«Αγάπη, ρε παιδιά, αγάπη!»

01/07/2012 - 05:56
Το «Ε» σήμερα παρουσιάζει τον 90χρονο Νικόλαο Βέρρο, επί πολλά χρόνια γιατρό της Καλλονής, αλλά και τελευταίο γιατρό στο θωρηκτό «Αβέρωφ», πριν τον παροπλισμό του, ο οποίος μας υποδέχτηκε στο σπίτι του στην Καλλονή μαζί με τη σύντροφό του στη ζωή, την κ. Ουρανία.
Το «Ε» σήμερα παρουσιάζει το Νικόλαο Βέρρο, επί πολλά χρόνια γιατρό της Καλλονής, αλλά και τελευταίο γιατρό στο θωρηκτό «Αβέρωφ», πριν τον παροπλισμό του. Στο σπίτι του στην Καλλονή μάς υποδέχτηκε μαζί με τη σύντροφό του στη ζωή, την κ. Ουρανία, την Ουρανίτσα όπως τη λέει ο ίδιος, που μας βοήθησε να «δούμε» τη ζωή του συζύγου της μέσα από πολλές φωτογραφίες που η ίδια φυλάει με τάξη.
Ακούγοντας κανείς, όμως, τον κ. Βέρρο να μιλάει, καταλαβαίνει πως πάνω από όλα στη ζωή του αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ένας γιατρός που τίμησε τον όρκο του γιατί αγαπούσε τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ταράσσεται όταν θυμάται όσα είχε συναντήσει κατά τη θητεία του στο Ναυτικό, όπου κλήθηκε να πρωτοασκήσει το επάγγελμά του. Στο αφιέρωμα αυτό ο ίδιος μάς μιλάει πολύ. Η αφήγησή του, άλλωστε, ήταν από μόνη της πλήρης και δεν άφηνε περιθώριο για πολλές παρεμβάσεις…


Ο Νικόλαος Βέρρος γεννήθηκε το 1920 στην Καλλονή, γιος οικογένειας που αριθμούσε έξι παιδιά. Παρά τις δυσκολίες που είχε η οικογένειά του, από μικρός ήταν άριστος μαθητής. Από τα μαθήματα και τις σπουδές του ξεκινάει τη μεστή και άκρως ενδιαφέρουσα αφήγησή του.

Ο δρόμος για την Ιατρική
«Όταν τελείωσα το Δημοτικό, το 1932, ήμουν 12 χρονών. Καθίσαμε στο σοφρά, και ο πατέρας μου ο Χατζής - Δημήτριος Βέρρος ήταν το όνομά του, αλλά τον έλεγαν έτσι γιατί είχε πάει στην Ιερουσαλήμ και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη - γυρίζει και λέει στη μάνα μου “τι θα τον κάνουμε τούτον εδώ;”. “Το μωρό θα σπουδάσει”, απαντά η μητέρα μου. “Δεν είσαι στα καλά σου, κόρες έχουμε να παντρέψουμε, σπίτι έχουμε να κάνουμε, είμαστε χρεωμένοι”.»
Αυτή ήταν η απάντηση του πατέρα του μικρού Νίκου. Η μητέρα του, όμως, «δυναμικός τύπος» όπως λέει ο ίδιος, ήταν κατηγορηματική: «Να κοιτάς τη δουλειά σου, το παιδί θα σπουδάσει.» Έτσι, χάρη στην αποφασιστικότητα και την επιμονή της, αντί να πιάσει δουλειά στα χωράφια, ο Νίκος άρχισε το «πήγαινε - έλα» στην Αγία Παρασκευή, αφού το Γυμνάσιο της Καλλονής το είχαν κλείσει. Διαδρομή, μάλιστα, που την έκανε καθημερινά μόνος του, με το γαϊδουράκι.
Όσο ήταν στη Β΄ Γυμνασίου, βρέθηκε ένας επιθεωρητής που, αφού παρακολούθησε το μάθημα, έδειξε ενδιαφέρον για το επίπεδο του νεαρού Νίκου, παροτρύνοντάς τον να σπουδάσει. Ακολούθησαν οι εξετάσεις για το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης, όπου πέρασε «πρώτος των πρώτων». «Όταν με πήγε η μάνα μου στη Μυτιλήνη, μου λέει: “Νίκο, έχουμε 10 δραχμές να ξοδεύεις την ημέρα. Παραπάνω όχι, γιατί δεν έχουμε”», θυμάται σήμερα για το πόσο δύσκολα έβγαλε το σχολείο.
Τελειώνοντας το σχολείο το 1938, ήρθε η ώρα να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, στη μοναδική Ιατρική Σχολή που υπήρχε τότε, αυτή των Αθηνών. Από τους 1.852 υποψηφίους που έδωσαν για το πρώτο έτος, πέτυχαν οι 114. Ο Νίκος Βέρρος ήρθε 26ος, έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα εκτός σχολείου μόνο ένα μήνα στο Φροντιστήριο του Κλαδάκη. «Όπου πήγαινα, έπρεπε να είμαι ο πρώτος. Απόδειξη ότι και στο Πανεπιστήμιο ακόμα πήγαινα με άριστα», λέει ο ίδιος. Παράλληλα με τις σπουδές του, παρακολουθούσε και τη Β΄ Παθολογική Κλινική του Ερυθρού Σταυρού, που για τον ίδιο ήταν «ιατρική στην πράξη».
Η κήρυξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκει το Νικόλαο Βέρρο στο δεύτερο έτος της Ιατρικής. Το Πανεπιστήμιο κλείνει και ο ίδιος γυρίζει στην Καλλονή, για να επιστρέψει στην Αθήνα το 1945 και να συνεχίσει τις σπουδές του.


