Δεν ξέρω πώς μου ξέφυγε τούτο το θλιβερό μαντάτο. Παρ’ ότι προσπαθώ να ενημερώνομαι για τα καθέκαστα του νησιού μας, πληροφορήθηκα το θάνατο του αγαπημένου μου Καθηγητή και Γυμνασιάρχη, αείμνηστου Βαγγέλη Κακάμπουρα, από ένα συγκινητικό σχόλιο του συνεργάτη του «Ε» κ. Στρατή Δελόγκου.
Δεν ξέρω πώς μου ξέφυγε τούτο το θλιβερό μαντάτο. Παρ’ ότι προσπαθώ να ενημερώνομαι για τα καθέκαστα του νησιού μας, πληροφορήθηκα το θάνατο του αγαπημένου μου Καθηγητή και Γυμνασιάρχη, αείμνηστου Βαγγέλη Κακάμπουρα, από ένα συγκινητικό σχόλιο του συνεργάτη του «Ε» κ. Στρατή Δελόγκου, που διάβασα από την Άγκυρα στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας σας.
Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να γράψω γι’ αυτόν τον εξαίρετο εκπαιδευτικό, τον πρώτο ανάμεσα σε πολλούς ισάξιους «δασκάλους», που εκπαίδευσαν και διαμόρφωσαν όχι μόνον τη δική μου γενιά, μα και πολλές άλλες, προηγούμενες και κατοπινές. Στο πρόσωπό του πάντα πίστευα ότι το περίφημο «μου χάρισε το ευ ζην» ανταποκρινόταν απόλυτα σ’ όλα όσα μου προσέφερε ως παιδαγωγός ο Βαγγέλης Κακάμπουρας.
Φαντάζομαι ότι για την πολύτιμη προσφορά του στη λεσβιακή εκπαίδευση θα γραφούν πολλά και σημαντικά, λόγια που θα μας θυμίζουν το σημαντικό του πέρασμα από τα εκπαιδευτήριά μας. Από το βήμα, όμως, της εφημερίδας σας, θα ήθελα να τιμήσω τη μνήμη του, με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ευρύτητας του πνεύματος του «Γυμνασιάρχη μας», και της αγάπης που έτρεφε εκείνος για μας - και μεις για κείνον (προφανώς έχω ζηλέψει τις αναμνήσεις του Ασημάκη Πανσέληνου από το «Τότε που Ζούσαμε»).
Την άνοιξη, λοιπόν, του ‘64, τελειόφοιτοι του Β΄ γυμνασίου, είχαμε, ήδη, γυρίσει απ’ την καθιερωμένη «επιμορφωτική» εκδρομή μας σε Δελφούς και Ολυμπία, από την οποία, μάλιστα, περίσσεψε ένα μικρό ποσό απ’ τα χρήματα που είχαμε, με πολλούς κόπους, συγκεντρώσει. Τα μετρούσαμε από δω, τα μετρούσαμε από κει, αλλά δεν μπορούσαμε να καταλήξουμε στον τρόπο που θα τα μοιράζαμε μεταξύ μας. Έτσι, αποφασίσαμε να τα ξοδέψουμε σε μια ακόμα ημερήσια κυριακάτικη εκδρομή στο νησί. Το ποσό που περίσσεψε, πάντως, δεν έφθανε για πολυτέλειες και έτσι νοικιάσαμε φορτηγό! Οι περισσότεροι καθηγητές μας έδειξαν απροθυμία να μας συνοδεύσουν υπό τέτοιες συνθήκες, εκτός απ’ το Γυμνασιάρχη μας. Όλα είχαν τακτοποιηθεί και ένα πρωί Κυριακής, συγκεντρωθήκαμε στην αυλή του Γυμνασίου για να ξεκινήσουμε για την Αχλαδερή. Τότε, όμως, κυκλοφόρησε η φήμη ότι η αντίστοιχη τάξη του Γυμνασίου Θηλέων θα πήγαινε, την ίδια μέρα, εκδρομή στο Μόλυβο. Τι πιο καλή ευκαιρία για να συναντηθούμε εκεί με τις φιλενάδες μας;
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να αλλάξουμε προορισμό και να ανακοινώσουμε τα σχέδια στο Γυμνασιάρχη-Συνοδό μας. Σε λίγο, εμφανίσθηκε εκείνος, κομψός-κομψός, με ένα στενό, μεσάτο, λινό σακάκι και φαρδύ παντελόνι, όπως απαιτούσε η μόδα της δεκαετίας του ‘30! Προς μεγάλη μας, όμως, απογοήτευση, ήταν ανένδοτος όσον αφορά την αλλαγή προγράμματος. Τα ήθη, τότε, δεν επέτρεπαν «κοινές εκδρομές».
