Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» ένα νέο βιβλίο, μια νέα μεταφραστική απόπειρα πάνω στην ποίηση της Σαπφώς. Η Τασούλα Καραγεωργίου, δρ. Φιλολογίας, σχολική σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, βραβευμένη ποιήτρια, ύστερα από πολύχρονη ενασχόληση με το έργο της Σαπφώς, έδωσε στη δημοσιότητα τη μετάφραση σε μια εκτεταμένη επιλογή από τα σωζόμενα ποιήματα της Σαπφώς, της ποιήτριας εκείνης που «κατάφερε να αιχμαλωτίσει τους πιο αρμονικούς ήχους από το υπόγειο ποτάμι μιας πανάρχαιας παραδοσιακής ποίησης και να τους μετατρέψει σε μελωδία εξαίσια που συνεχίζει ακόμα και σήμερα το πτερόεν ηδύφωνο ταξίδι της απ’ το νησί της Μυτιλήνης, του τέλους του 7ου και των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ., στα πέρατα του τόπου και του χρόνου», όπως γράφει στο προλογικό της σημείωμα.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου, είχαμε μια συζήτηση με τη μεταφράστρια, που απλώθηκε σε διάφορα θέματα. Από τις δυσκολίες του εγχειρήματος, έως την αντοχή της σαπφικής ποίηση και τις επιδράσεις της στο σημερινό λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Και φυσικά δεν μπορούσαμε να μη ρωτήσουμε για τα ίχνη της Σαπφώς στο λεσβιακό πολιτισμό.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΟΡΔΑ
Για ποιους λόγους αποφασίσατε να καταπιαστείτε με τη μετάφραση της ποίησης της Σαπφώς;
«Πιστεύω βαθύτατα πως η μετάφραση των υπέροχων αυτών κειμένων συνιστά μια υποχρέωση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, αν θέλουμε πραγματικά να διατηρείται ζωντανός και ουσιαστικός ο διάλογος με τα εξαίσια αυτά έργα, που συγκροτούν το σώμα της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Εξ άλλου, η υψηλή ποιότητα της νεοελληνικής ποίησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα λαμπερά γλωσσικά αποστάγματα που κληροδότησαν σ’ αυτήν οι αιώνες και αλίμονο αν η συνομιλία με την ανεκτίμητη αυτή παράδοση ανακοπεί.
Για μένα πάντως, όπως αναφέρω σχετικά και στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου, ήταν ανταπόκριση σε ένα έμμεσο ιδιότυπο κάλεσμα - σε ένα παράξενο νεύμα που κάνει το ωραίο κείμενο, καλώντας σε περιπλάνηση στο γλυκόφωνο γλωσσικό του κόσμο. Η μεταφραστική μου απόπειρα στη σαπφική ποίηση ήταν τελικώς μια βασανιστική, αλλά άκρως γοητευτική γλωσσική περιπέτεια, που μου επέτρεψε να βιώσω μια μοναδική εμπειρία ποιότητας.»
Πόσο χρόνο σάς πήρε μέχρι να φθάσετε στην παρούσα έκδοση και αν υπήρξαν στιγμές που διστάσατε να δώσετε στη δημοσιότητα τη μετάφρασή σας;
«Ένα μέρος εκ των μεταφρασμάτων έχει ήδη δημοσιευθεί στο περιοδικό “Ποίηση” (τεύχος 16, Φθινόπωρο - Χειμώνας 2000, σ. 164-171), που διηύθυνε ο Χάρης Βλαβιανός. Τα υπόλοιπα μεταφράσματα τα δούλευα κατά καιρούς όλα αυτά τα χρόνια και δε σας κρύβω ότι συχνά άλλαζα ρυθμούς, αναζητούσα διαφορετικές τονικότητες και κάποτε μεταπηδούσα από το ένα νεοελληνικό τονικό μέτρο στο άλλο (π.χ. από τον ίαμβο στον ανάπαιστο και αντιστρόφως). Ένα παράδειγμα: το πολύ γνωστό σαπφικό “δέδυκεν μεν α σελάννα…”, αρχικώς το μετέφρασα σε ιαμβικό μέτρο ως εξής: “Βασίλεψε η σελήνη / κι η Πούλια έχει χαθεί· / Μεσάνυχτα· γλιστρά ο καιρός / κι εγώ κοιμάμαι μοναχή”. Αργότερα όμως, μου φάνηκε καταλληλότερο το αναπαιστικό μέτρο και έτσι, στην έκδοση της μετάφρασης, τελικώς κατέληξα σε μιαν ολότελα διαφορετική ρυθμικά εκδοχή: “Η σελήνη βασίλεψε πια / και η Πούλια εχάθη· / μεσονύχτι· η ώρα περνά / κι εγώ πάλι κοιμάμαι μονάχη”.
