Έγραφε τις προάλλες ο Τριάντης που, ειρήσθω εν παρόδω, θα μας λείψει η γραφή του, για το πώς εκλαμβάνουν πλέον έξω την Ελλάδα: «Πτωχή πλην αξιοπρεπής; Χρεωκοπημένη πλην τίμια; Όχι βέβαια. Όλοι τη λοιδορούν και τη χλευάζουν, την απαξιώνουν και την αποφεύγουν. Λένε Ελλάδα και αποστρέφουν το βλέμμα…».
Έγραφε τις προάλλες ο Τριάντης που, ειρήσθω εν παρόδω, θα μας λείψει η γραφή του, για το πώς εκλαμβάνουν πλέον έξω την Ελλάδα: «Πτωχή πλην αξιοπρεπής; Χρεωκοπημένη πλην τίμια; Όχι βέβαια. Όλοι τη λοιδορούν και τη χλευάζουν, την απαξιώνουν και την αποφεύγουν. Λένε Ελλάδα και αποστρέφουν το βλέμμα…». Πώς να δεχτείς τέτοια ταπείνωση όταν μια ζωή ήσουν περήφανος για τις καταβολές σου και τώρα βλέπεις την κατάντια μιας χώρας, ενός λαού ταπεινωμένου, απ’ όσα τραβά. Κι από ποιους… Κομμάτι δύσκολο να αποδεχτείς κάποιες βαριές αλήθειες. Λες και βάλθηκε ο Θεός να μας αποτρελάνει!
Ύστερα διαβάζω τα παρακάτω λόγια του καθηγητή Ν. Λυγερού κι αρχίζει μέσα μου να φουντώνει λίγο η φλόγα. Γράφει: «Η αξιοπρέπεια δεν μετριέται με δείκτες. Πολλές φορές τα πράγματα ήταν δύσκολα για το λαό μας, αλλά ποτέ δεν χάσαμε την αξιοπρέπειά μας. Ακόμα και ηττημένοι. Ούτε στο εκτελεστικό απόσπασμα δεν σκύβαμε. Δεν υπήρχε λόγος, η γη μας θα ήταν ο τάφος μας. Μπορεί να ξερίζωσαν ακόμα και τα θεμέλια των σπιτιών μας όταν αντισταθήκαμε, αλλά το αντέξαμε και χτίσαμε καινούργια πάνω στην ίδια γη, ενώ οι κατακτητές μας έφτυσαν αίμα και φύγαν.
»Είμαστε ακραίοι, υπερβολικοί και φωνακλάδες γιατί είμαστε ακρίτες, δεν μας αρέσει η μετριότητα και αγαπάμε δυνατά. Χαζεύουμε τον ουρανό, αγναντεύουμε τη θάλασσα, είναι αλήθεια. Δεν είμαστε διαφορετικοί αλλά κάνουμε τη διαφορά. Ζούμε αιώνες μ’ ένα κομμάτι γης γιατί έχουμε τον ουρανό και τη θάλασσα. Κι αν είμαστε μόνο σκιές για τους άλλους είναι γιατί έχουμε ήλιο. Ο λαός μας έτρωγε πέτρες αλλά σκάλιζε μάρμαρο. Πολλές φορές μας έκαψαν αλλά δεν μας κατέστρεψαν γιατί το φως δεν καίγεται. Μας πήραν πολλές φορές το χώρο μας αλλά πάντα είχαμε το χρόνο.
»Είμαστε τα παιδιά που δεν έκανε η Αντιγόνη γι’ αυτό και δεν πεθαίνουμε ποτέ. Ποιος να σκοτώσει ένα σύμβολο; Κι όταν πεθαίνει ένας δικός μας κι έχει αφήσει έργο, δεν είναι τυχαίο που η κραυγή μας βγάζει τη λέξη: Άξιος! Και ζούμε για να τον θυμόμαστε, δεν έχουμε άλλη επιλογή, είναι θέμα ανάγκης. Είμαστε λίγοι στην αρχή και γινόμαστε σπάνιοι στο τέλος. Αυτή είναι η μοναχική μας πορεία. Έτσι γεννήθηκε ο ελληνισμός και παραμένει μια αξία για όλη την ανθρωπότητα ενώ έπεσαν τόσες ιδεολογίες που θεωρούσαμε αθάνατες.
»Τίποτα δεν ξεχάσαμε γιατί ποτέ δεν χάσαμε τις αξίες μας. Κι αν δίνουμε τόση σημασία στην ελευθερία, είναι γιατί συνδυάζεται με τη σκέψη. Δίχως ελεύθερη σκέψη, δεν είσαι άνθρωπος. Κι εμείς παραμείναμε άνθρωποι ακόμα και σκλαβωμένοι. Μόνον έτσι δεν γίναμε σκλάβοι. Πολιορκημένοι ναι, αλλά πάντα ελεύθεροι, διότι δεν ξέραμε να ζήσουμε αλλιώς. Αυτό λέει ακόμα και η σημαία μας με τις γαλανόλευκες συλλαβές της: Ελευθερία ή Θάνατος. Γιατί λοιπόν να γονατίσουμε τώρα; Μετά από τόσους αιώνες, να παραδοθούμε για ποιο λόγο; Επειδή θεωρούν ότι μας έπεισε η ρητορική της κρίσης; Δεν θα χάσουμε την αξιοπρέπειά μας για τόσο λίγο!»
Κι αν δεν την έχουμε χάσει τελείως, ας κρατήσουμε έστω μια στάλα. Αλλά π;vς, όταν όλο και πιο πολλά είναι τα σκυμμένα κεφάλια. Τώρα που όλα γίνανε μαντάρα, πώς κι από ποιον να τη ζητήσουμε πίσω;… Χρόνια καβάλα στις στέρεες πλάτες των ευλογημένων παππούδων μας, περήφανοι, αραχτοί και άνετοι, χαραμίσαμε όλη την πολύτιμη κληρονομιά που μας άφησαν, χαρίζοντάς την απλόχερα σ’ αυτούς που τώρα μας ποδοπατούν. Τους παραδώσαμε το σωστό κι αληθινό, το ανθρώπινο νόημα της ζωής δίχως εμείς να κρατήσουμε - και να τηρήσουμε - το ελάχιστο. Τώρα, αλίμονο, μικροί, μόνοι κι έρημοι κλαίμε τη μοίρα μας.