«Ο ΑΓIΟC ΠΡΟΚΟΠΙΟC», σε μισοεξίτηλη-μισοσβησμένη κόκκινη βυζαντινή μεγαλογράμματη επιγραφή, πάνω από το φωτοστέφανο στο χρυσό κάμπο-βάθος,σε θαυμάσια μεταβυζαντινή, εικόνα, ιστορημένη από άγνωστο ζωγράφο, στο 18ο αιώνα, πάνω σε ξύλο, με ύψος 28, πλάτος 23 και πάχος 2,5 εκατοστά.
«Ο ΑΓIΟC ΠΡΟΚΟΠΙΟC», σε μισοεξίτηλη-μισοσβησμένη κόκκινη βυζαντινή μεγαλογράμματη επιγραφή, πάνω από το φωτοστέφανο στο χρυσό κάμπο-βάθος,σε θαυμάσια μεταβυζαντινή, εικόνα, ιστορημένη από άγνωστο ζωγράφο, στο 18ο αιώνα, πάνω σε ξύλο, με ύψος 28, πλάτος 23 και πάχος 2,5 εκατοστά. Τη μνήμη του τιμάμε στις 8 Ιούλη, Προκοπίου μεγαλομάρτυρος. Βρίσκεται στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης, στον αυλόγυρο, στον ιερό ναό Αγίου Θεράποντα και προέρχεται από τη συλλογή του Μητροπολιτικού Οίκου.
Είναι μια ξεχωριστή εικονογράφηση αυτή, με τον άγιο Προκόπη ντυμένο με στρατιωτική στολή και καβαλάρη σε άλογο, όπως οι άγιοι Δημήτριος και Γεώργιος. Συνηθίζεται να ζωγραφίζεται βασικά ο άγιος σαν ένδοξος μεγαλομάρτυρας, να βαστά το σταυρό του μάρτυρα και σα στρατιωτικός, με ντύσιμο στρατιωτικό, γιατί ο βασιλιάς Διοκλητιανός τον διόρισε δούκα σε όλη την Αλεξάνδρεια αλλά όχι καβαλάρης σε άλογο, όπως τον βλέπουμε στη σπάνια εικόνα, στο μουσείο Μυτιλήνης.
Εικονίζεται στο κέντρο της εικόνας, σε χρυσό κάμπο-βάθος και καβαλάρης με το άλογο να καλπάζει πάνω σε δυο χαμηλούς βυζαντινούς λόφους, με ασπροκόκκινες αριστερά και ωχροκίτρινες δεξιά, από τέσσερις καμπύλες, με μαύρα περιγράμματα. Στους λόφους φυτρώνουνε σχηματοποιημένα πράσινα χορταράκια.
Ο μεγαλομάρτυρας άγιος Προκόπιος εικονίζεται με στρατιωτική στολή καβαλάρης σε γκριζογάλαζο βαρβάτο άλογο να καλπάζει προς τα δεξιά. Φορά κοκκινωπό κοντό χιτώνα με άσπρες πτυχώσεις καστανό σκουροκόκκινο θώρακα και ωχροκίτρινο μανδύα, ριγμένο στον αριστερό ώμο του ν’ ανεμίζει πίσω του με το κάλπασμα. Στο στήθος γαλάζια ταινία και στην ούγια του θώρακα. Στο δεξί ώμο στόλισμα αντρική γαλάζια μάσκα. Στους καρπούς διακοσμημένα με χρωματιστές πέτρες βραχιόλια. Πρόσωπο νεανικό, στρογγυλό, αγένειο, χείλια λεπτά, μύτη μικρή, μάτια με κόρη διάφανη, φρύδια καστανά καμαρωτά. Ο προπλασμός, το σάρκωμα στο πρόσωπο ανοιχτό. Πλατύ κούτελο, κοντά καστανά μαλλιά, που στεφανώνονται με στεφάνι κόκκινο μάρτυρα. Το χρυσό φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι του το στολίζουνε σκαλιστοί στο περίγραμμα κύκλοι σαν αστεράκια. Το δεξί πόδι με μπότα ακουμπά σε αναβολέα, ζαγκί, κατόχι, σκάλα. Κάθεται σε διακοσμημένη με χρωματιστές πέτρες σέλλα με πισάρι και λεπτές χρυσοκοντυλιές. Με το δεξί χέρι βαστά δόρυ, μακρύ ξύλινο κοντάρι με μεταλλική αιχμή, μυτερή άκρη, όπου ανεμίζει κόκκινη τριγωνική σημαιούλα, με χρυσό σταυρό στο κέντρο και μικρές χρυσές στάμπες-βούλες. Με το αριστερό χέρι ως το στήθος βαστά τα χαλινάρια-γκέμια από το άλογο, που έχει φορβιά-καπιστράνα.
Το άλογο γέρνει το κεφάλι του προς τα κάτω, με κίνηση ορμητική, κάλπαζει με ορμή. Το δεξί μάτι του αγριωπό, τ’ αυτιά τεντωμένα μ’ έντονο περίγραμμα, χαίτη σγουρή-κυματιστή και άσπρο τρίχωμα στα χείλια, αμπράζικο. Ξεχωρίζουνε τ’ άσπρα δόντια και η κόκκινη γλώσσα του. Μπροστινέλα στο στήθος κόκκινη με άσπρες πτυχώσεις. Έντονα τα σαρκώματα στο άλογο, ξεχωρίζουνε τα σαρκώδη και ινώδη όργανα του σώματος, τα «ποντίκια», που μ’ αυτά γίνονται οι κινήσεις του.