Ο Νικόλαος Βέρρος κατά τη θητεία του στο Ναυτικό

Στο «Κριεζής» και στο «Αβέρωφ»

Με το που τελειώνει την Ιατρική, τον Ιούλιο του 1948, τον παίρνουν κατ’ ευθείαν στο Ναυτικό για να υπηρετήσει ως σημαιοφόρος στην πολεμική κορβέτα «Κριεζής». «Η πρώτη μας δουλειά ήταν να μας στείλουν να κάνουμε περιπολίες έξω από το Πήλιο, όπου είχαν αρχίσει να γίνονται επιχειρήσεις μεταξύ αριστερών και δεξιών», αφηγείται ο κ. Νίκος. «Ο πρώτος που τραυματίστηκε στο σύνταγμα που πολεμούσε, ήταν ο γιατρός του συντάγματος. Στις επιχειρήσεις που γίνονταν, ζήτησαν να βγει έξω ο γιατρός του Ναυτικού. Το Ναυτικό αντέδρασε, λέγοντας πως ο γιατρός του είναι ανεκπαίδευτος και τελικά είπαν όσοι τραυματίες υπάρχουν, αριστεροί ή δεξιοί, να βγαίνω εγώ από το καράβι και να τους παίρνω μέσα, να τους περιποιούμαι όσο μπορώ. Έτσι κι έγινε. Τους έβαζα στο καράβι, είχα ορούς και ό,τι φάρμακα χρειάζονταν, και κάθε βράδυ έβγαινα στο Βόλο, έβγαζαν τους τραυματίες και τους πήγαιναν στο νοσοκομείο. Ιστορίες; Να διηγούμαι, δε θα τελειώσουμε μέχρι αύριο. Κάποια στιγμή, στο Βόλο που ήμουν κι έκανα βόλτα στο λιμάνι, με σταματάει ένας και μου φιλάει το χέρι. Ήταν κάποιος που είχε πυροβοληθεί στο λαιμό και του είχα σώσει τη ζωή. Άσε οι νεκροί, το λέω και στενοχωριέμαι σε σημείο αφάνταστο. Κυνηγούσαν αντάρτες, μπαίναν σε ένα ντάμι, ρίχναν οβίδες και έπρεπε εγώ να βγω έξω και να βρω… τι να βρω; Αλλού κεφάλια, αλλού πόδια, αλλού χέρια. Να τραβάει τα μαλλιά του κανένας. Εγώ δεν ήμουν με κανέναν και απορούσα σε τι κατάσταση είχα καταντήσει ο Ελληνισμός και το ελληνικό κράτος... Αγάπη, ρε παιδιά, αγάπη, όχι μίσος και σκοτωμοί!»
Δύο χρόνια έμεινε στο «Κριεζής» και μετά μεταφέρθηκε στο θωρηκτό «Αβέρωφ», ως γιατρός. «Ο “Αβέρωφ” ήταν τότε ναυαρχείο», λέει ο ίδιος. «Υπήρχε πλήρωμα και οτιδήποτε χρειαζόταν ιατρικό, έπρεπε να είμαι εγώ στη μέση. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Εγώ ήμουν απλός αξιωματικός σημαιοφόρος του Ναυτικού. Και ήμουν ο τελευταίος στο “Αβέρωφ”, δεν είχε άλλον μετά από μένα. Θυμάμαι μια γιορτή που έγινε, γιορτάσαμε τη ναυμαχία της “Έλλης” και ήρθαν πολλοί επίσημοι από το ελληνικό κράτος και σταματούσαν στο Πέραμα και με μια γκαζολίνα τούς φέρναμε πάνω στον “Αβέρωφ”. Ανάμεσά τους ήταν και ο βασιλιάς Παύλος. Θυμάμαι, όταν έρχονταν οι κυρίες, όλοι οι αξιωματικοί έπρεπε να τις εξυπηρετήσουμε. Και έγινε πάνω στο κατάστρωμα, που είναι αρκετά μεγάλο, μια σχετική ομιλία και έπαιξε η μουσική, χόρεψαν και μετά από μια - δυο ώρες έφυγαν.»