Με ρωτάτε, αν δίστασα να δώσω στη δημοσιότητα τη μετάφρασή μου. Πράγματι, μου συνέβη να με κυριαρχήσει ένα δέος απέναντι στην άφθαρτη ωραιότητα του πρωτοτύπου, δέος το οποίο κάποιες στιγμές λειτούργησε για μένα αποτρεπτικά, δεδομένου ότι πρόθεσή μου δεν ήταν να κάνω μια φιλολογική απόδοση της Σαπφώς, αλλά - δυσχερέστατο εγχείρημα - μια ποιητική μετάφραση. Έτσι κι αλλιώς πάντως, μια μεταφραστική απόπειρα στη Σαπφώ πρέπει, εκτός των άλλων, να προϋποθέτει σεμνότητα και ταπεινοσύνη.»
Μπορεί να μεταφραστεί η Σαπφώ; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε σ’ αυτήν σας την προσπάθεια;
«Τις δυσκολίες που σχετίζονται μάλιστα με τη μετάφραση της ποίησης εν γένει (“ποίηση είναι αυτό που δεν μεταφράζεται”, αναφέρει χαρακτηριστικά ένας γνωστός ορισμός), τις εκθέτω στο προλογικό σημείωμα υπό μορφή ερωτημάτων. Θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω μερικά από αυτά:
“Μπορεί να μεταφρασθεί σήμερα η Σαπφώ και να ακουσθεί ο λόγος της χωρίς την υπόκρουση λύρας; Πώς είναι δυνατόν μία σύγχρονη μεταφραστική απόπειρα να χαρακτηρισθεί επάξια ως διάλογος με το έργο της; […] Πρέπει να είναι έμμετρη κατά τα παραδοσιακά μέτρα, ή σε λόγο πεζό, αλλά εύρυθμο μία τέτοια απόπειρα; Αν είναι έμμετρη, θα πρέπει να ακολουθεί τη μορφή της παραδοσιακής ή της ελεύθερης ποίησης; Ποια πρέπει εκάστοτε να είναι η κατάλληλη γλωσσική επιλογή; Πώς να αποδοθούν εκφράσεις που σχετίζονται με την ψυχοπαθολογία του έρωτα χωρίς να εκπέσει η μετάφραση σε μελοδραματικούς τόνους; Μπορεί λ.χ. να αποδοθούν ο μεν ‘Έσπερος’ ως Αποσπερίτης, η δε ‘αὔως’ ως αυγή χωρίς να ενοχληθεί παράλληλα το σύγχρονο ποιητικό γλωσσικό αισθητήριο; Με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν ο λόγος που ανασαίνει τον αέρα της υπαίθρου, να μεταφερθεί παραμένοντας αλώβητος αισθητικά, σε αναγνώστες που βιώνουν τη σύγχρονη αστική καθημερινότητα και που αντιλαμβάνονται ανάλογες ποιητικές εκφράσεις ως φολκλορικές γραφικότητες; Και από την άλλη, πόσο επαρκής είναι η σύγχρονη αστική ποιητική γλώσσα στην απόδοση πραγμάτων και καταστάσεων που συνδέονται με τον αγροτικό βίο; Τέλος, πόσο νόμιμη είναι η φιλολογική ή και η ποιητική αποκατάσταση στίχων σωσμένων σε σπαραγματική μορφή;”»
Το γεγονός ότι μετάφραση της ποίησης της Σαπφώς μάς έχει δώσει και ο Ελύτης, μήπως δρα αποτρεπτικά για μια νέα απόπειρα;
«Οπωσδήποτε η προϋπάρχουσα μετάφραση του Ελύτη, αυξάνει το μέτρο του δέους, το οποίο ούτως ή άλλως προκαλεί το ίδιο το κείμενο.
Πάντως ο Ελύτης μετέφρασε τη Σαπφώ (α΄ έκδοση 1984) προβαίνοντας παράλληλα σε μια τολμηρή, κατά την άποψή μου, ανασύνθεση του πρωτοτύπου, συνδέοντας δηλαδή τους αποσπασματικά παραδομένους σαπφικούς στίχους με απώτερο στόχο, όπως ο ίδιος γράφει, “τη δημιουργία μιας νέας ποιητικής μονάδας”. Στη δική μου εργασία, η Σαπφώ παραμένει θρυμματισμένη κουβαλώντας τα σημάδια που άφησε πάνω στην ποίησή της η σπαραγματική παράδοση των στίχων της. Σ’ αυτά τα ποιητικά θραύσματα επιχείρησα να προσδώσω μια μουσικότητα, έχοντας πάντα κατά νου τουλάχιστον να μην πληγώσω την άφθαστη ποιότητα της αισθητικής τους.»