Θρονιάστηκε εκείνος, στην καμπίνα δίπλα στον οδηγό του φορτηγού, εμείς σκαρφαλώσαμε στην καρότσα και ξεκινήσαμε. Δε σταματήσαμε, όμως, να σκεφτόμαστε τρόπους για να μεταπείσουμε το συνοδό μας. Και τι δε μηχανευθήκαμε! Αφήναμε επίτηδες να μας πέφτουν τα καπέλα στο δρόμο και με απανωτά χτυπήματα στην οροφή της καμπίνας του οδηγού, ζητούσαμε να σταματήσει το φορτηγό. Κι όση ώρα κάποιος μάζευε (αργά-αργά) το καπέλο του απ’ το δρόμο, οι υπόλοιποι αρχίζαμε τα παρακάλια, μπας και πείσουμε τον ανένδοτο Γυμνασιάρχη να ικανοποιήσει τις ερωτικές μας κάψες. Εις μάτην!
Ύστερα από πολλές τέτοιες, αποτυχημένες προσπάθειες, φθάσαμε κατσούφηδες στην Αχλαδερή. Αντί να αρχίσουμε τα παιχνίδια, εξακολουθούσαμε να συζητάμε σχέδια για εξέγερση. Τότε, ο πλακατζής της τάξης, ο Στέφανος Δημάκης (καλή του ώρα), έβγαλε ένα προσκοπικό μαχαίρι και προσποιούμενος ότι το ακονίζει στην παλάμη του, με εμάς να τον ακολουθούμε σε ημικύκλιο, αρχίσαμε να προχωρούμε, αργά-αργά, σαν χορός ελληνικής τραγωδίας, προς το συνοδό μας που χαλάρωνε, ανυποψίαστος, στον ανοιξιάτικο ήλιο.
Όταν φθάσαμε κοντά του, ο Δημάκης, πάντα ακονίζοντας το μαχαίρι του, του είπε σοβαρά και μόρτικα: «Εμείς λέμε να πάμε στο Μόλυβο, εσείς τι λέτε;» Ιεροσυλία! Την εποχή εκείνη, αν τολμούσες να κάνεις τέτοια πλάκα στο Γυμνασιάρχη σου, το λιγότερο που θα ‘πρεπε να περιμένεις ήταν μια σειρά από σβουριχτά πλακόνια.
Ο δικός μας, όμως, Γυμνασιάρχης, παρέμεινε ατάραχος, έψαξε χωρίς να βιάζεται τις τσέπες του, έβγαλε μια μινιατούρα σουγιαδάκι, απ’ αυτά που τότε στόλιζαν κάτι μπρελόκ, το άνοιξε, προσποιήθηκε κι αυτός ότι το ακονίζει και απάντησε στο ίδιο ύφος: «Εγώ λέω όχι, εσείς τι λέτε;»
Περιττό να πω ότι με μια τέτοια αντίδραση τα κέφια μας επανήλθαν και περάσαμε μια από τις αξέχαστες εκδρομές των μαθητικών μας χρόνων.
Έτσι μεγαλώσαμε. Έτσι περνούσαμε. Έτσι μας διαπαιδαγωγούσε, με χιούμορ και στιβαρότητα ο Γυμνασιάρχης μας, ο Βαγγέλης Κακάμπουρας. Όχι με υποκριτικές και ψευδοκουλτουριάρικες προσεγγίσεις «για να πλησιάσουμε τη νοοτροπία των παιδιών».
Τώρα, αν πετύχαμε, αν τον δικαιώσαμε με την κατοπινή μας ζωή, αυτό θα το κρίνουν αυτοί, που σε κάμποσα χρόνια, θα γράφουν παρόμοια κείμενα για μας.
Μέχρι τότε, θα ζούμε με τα νάματα και τις γνώσεις που εκείνος μας μετέδωσε. Επιστρέφοντάς του την αγάπη που μας μετέδωσε, στα πιο τρυφερά μας χρόνια και με το κατευόδιο «ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει».
* Ο Φωτής Ξύδας είναι Μυτιληνιός, πρέσβης της Ελλάδας στην Άγκυρα.