Στο κατάστρωμα του «Κριεζής» το διάστημα ’48 - ’49, όσο υπηρετούσε στο Ναυτικό (αριστερά). Κάτω από τα κανόνια τού «Αβέρωφ» (δεξιά)

Παραλίγο στη Μακρόνησο…

Όσο ήταν στο Ναυτικό ο κ. Νίκος, δύο φορές κόντεψε να βρεθεί στη Μακρόνησο, αφού θεωρήθηκε πως ήταν κομμουνιστής λόγω του ότι προερχόταν από τη Λέσβο. Τη δεύτερη φορά αφορμή στάθηκε ένα γράμμα στους δικούς του, στο οποίο έγραφε πως αντί για πιάτο έφαγε μέσα σε μία… κονσέρβα. «Το γράμμα περνούσε από λογοκρισία, οπότε νόμισαν ότι ήμουν κομμουνιστής. Βλέπουν ποιος άλλος υπηρετούσε μαζί μου, από την Αρίσβη ήταν ένας, τον φωνάζουν και τον ρωτούν: “αυτός τι είναι;”. Και αυτός απάντησε πως δεν ήμουν κομμουνιστής, αλλά του είπαν να μη μου το πει. Μόνο όταν απολύθηκα και συναντηθήκαμε, μου είπε “δεν ξέρεις τι γλύτωσες”…»


Με τα παιδιά του, Άκη και Μάρη, στο σπίτι τους στην Καλλονή (αριστερά). Νικόλαος, Ουρανία, Άκης και Μάρη. Όλη η οικογένεια μαζί (δεξιά)