Σαπφώ και δημοτικό τραγούδι Στην εισαγωγή μάς μιλάτε για «μια δημοτική παράδοση μας εποχής εκείνης που η Σαπφώ θαυμαστά αξιοποίησε». Θα ήθελα να μας το εξηγήσετε λίγο.
«Στο προλογικό σημείωμα αναφέρω επίσης: “Επικεφαλής μιας συντεχνίας μουσοπόλων γυναικών η Σαπφώ κατάφερε να ενωτισθεί τους ήχους από το υπόγειο ποτάμι μιας πανάρχαιης παραδοσιακής ποίησης και να τους μετατρέψει σε μελωδία εξαίσια που συνεχίζει ακόμα το πτερόεν γλυκύφωνο ταξίδι της απ’ το νησί της Μυτιλήνης του τέλους του 7ου και των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ., στα πέρατα του τόπου και του χρόνου.” Πιστεύω, και όχι μόνον εγώ φυσικά, πως η Σαπφώ άντλησε από το ίδιο ποτάμι στο οποίο κύλησε και το νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι. Οι δικοί του ήχοι μας επιτρέπουν να ακούσουμε αυτό που άκουσε η Σαπφώ και να εκτιμήσουμε έτσι μια κορυφαία έκφραση του λαϊκού μας πολιτισμού που εγκιβωτίζει μέσα της την ξεχωριστή ευγένεια και την κομψή χάρη της λαϊκής μας ποίησης και γλώσσας. Θα ήθελα να αναφέρω μόνον δύο παραδείγματα (στα σχόλια που συνοδεύουν τη μετάφρασή μου παραθέτω αρκετά άλλα) αυτής της σχέσης της σαπφικής ποίησης με το δημοτικό τραγούδι: Το σαπφικό “γλύκηα μάτερ, ούτοι δύναμαι κρέκην τόν ίστον / πόθωι δάμεισα παίδος βραδίναν δι’ Αφροδίταν” (Μανούλα μου άλλο δεν μπορώ στον αργαλειό να υφαίνω / εμένα με σαΐτεψε η λυγερή Αφροδίτη / κι έχω πιαστεί στον έρωτα ενός παλικαριού), είναι απολύτως ομόλογο με το γνωστό νεοελληνικό δημώδες: “Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ / αχ! σύρε να φέρεις τον γιατρό, / να μου γιάνει μάνα τον καημό”. Και ένα δεύτερο παράδειγμα: το δημοφιλές ήδη κατά την αρχαιότητα , “Δέδυκε μεν α σελάννα / και Πληιάδες μέσαι δε /νύκτες ·πάρα δ’ έρχεται ώρα / εγώ δε μόνα καθεύδω” συναντάται με το ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι, “λειώσαν τα χιόνια λειώσανε / τα χιόνια τα ‘λειωσε η βροχή / κι εγώ κοιμάμαι μοναχή”. Εξ άλλου πλείστες είναι οι ομοιότητες, που εντοπίζει κανείς στα σαπφικά επιθαλάμια (=τραγούδια του γάμου) με τα νεοελληνικά νυφιάτικα τραγούδια.»
Ποια είναι τα στοιχεία της Σαπφικής ποίησης που την καθιστούν τόσο ανθεκτική στο χρόνο;
«Νομίζω πως η ποίηση αυτή αγγίζει το βάθος της ανθρώπινης ψυχής χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη απλά στοιχεία, πρωτογενή και φυσικά. Υπάρχει όμως μια ακατάλυτη δύναμη στην απλότητα, στην αμεσότητα και στην αυθεντικότητα της σαπφικής ποίησης. Μοναδική είναι και η ευγένεια που πνέει πάντα σα ζωογόνο αεράκι στα ποιήματα της Σαπφώς, ακόμα και όταν με ένταση ξεχωριστή αποτυπώνουν τα ερωτικά πάθη.»
