Στο σπίτι μας ο λογαριασμός του τηλεφώνου πάντα ερχόταν ανεβασμένος. Βλέπετε η μακαρίτισσα η μάνα μου δεν άφηνε το ακουστικό από το χέρι της. Κάθε φορά λοιπόν που ο πατέρας μου διαμαρτυρόταν, του έβαζε τις φωνές...
Στο σπίτι μας ο λογαριασμός του τηλεφώνου πάντα ερχόταν ανεβασμένος. Βλέπετε η μακαρίτισσα η μάνα μου δεν άφηνε το ακουστικό από το χέρι της. Κάθε φορά λοιπόν που ο πατέρας μου διαμαρτυρόταν, του έβαζε τις φωνές: «Αχάριστε, εγώ είμαι όλη μέρα κλεισμένη μέσα, μια χαρά έχω και θες να μου τη βγάλεις ξινή! Χωρίζουμε! Φεύγω!» Έπαιρνε την τσάντα και το παλτό της, έβγαινε θεαματικά από την πόρτα, ο πατέρας μου κουνούσε το κεφάλι του, γύριζε ύστερα από κανένα εξάωρο κι όλα ήταν μέλι - γάλα. Αυτό γινόταν κάθε δίμηνο! Ανελλιπώς. Τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν την περασμένη εβδομάδα στην πολιτική μας σκηνή ζωντάνεψαν στο μυαλό μου αυτήν τη γλυκιά οικογενειακή ανάμνηση!
Μόνο που ένιωσα τρόμο, άγριο και βασανιστικό, γιατί κατάλαβα ότι κάποιος παίζει με τη μοίρα μας κρυφτό! Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, η χώρα είναι ένα καζάνι που βράζει, όλων μας την πόρτα χτυπά η ανασφάλεια, κι ο Γιώργος τι έκανε; Αποφάσισε να μοιραστεί την πρωθυπουργία με το Σαμαρά κι αν χρειαστεί, λέει, πήρε τη «γενναία» απόφαση να φύγει από την πρωθυπουργία, ξαναλέει, για να γίνει άλλος πρωθυπουργός, για το καλό μας. Αρκεί η Σεληνιακή Έκλειψη να δικαιολογήσει τόση ανοησία;
Αν ο Γιώργος παρουσιαζόταν κάποτε μπροστά στο δικαστήριο της Αδέκαστης Ιστορίας, πολύ φοβάμαι ότι για την πράξη του αυτή θα ανταμειβόταν με ένα γενναιότατο κράξιμο. «Τι είναι, καλέ, η πρωθυπουργία; Μπάλα, που, αφού έπαιξες εσύ, τη δίνεις τώρα και του Αντωνάκη, να μη μείνει παραπονεμένος;» «Είμαστε τέσσερα αδέλφια, έμαθα να μοιράζομαι», θα απαντούσε. «Αγόρι μου, την εξουσία, τη γυναίκα και το γάιδαρο δεν τα μοιραζόμαστε. Ειδικά την εξουσία στην έδωσε ο λαός. Ποιον ρώτησες και την παραχωρείς; Σε ψήφισε ο κόσμος για να δει το Σαμαρά συγκυβερνήτη; Ή μήπως για να βρεθεί Πρωθυπουργός ο Μολυβιάτης; Ο κόσμος σε έκανε Πρόεδρο, αυτός θα σου πει να φύγεις!» «Ο κ. Κώστας μού είπε “μπράβο, αγόρι μου, παρέσυρε κι αυτόν τον αλήτη στο δρόμο σου, να κυβερνήσει πιο γρήγορα η κορούλα μου”. Έτσι είπε.» «Κι αυτό δε σε ανησύχησε; Θα γράψεις εκατό φορές τον ορισμό της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας κι ο Βενιζέλος θα σε εξετάζει καθημερινά στο κεφάλαιο της λαϊκής κυριαρχίας», θα αποφαινόταν η Ιστορία.
«Έχω πολύ καλές σπουδές», θα απαντούσε λυπημένα αλλά ευγενικά ο Γιώργος. «Να χέσω το Χάρβαρντ που τελειώσατε κι εσύ κι ο Αντωνάκης», θα απαντήσει τότε η Ιστορία. «Βρε, ούτε τα πιο ανόητα γκομενιλίκια δε λύνονται μέσω τηλεφώνου, κι εσείς, ανάθεμά σας, την εξαντλήσατε τη συνεργασία για “τη σωτηρία της πατρίδος” σε δυο τηλεφωνήματα του μισάωρου κι ύστερα βγήκατε και μαλλιοτραβηχτήκατε να φανεί ποιος φταίει!!!»
«Ο Μεταξάς είπε “όχι” στους Ιταλούς από το τηλέφωνο», θα ξαναπεί σιγανά ο Γιώργος. «Κι εσύ να το πεις στους Γερμανούς, πάρε τηλέφωνο τη Μέρκελ…» «Ποτέ δεν είμαι αγενής με μια κυρία, γι’ αυτό έκανα αντιπρόεδρο το Βαγγέλη, να πάει να της μιλήσει. Αν δε φοβηθεί ούτε αυτόν, τότε πράγματι ελπίδες δεν υπάρχουν!» «Κι ο ανασχηματισμός τι ήταν; Γιατί ξαναζωντάνεψες την Κυβέρνηση του Σημίτη;» «Γιατί όλοι τους φταίνε για την κατάσταση! Να έρθουν, λοιπόν, οι ίδιοι να καθαρίσουν!» «Ανάμεσα σε Πάγκαλο και Βενιζέλο δεν αισθάνεσαι να περνάς Συμπληγάδες;» «Ω! έχω αρχίσει να ελπίζω! Άλλοι δυο - τρεις τέτοιοι κι η εποχή των παχιών αγελάδων θα ξαναγυρίσει!» «Και με τους αγανακτισμένους τι θα γίνει;» «Δεν ξέρω, σκέφτομαι να μοιραστώ την εξουσία μαζί τους: Η Πλατεία Συντάγματος θα γινόταν Εκκλησία του Δήμου, δε θα κυβερνούσαμε δυο και τρεις, θα γινόμασταν χίλιοι δεκατρείς. Ποιος ξέρει, ίσως η αγανάκτηση να γεννήσει τελικά τη λύση!»