Γιατρός στη Βοστόνη
Φεύγοντας από τον «Αβέρωφ», έχοντας απολυθεί πια από το Ναυτικό, ο Νικόλαος Βέρρος επιστρέφει στο χωριό του. Δεν κάθεται πολύ, όμως, αφού σε δύο - τρεις μήνες φεύγει πάλι. Αυτήν τη φορά για την Αμερική, όπου τον περίμενε ο μεγάλος του αδελφός. «Ο αδελφός μου είχε φύγει μαζί με το Δουκάκη και είχαν πάει να μαζέψουν δολλάρια στην Αμερική. Κουβαλούσαν πάγο και έβγαλαν το γυμνάσιο και από εκεί ο Δουκάκης έγινε γιατρός στο Χάρβαρντ και ο αδερφός μου έγινε οδοντίατρος. Μόλις πήγα, με τακτοποίησε στο Boston City Hospital, στο Νοσοκομείο της Βοστόνης, στην Παθολογική Κλινική», λέει ο κ. Νίκος.
Οι παρακολουθήσεις του στη Β΄ Παθολογική Κλινική του Ερυθρού Σταυρού τού είχαν δώσει την πείρα που χρειαζόταν για να ανταποκριθεί στη θέση του, που του έδινε 90 δολλάρια το μήνα. Από νωρίς κάνει εντύπωση στο διευθυντή της Κλινικής, έναν τίμιο άνθρωπο που ο ίδιος εκτιμούσε ιδιαίτερα. «Ήταν φτωχός άνθρωπος, έμενε σε ένα προάστιο της Βοστόνης και οδηγούσε ένα αυτοκίνητο 22 χρονών. Θυμάμαι που κάναμε επίσκεψη και πάει ένας Ελληνοαμερικανός και του βάζει ένα χαρτονόμισμα στην τσέπη. Ρωτάει “Tι είναι αυτό; Δεν ξέρετε ότι εγώ πληρώνομαι από εδώ; Βάλ’ το χέρι σου και πάρ’ τα”, του λέει. Φαίνεται, από τότε το είχαν οι Έλληνες», λέει γελώντας.
Σε μια σύσκεψη στην Κλινική, τον πρόσεξε πρώτη φορά ο διευθυντής. «Κάναμε σύσκεψη και θα ανοίγαμε ένα θέμα ιατρικό», λέει ο ίδιος. «Θυμάμαι τότε, ήταν η Βιταμίνη Β12 στην αρχή της. Άρχισε η συζήτηση κι εγώ με τα σπασμένα μου τα εγγλέζικα είπα πέντε πράγματα. Αυτός με εντόπισε. Κάθε πρωί που κάναμε συγκέντρωση για να συζητήσουμε ένα επιστημονικό θέμα, όταν πηγαίναμε ρωτούσε “τι λέει ο Έλληνας;”. Και όταν έμαθε ότι θέλω να φύγω, έβαλε την προϊσταμένη της Κλινικής να με ρωτήσει το γιατί.»


Μιλώντας σε συνέδριο Ιατρικής στη Μυτιλήνη (αριστερά). Με τη σύζυγό του, Ουρανία, μια ξαδέλφη της και τη μικρή Μάρη στο καροτσάκι (δεξιά)