Εξακολουθεί η Σαπφώ να επηρεάζει τους νέους ποιητές ή, για να το πω καλύτερα, βλέπετε σαπφικές επιρροές στο έργο σύγχρονων ποιητών, όπου η θεματολογία είναι διαφορετική;
«Τους πολύ νέους ποιητές, πολύ φοβάμαι πως η Σαπφώ δεν τους επηρεάζει· και όχι επειδή δεν έχει η ποίηση αυτή με την αιώνια νεότητά της τη δύναμη να συνομιλήσει με τους νέους. Πολύ φοβάμαι πως οι νέοι δε γνωρίζουν πια την ποίηση αυτή· ίσως μάλιστα η απόσταση να μεγαλώσει στο μέλλον, αν αναλογισθεί κανείς πως στο σχολείο σχεδόν δε διδάσκεται πια η αρχαϊκή λυρική ποίηση (στο gυμνάσιο καθόλου - ούτε πια από μετάφραση, όπως συνέβαινε στο παρελθόν· στο lύκειο οι ελάχιστες ώρες, που προβλέπει το αναλυτικό πρόγραμμα και μόνο για τη Θεωρητική Κατεύθυνση, δυστυχώς “αξιοποιούνται” για τη διδασκαλία άλλων αντικειμένων). Αν αναλογισθεί κανείς πως το έργο της Σαπφώς συνιστά τομή ανεκτίμητη, όχι μόνο για την ποίηση, αλλά και για την παγκόσμια σκέψη - είναι η πρώτη που αρθρώνει το λυρικό “εγώ” -, μπορεί να αντιληφθεί πόσο φτωχαίνουμε καθώς απομακρυνόμαστε από τη μαγεία και τον πλούτο της αιώνια δροσερής αυτής ποίησης.
Πρέπει λοιπόν επιτέλους να ακούσουμε τις χίλιες φωνές, που σήμερα μας καλούν να αναζητήσουμε ξανά τις πηγές.»
Η Λέσβος δεν έπαψε ποτέ να παράγει εξαίσιους καρπούς Στη Λέσβο, στο Αιγαίο ευρύτερα, περηφανευόμαστε για τη λογοτεχνική μας παραγωγή στο πέρασμα των αιώνων και συχνά μιλάμε για δημιουργία που ξεκινά από τη Σαπφώ φτάνει μέχρι τον Ελύτη και συνεχίζεται, με άλλα μεγέθη βέβαια, μέχρι σήμερα. Ο σατιρικός Στρατής Αναστασέλλης έχει γράψει ένα εξαιρετικά εύστοχο τετράστιχο: «Αιγαίου τ’ αρμυρά νιρά ς / είν’ αίμα απ’ τν Ιλλάδα / έδιου κατούρσι γη Σαμφώ / τσ’ ακόμ’ βαστά η σπιρτάδα». Ποια είναι η γνώμη σας;
«Έχετε κάθε δίκιο να αισθάνεστε αυτή τη δημιουργό περηφάνια, που αντιλαμβάνομαι πως λειτουργεί αναγεννητικά για το νησί, αφού ο πολιτισμός για τη Λέσβο είναι σαν τους υπέροχους απέραντους ελαιώνες της: δεν έπαψε ποτέ να παράγει εξαίσιους καρπούς. Την ίδια περηφάνια αισθάνεται και η Σαπφώ, όταν υμνεί τον Λέσβιο αοιδό, που υπερέχει ανάμεσα στους ξένους (“Ξεχώριζε καθώς / ο Λέσβιος αοιδός ανάμεσα σε ξένους”) ή όταν περιφρονεί τα πλούτη των Λυδών, βέβαιη για την υπέρτερη πνευματική υπεροχή της Μυτιλήνης, ή όταν φαντάζεται την ξενιτεμένη Αριγνώτα να επισκιάζει τις Λυδές γυναίκες με το φέγγος ενός κάλλους, που καθώς είναι, εκτός από σωματικό, και ψυχικό, υπερβαίνει την απαστράπτουσα χλιδή της γειτονικής Λυδίας.
Το τετράστιχο του Στρατή Αναστασέλλη δεν το γνώριζα. Χάρηκα που η ερώτησή σας μου έδωσε τη δυνατότητα να χαρώ την μοναδική ευρηματικότητά του. Νομίζω πως μπορεί κανείς να δει σ’ αυτό την περηφάνια να μετατρέπεται σε χαριτωμένη οικειότητα με την παράδοση της Λέσβου. Αυτή η εξοικείωση νομίζω πως είναι η πιο ισχυρή εγγύηση για την πολιτιστική συνέχεια. Εύχομαι πάντα να ευδοκιμεί στη Μυτιλήνη αυτός ο γόνιμος διάλογος με τα υπέροχα πνεύματα που ευλόγησαν το νησί σας και τιμούν τον πολιτισμό μας.»