας ευχαριστώ από καρδιάς για ό,τι κάνετε. Είθε ο άδικος χαμός του συναδέλφου σας να ευαισθητοποιήσει αυτούς που πρέπει να σας συμπαρασταθούν πραγματικά στο δύσκολο δρόμο που διαλέξατε.
* Ο Παναγιώτης Μυριτζής διετέλεσε πρόεδρος της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Αρχιπελάγους από το 1993 έως το 1999.