Η τέταρτη πτώχευση της Ελλάδας οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων και στην αρχή μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας, γεμάτης με στρατιωτικά κινήματα, αλλά και έντονων λαϊκών κινητοποιήσεων.
Συνεχίζω το Συναξάρι των Δανείων και των Πτωχεύσεων.
Στο σατιρικό ποίημα «Φιλολογική εσπερίς» που, αν δεν κάνω λάθος, δημοσίευσε ο Πολ Νορ στην «Παπαρούνα» του, έγραφε μεταξύ άλλων:
«… ο Χαραλάμπης μίλησε “περί Δανίας και Δανών”»,
ήταν η εποχή, (άνοιξη του 1932) που, στα διεθνή καλλιστεία η μις Δανία ανακηρύχθηκε μις Υφήλιος, ενώ τον προηγούμενο χρόνο ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εκλιπαρούσε ματαίως την Ευρώπη για νέο δάνειο. Χαρακτηριστικό είναι το σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη στον «Φανό των Συντακτών» τον Μάρτη του 1932.
Η τέταρτη πτώχευση της Ελλάδας οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων και στην αρχή μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας, γεμάτης με στρατιωτικά κινήματα, αλλά και έντονων λαϊκών κινητοποιήσεων. Το οπερετικό κίνημα του Πλαστήρα το 1933 και η δραπέτευσή του από τα κεραμίδια της κατοικίας του (γράψανε τότε οι εφημερίδες πως ο «Μαύρος Καβαλάρης» έγινε «Μαύρος Γάτος»), το πολύ σοβαρότερο κίνημα του Βενιζέλου το 1935, η καταστολή του από τον Κονδύλη και η επάνοδος των Γλυξβούργων με νόθο δημοψήφισμα, κυρίως όμως η στάση του στρατού στα αιματηρά γεγονότα της Πρωτομαγιάς του 1936 στη Θεσσαλονίκη, όταν αρνήθηκε να χτυπήσει τους διαδηλωτές, γεγονός που πανικόβαλε τους κρατούντες, καταλήξανε στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου έμεινε στην ιστορία σαν περίοδος απόλυτης εξαχρείωσης και ασυδοσίας. Δεν ήταν μόνο οι χιλιάδες συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις και εξορίες. Ούτε το ψυχικό διαφθορείο της ΕΟΝ. Ήταν κυρίως το μεγάλο φαγοπότι σε βάρος του δημοσίου χρήματος, από τους παράγοντες του καθεστώτος και τους αιώνιους έχοντες και κατέχοντες...
Ποιος δε θυμάται τον διαβόητο «Έρανο υπέρ της Βασιλικής Αεροπορίας», με τον οποίο συγκεντρώθηκαν, από το υστέρημα του ελληνικού λαού, δισεκατομμύρια δραχμές, που καταλήξανε στις τσέπες των ημετέρων και όταν ξέσπασε ο πόλεμος βρεθήκαμε να έχουμε μόλις τρία σμήνη πολεμικών αεροπλάνων!
Από τότε η ελληνική γλώσσα εμπλουτίστηκε με την παροιμιώδη φράση «αυτό πήγε υπέρ αεροπορίας», όταν θέλαμε να δηλώσουμε κάτι το τελεσίδικα χαμένο…
Έγκυρες αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες γράφανε τότε:
«Παραμένει ανεξήγητο αίνιγμα το ότι μια χώρα θεωρούμενη φτωχή κάνει τεράστιες εξαγωγές χρυσού και συναλλάγματος σε τράπεζες της Ελβετίας!
Και φθάνουμε στον Πόλεμο και την Κατοχή. Για την καταλήστευση του ελληνικού λαού και τη λεηλασία του εθνικού πλούτου από τους Γερμανούς, έγραψα στο σημείωμά μου της 2 Μαρτίου, ώστε δε χρειάζεται να τα ξαναπώ. Επισημαίνω μόνο πως η Απελευθέρωση στην Ελλάδα δε συνοδεύτηκε με την τιμωρία των προδοτών που συνεργάστηκαν, πολιτικά και οικονομικά, με τους κατακτητές της χώρας μας, όπως έγινε σε όλες τις άλλες κατεχόμενες χώρες!
Αντίθετα, εδώ, οι δωσίλογοι μεταλλάχθηκαν σε εθνικόφρονες και αλλάζοντας αφεντικά, εξαπέλυσαν με τη βοήθεια των Άγγλων τον Εμφύλιο πόλεμο.
Στο σημείο αυτό, η τακτική της ηγεσίας των αντιστασιακών οργανώσεων αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων.
Με τον εμφύλιο πόλεμο, οι μεν Άγγλοι πέτυχαν να εδραιώσουν τη θέση τους στην Ελλάδα και να εξουδετερώσουν τη δυνατότητα προβολής εκ μέρους της απαιτήσεων σε βάρος τους (π.χ. Κυπριακό), οι πολιτικοί και στρατιωτικοί συνεργάτες των Γερμανών την ατιμωρησία τους και οι οικονομικοί δωσίλογοι να διατηρήσουν τα κέρδη τους από τη συμμετοχή τους στην καταλήστευση και λεηλασία της χώρας!
Εκείνο όμως που κυρίως πέτυχαν οι κρατούντες με τον εμφύλιο πόλεμο, ήταν να εξαφανιστεί ο συνειδητός πολίτης, που γεννήθηκε από την Αντίσταση, ο νέος Έλληνας, ο γεμάτος αξιοπρέπεια και λεβεντιά, που, όταν δεν πολεμούσε με το όπλο στο χέρι τον κατακτητή, συμμετείχε ενεργά στην τοπική αυτοδιοίκηση και τη λαϊκή δικαιοσύνη και να μετατραπεί και πάλι στον προπολεμικό υπήκοο, που αφήνει τους άλλους να αποφασίζουν για λογαριασμό του, που παραμένει απαθής θεατής και άκριτος καταναλωτής και που κάθε τέσσερα χρόνια διαλέγει, μονάχος του και απολύτως ελεύθερα, τους κλέφτες και τους απατεώνες, που θα τον κλέβουν και θα τον ξεγελάνε την επόμενη τετραετία.
Τώρα θα μου πουν πολλοί, τι τα θέλω και τα ανασκαλεύω, παλιών καιρών χαλάσματα και δεν τα αφήνω να ξεχαστούν; Αν επιμένω να ανατρέχω στα παλιά είναι ακριβώς γιατί δε θέλω να ξεχαστεί η ιστορία της καταλήστευσης και της λεηλασίας της πατρίδας μας, που κρατά πάνω από 185 χρόνια, κυρίως όμως γιατί διαβλέπω κάποια, αμυδρά ακόμα, αλλά ενθαρρυντικά, σημάδια, πως ο λαός άρχισε να ξυπνά, πως οι ενεργοί πολίτες πληθαίνουν και πως κάποτε θα πούνε:
«Φτάνει πια, φέρτε πίσω τα κλεμμένα!»