Η επιστροφή στη γενέτειρα

«Αγαπώ το μέρος μου. Αγαπώ την Ελλάδα, αγαπώ το νησί που μένω, αγαπώ το χωριό που γεννήθηκα», ήταν η απάντηση του κ. Νίκου. Είχε κλείσει σχεδόν δύο χρόνια στην Αμερική και ήταν 32 χρονών. Ένιωθε, όμως, «ξένος» εκεί και έτσι γύρισε στην Καλλονή, όπου μέσα σε ένα χρόνο πάντρεψε όλα τα ανύπαντρα αδέλφια του, αφού - όπως τους δήλωσε - δεν είχε επιστρέψει «για να τους γηροκομήσει»! Παντρεύτηκε όμως και ο ίδιος, αφού γνώρισε τη σύζυγό του την Ουρανία, από τον Πολιχνίτο, και έφεραν μαζί στον κόσμο δύο παιδιά: τη Μάρη και τον Άκη.
Η επιστροφή του συνέπεσε με την έναρξη της λειτουργίας των αγροτικών ιατρείων. Αυτό της Καλλονής κάλυπτε πέντε χωριά: Καλλονή, Αρίσβη, Δάφια, Κεράμι, Παράκοιλα. Και ο κ. Νίκος έπρεπε να πηγαίνει «με ένα μοτοσακό» σε κάθε χωριό, δύο απογεύματα την εβδομάδα, για να κάνει ιατρείο, ενώ το πρωί έκανε ιατρείο στην Καλλονή.
«Άντε να πηγαίνεις δύο φορές την εβδομάδα στα Παράκοιλα με μοτοσακό, να κάνεις ιατρική και να γυρίζεις», λέει. «Θυμάμαι μια φορά, είχα μόλις τελειώσει το ιατρείο στα Παράκοιλα και ήρθα εδώ και έβαλα να φάω. Μόλις έκατσα, μου φέρνουν ένα τηλεγράφημα από τον ΟΤΕ να πάω στα Παράκοιλα επειδή ήταν ανάγκη. Να καβαλικέψω το μοτοσακό και να πάω στα Παράκοιλα για να δω τον άρρωστό μου.»
Δούλευε πολύ και πληρωνόταν 1.200 δρχ. το μήνα, δηλαδή 40 δρχ. την ημέρα. «Το καλό ήταν ότι υπήρχε η ελεύθερη ιατρική και είχα το δικαίωμα να κάνω το δικό μου ιατρείο», λέει. «Αποτέλεσμα; Από το Μόλυβο μέχρι το Σκουτάρο και μέχρι το Μανταμάδο, την Άγρα, το Μεσότοπο και την Ερεσό, δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχω μπει μέσα.»
Συνεχίζει την αφήγησή του περιγράφοντας δύσκολα περιστατικά σε διάφορα χωριά, τα οποία αναλάμβανε επί τόπου. «Τα κάνει κανείς τώρα αυτά εδώ πέρα;», αναρωτιέται. «Τώρα δε θα το έκανα, την εποχή εκείνη όμως είχα τη φόρα και δε σκεφτόμουν τι θα γινόταν αν κάτι πήγαινε στραβά. Είχα κάνει μάλιστα και νομίατρος. Όσο ήμουν εδώ, πριν το Κέντρο Υγείας, έπρεπε κάθε Σάββατο με ένα χωροφύλακα να πηγαίνουμε σε ένα μαγαζί. Θυμάμαι κάποιον που τον έγραψαν επειδή πουλούσε το αλεύρι 20 λεπτά παραπάνω και στο δικαστήριο παραπονιόταν ότι “δε σκότωσε άνθρωπο”, διαμαρτυρόμενος γιατί του είπαν να πληρώσει 14.000 δρχ. πρόστιμο.»


Όταν ήρθαν στη ζωή του τα εγγόνια (αριστερά). Με τη σύζυγό του, Ουρανία, και τον εγγονό τους Γιάννη, στο γάμο του δευτέρου πριν από τέσσερα χρόνια (δεξιά)

Τρεις φορές προπάππος
Μέχρι να βγει στη σύνταξη πριν από 10 - 15 χρόνια, ο Νικόλαος Βέρρος είχε συμπληρώσει 50 χρόνια ιατρικής προσφοράς. «Νομίζω ότι εξεπλήρωσα τον προορισμό μου», λέει σήμερα, 90 χρονών και έχοντας έξι συνολικά εγγόνια και δύο δισέγγονα, ενώ σύντομα περιμένει να γίνει προπάππος για τρίτη φορά. Έχοντας πάρει ίδια πορεία με τον ίδιο, πολλά μέλη της οικογένειάς του ασχολούνται με επάγγελμα σχετικό με την ιατρική.
Αναγνωρίζοντας την προσφορά του στον τόπο, πριν από ένα μήνα περίπου το Σωματείο Κυριών και Δεσποινίδων της Καλλονής τού έκανε μια τιμητική γιορτή, στην οποία και του απένειμε βραβείο προσφοράς. Ο ίδιος, σε ένα σύντομο λόγο του, ευχαρίστησε τον κόσμο που είχε γεμίσει το Δημοτικό Θέατρο Καλλονής.
«Αγάπησα τον τόπο μου», λέει συγκινημένος ο κ. Νίκος. «Και ακόμα και τώρα, αν βγεις και ρωτήσεις κάποιον τι γνώμη έχει για το γιατρό το Βέρρο, θα σου πει τα καλύτερα, κι αυτό με συγκινεί…»

* Ευχαριστούμε πολύ την κ. Ουρανία για την ιδιαίτερη περιποίηση και για την αναζήτηση στα κουτιά των αναμνήσεων για τις φωτογραφίες.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey