Στο καλό, καλέ μας άνθρωπε Θανάση!

01/07/2012 - 05:56
Ποιος να το περίμενε πως ενώ άλλοι θα πανηγύριζαν τη δολοφονία του Μπιν-Λάντεν, εμείς θα θρηνούσαμε το χαμό του Θανάση Βέγγου. Θα ήθελα πολύ να άκουγα τη γνώμη του Βέγγου για αυτήν τη σύμπτωση!
Ποιος να το περίμενε πως ενώ άλλοι θα πανηγύριζαν τη δολοφονία του Μπιν-Λάντεν, εμείς θα θρηνούσαμε το χαμό του Θανάση Βέγγου. Θα ήθελα πολύ να άκουγα τη γνώμη του Βέγγου για αυτήν τη σύμπτωση! Του Βέγγου, του καλού μας ανθρώπου, με τα θλιμμένα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μάτια. Από πού να ερχόταν άραγε αυτή η θλίψη; Ο Θανάσης Βέγγος δεν ήταν από τους ανθρώπους που αρκούνται στο να παραμένουν απλοί παρατηρητές. Το έδειξε μέσα από τη ζωή και την τέχνη του πως είναι επαναστάτης και πως τολμάει να μιλήσει για τα τυραννικά καθεστώτα, για τα κοινωνικά προβλήματα. Η καρδιά του άραγε δε θα ήταν μαύρη με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας; Έζησε αρκετά για να δει τους «Γερμανούς να ξανάρχονται» στη χώρα του, αυτήν τη φορά μέσω μιας ιδιότυπης «κατοχής», ενός μνημονίου, ενός ελέγχου, μιας απίστευτης πατρωνίας. Και όλα αυτά γιατί οι «καλοί άνθρωποι» του Βέγγου, οι ίδιοι οι συμπατριώτες του, δεν κατάφεραν να σταθούν στο ύψος του οράματος για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή και παγκόσμια «Ελλάδα».
Λίγα λόγια για τη ζωή του. Ο Βέγγος είχε δηλώσει με θάρρος σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του: «Στη γαλέρα της ζωής μου, τράβηξα άγριο κουπί.» Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1927 από φτωχούς γονείς. Χρειάστηκε και ο ίδιος να δουλέψει σκληρά σε διάφορες δουλειές, από θελήματα στη γειτονιά μικρός, μέχρι επεξεργασία δερμάτων αργότερα. Εξ αιτίας των αριστερών φρονημάτων του, εξορίζεται για μια δύσκολη διετία (1948 - 1950) στη Γυάρο. Εκεί, μέσα στην ατυχία του έχει την τύχη να γνωριστεί με το Νίκο Κούνδουρο. Ο γνωστός σκηνοθέτης δίνει στο Βέγγο μερικούς ρόλους σε αυτοσχέδιες παραστάσεις που στήνουν οι κατάδικοι της Γυάρου και αναγνωρίζει το ταλέντο του. Αυτή η γνωριμία οδηγεί στην πρώτη του εμφάνιση σε ταινία, στη «Μαγική Πόλη», το 1954. Από τότε ο Βέγγος συμμετάσχει σαν κομπάρσος σε πολλές ταινίες, ενώ ταυτόχρονα εργάζεται ως φροντιστής πλατώ. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος ήταν στην ταινία οι «Δοσατζήδες», με το Νίκο Σταυρίδη, το 1960. Την ίδια χρονιά τού δίνεται άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι μέσω εξετάσεων και σχολών, αλλά τιμητικά ως εξαιρετικό ταλέντο.

Η συνεργασία του Βέγγου τα επόμενα χρόνια με το σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη θα σταθεί καθοριστική. Με τις περίφημες ταινίες «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης κι Ερημοσπίτης» αναπτύσσει τον τύπο του αεικίνητου, ακούραστου τύπου, ο οποίος συνεχώς τρέχει να τα καταφέρει όλα μαζί, μεροκάματο, οικογένεια, ιδέες, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με απόλυτη καταστροφή. Ο Βέγγος που τρέχει θα μείνει παροιμιώδης στη γλώσσα του ελληνικού λαού, «σαν το Βέγγο έτρεχα». Το χαρακτηριστικό του γέλιο με το ταυτόχρονο χτύπημα των χεριών, η καράφλα του ως πολιορκητικός κριός (σε μια ταινία όπου περνάει με το κεφάλι από ένα τζάμι χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο), το πατίνι ή ενίοτε χαλασμένο μοτοσακό, αλλά και το τρομαγμένο του βλέμμα, οι περιττές κινήσεις πανικού, θα μείνουν αξέχαστα. Ο Βέγγος με τις ταινίες του περί μυστικών πρακτόρων, αλλά και αργότερα με τη σειρά «Τα Βεγγαλικά», μια παραγνωρισμένη αν και εξαιρετική σύνθεση, θα παίξει με το σουρρεαλισμό, τον πηγαίο αυτοσχεδιασμό και θα αναπτύξει περαιτέρω την περσόνα του αγχώδους αστικού τύπου.

Παρ’ όλη την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, η εταιρεία παραγωγής ταινιών που ιδρύει ο Βέγγος θα χρεωκοπήσει. Θα χρειαστούν χρόνια μέχρι ο αείμνηστος ηθοποιός να ορθοποδήσει, το καταφέρνει όμως, δίνοντας σε όλους μας ένα ακόμα παράδειγμα. Μπαίνει στη δεύτερη φάση της καριέρας του όπου οι ρόλοι του είναι πιο «σοβαροί», τραγικότεροι και πιο ουσιαστικοί από ποτέ. Από εκείνη την εποχή μάς έρχεται το ανεπανάληπτο «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του συνεργάζεται με τον Παντελή Βούλγαρη με κορυφαία στιγμή το 1998 με το «Όλα είναι δρόμος». Εμφανίζεται επίσης στην Επίδαυρο σε κωμωδίες του Αριστοφάνη («Αχαρνής», 2001, «Ειρήνη», 2002) με μεγάλη επιτυχία.
Παντρεύτηκε με την Ασημίνα Βέγγου, σύντροφοι μέχρι το τέλος. Έκανε δυο γιους. Αγαπήθηκε πολύ, τιμήθηκε από την Πολιτεία, είναι ο Βέγγος και δε θα υπάρξει άλλος. Δε θα βρεθεί κανείς να μας ωθεί (γιατί σπρώξιμο ήταν, ευχή και προτροπή) και να μας λέει «καλούς ανθρώπους». Για να κλείσουμε με δικά του λόγια: «Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτήν τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey