Βλέπω πόσο μίκρυναν, αλήθεια, τούτες οι τελευταίες μέρες. Πόσο βιαστικές κυλούν, λες και παίζουν κυνηγητό με το χρόνο. Ξυπνάμε περιμένοντας τις πρώτες ηλιαχτίδες αισιοδοξίας, μήπως και διώξουν από πάνω μας τη μελαγχολία των καιρών.
Βλέπω πόσο μίκρυναν, αλήθεια, τούτες οι τελευταίες μέρες. Πόσο βιαστικές κυλούν, λες και παίζουν κυνηγητό με το χρόνο. Ξυπνάμε περιμένοντας τις πρώτες ηλιαχτίδες αισιοδοξίας, μήπως και διώξουν από πάνω μας τη μελαγχολία των καιρών. Και καθώς η μέρα τραβάει προς το μεσημέρι, μέσα στο γαλάζιο τ’ ουρανού ένας ήλιος κάλπης κρύβεται, κάθε λίγο, πίσω από γκριζωπά σύννεφα που ολοένα πυκνώνουν. Το μεσημέρι κάποιες αδέσποτες στάλες αφήνουν μια υποψία βροχής… που δεν έρχεται. Το δειλινό, χλωμό και λυπημένο, αλλά με κάτι ευλογημένα χρώματα στον ορίζοντα, μας γυρίζει πίσω σε μνήμες περασμένων καλοκαιριών. Το σκοτάδι, βιαστικά κι αυτό, φτάνει νωρίτερα στο ραντεβού του με τη νύχτα. Κι ένα φεγγάρι, όσο το επιτρέπει η συννεφιά, ξεπροβάλλει από ψηλά σαν το πολύτιμο τρόπαιο… της άναστρης νύχτας! Δε βαριέσαι, όπου να ’ναι χειμωνιάζει…
Έτσι, μαζί με σύννεφα, φεγγάρια και λύπες, περνά ο καιρός φορτωμένος με κομμάτια μιας περασμένης ζωής που ξοδεύτηκαν σε χαμένα όνειρα και σκόρπισαν σαν τα φύλλα σε έκπτωτους ουρανούς. Κομμάτια ζωής που φεύγουν κι αυτά, όπως ο χρόνος, όπως όλα. Το σκοτάδι με βρίσκει απροετοίμαστο να στοχάζομαι και να διαβαίνω τα μονοπάτια της ζωής και της μοίρας, χαμένος μέσα σ’ ένα σύμπαν που μου είναι άγνωστο. Θέλω να ξεφύγω από τις σκοτεινές σκέψεις και τα μελαγχολικά συναισθήματα που με ταλανίζουν, με προκαλούν, με ξελογιάζουν και… συνοδεύουν τη μοναξιά μου. Μόνο κάτι ίχνη από κομμένες ανάσες επιμένουν να πιάσουν κουβέντα. Ιδίως κάτι βραδιές, που δεν έχει σφυγμό η νύχτα, κοιτάζω πίσω μου και βλέπω τις μικρές πολύτιμες στιγμές μου, τα όνειρα και τις προσδοκίες μου, να ταξιδεύουν εκτεθειμένα στη φθορά του χρόνου και στο εφήμερο… Πώς γίνεται μια ολόκληρη ζωή να χωρά στους λογισμούς μιας νύχτας;
Συμμαζεμένος σε μια γωνιά προσπαθώ να συμμαζέψω τις όποιες μελαγχολικές σκέψεις μου, να τις αραδιάσω, να τις ξεδιαλύνω και να τις ταιριάξω με τις νότες μιας γλυκιάς μουσικής, έτσι για να ξαστερώσει το μυαλό και να γίνει κομμάτια η σιωπή. Αυτό το ταίριασμα ψάχνουν να βρουν και ν’ ακουμπήσουν, μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού, οι σκέψεις. Όσο το δοξάρι χαϊδεύει απαλά τις χορδές του βιολιού, η γλυκιά μελωδία που ξεχύνεται παρασέρνει στο ρυθμό της όλα τα «πριν», τα «μετά», τα «ίσως». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτά είναι που ορίζουν το δρόμο στα μοναχικά ταξίδια του μυαλού μου. Αν γινόταν, θα έπιανα τον εαυτό μου απ’ το χέρι να τον μάθω να περπατά ξανά, μέσα σε τούτη την αβάσταχτη καθημερινότητα του «τώρα», μήπως και βρει καινούργιους ορίζοντες μέσα στο φαύλο κύκλο της ματαιοδοξίας των αβέβαιων ημερών.
Είναι περίεργοι οι καιροί. Αισθάνομαι πως ζούμε πια σε μια οριακή εποχή, οριακή σε ιδέες και σύμβολα, οριακή και σε συναισθήματα. Οριακά τα οικονομικά μας, οι αντοχές μας, οι ανοχές μας. Οριακός και ο πολιτισμός μας. Οι κουβέντες αρχίζουν και τελειώνουν στα τρέχοντα. Τα μελλούμενα φοβίζουν και δίνουν τη θέση τους στην οργή. Γι’ αυτό, όλο και πιο πολύ, αντικρίζουμε φοβισμένους, ανήσυχους και οργισμένους ανθρώπους. Πολίτες μιας χώρας σε κρίση. Οι αξίες που είχαμε - ή νομίζαμε πως είχαμε - χάθηκαν, όπως και η ταυτότητά μας. Θα πρέπει, νομίζω, να ξεπεράσουμε τα όρια, να βρούμε μια μαγική συνταγή ύπαρξης και ευτυχίας, μια ισορροπία με τους γύρω μας, μια διέξοδο από τα προβλήματά μας. Είναι κομμάτι δύσκολο να σκεφτόμαστε πράγματα που αναζητά το μυαλό και λαχταρά η ψυχή, όταν όλα μέσα μας παλεύουν με το τέρας του μνημονίου και το γκρίζο της ισοπέδωσης.