Στην πάνω δεξιά γωνία στην εικόνα, μέσα σε γαλάζια τεταρτοκύκλια (τέταρτα του κύκλου), ομόκεντρα με παράλληλες άσπρες κυκλικές γραμμές, να συμβολίζουνε τον ουρανό και τη θεϊκή ευλογία, παρουσιάζεται με χρυσοκόκκινο ντύσιμο, σχεδόν από τη μέση και πάνω, ο Χριστός, με καστανά γένια και μακριά μαλλιά, που πέφτουνε στην πλάτη. Ο προπλασμός στο πρόσωπο φωτεινός. Σ’ αυτή τη μικρογραφία, εικονίτσα με πολύ μικρές διαστάσεις (μινιατούρα) γύρω από το κεφάλι χρυσό σταυροφόρο φωτοστέφανο, που στις πλευρές του σταυρού η επιγραφή «Ο ΩΝ» και πάνω στο χρυσό κάμπο, με κόκκινα μεγαλογράμματα, τα μονογράμματα «ΙC ΧC». Το φωτοστέφανο έχει άσπρο περίγραμμα. Με το δεξί χέρι βαστά λουλουδένιο στεφάνι για να στεφανώσει τον καβαλάρη μεγαλομάρτυρα άγιο Προκόπιο, και με το αριστερό άσπρο ανοιχτό ειλητάρι-περγαμηνή με μαύρα μεγαλογράμματα δυσκολοδιάβαστη επιγραφή «...ΗΤΗΜΑCΜΕΝΟΝ CΙ(ΔΟCΩ ΤΟΝ CΤΕΦΑΝΟΝ). Η εικόνα πλαισιώνεται με κόκκινη στενή ταινία.
Συναξάρι του αγίου
Σύμφωνα με το συναξάρι (βιογραφία) του αγίου, στην Αντιόχεια, πόλη στη Μικρασία, όπου βασίλευε ο ασεβέστατος και τρομερός εχθρός των χριστιανών Διοκλητιανός, ζούσε μια ευγενής γυναίκα, με τ’ όνομα Θεοδοσία, από τις πρώτες αρχόντισσες, είχε πλούτο πολύ κι ένα γιο που λεγότανε Νεανίας. Μετά το θάνατο του πατέρα του Χριστόφορου, στ’ όνομα και στην πράξη, ανατράφηκε και διδάχτηκε από τη μάνα του, που προσκυνούσε τα είδωλα. Οπότε πίστευε κι αυτός στα είδωλα, καθώς τον δίδαξε. Η Θεοδοσία επιθυμούσε να τιμήσει ο βασιλιάς τον γιο της. Πήγε σ’ αυτόν, του ‘δωσε πολύ χρυσάφι και τον παρακάλεσε να δώσει στο γιο της μεγάλο αξίωμα. Ο Διοκλητιανός εξέτασε τον Νεανία, είδε πως είχε ελληνική παιδεία, δεν προσκυνούσε το Χριστό, αλλά είχε στ’ άψυχα ξόανα πολλή ευσέβεια, πήρε το χρυσάφι από τη μητέρα του και τον ονόμασε δούκα σ’ όλη την Αλεξάνδρεια. Με δυο τάγματα στρατιώτες τον έστειλε εκεί, όσους χριστιανούς βρίσκει και δεν απαρνιούνται τον Χριστό, ν’ αρπάζει τα υπάρχοντά τους και μετά από βασανιστήρια να τους θανατώνει. Όπως γράφει ο Λουκάς στις «Πράξεις των Αποστόλων», πρώτα απ’ όλες τις χώρες ο Χριστός ονομάστηκε Θεός στην Αντιόχεια, γι’ αυτό είχε πολλούς χριστιανούς.
Όταν ξεκίνησε ο Νεανίας με το στράτευμά του από την Απάμεια της Συρίας, τη νύχτα έγινε σεισμός κι έπεσε φοβερώτατος κεραυνός. Από την αστραπή βγήκε φωνή μεγάλη, που έλεγε: «Νεανία, πού θέλεις να πας κι ενάντια τίνος μάχεσαι;» Σαν άκουσαν αυτά όλοι τρομάξανε. Κι ο Νεανίας ομολόγησε μ’ ελεύθερη γνώμη: «Ο βασιλιάς με διόρισε δούκα Αλεξανδρείας και μ’ έστειλε εκεί να θανατώσω όλους τους χριστιανούς, όσοι πιστεύουν στο Χριστό και ν’ αρπάξω όλα τα πράγματά τους».
Τότε αποκρίθηκε η φωνή και είπε: «Λοιπόν ήρθες κι εσύ να με πολεμήσεις;» Ο Νεανίας τότε απάντησε: «Ποιος είσαι, Κύριε; γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω». Τότε φάνηκε σ’ αυτόν ένας σταυρός από κρύσταλλο και φωνή βγήκε απ’ αυτόν, που έλεγε: «Εγώ είμαι Ιησούς ο Σταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Με τα λόγια αυτά ο Χριστός γέμισε την ψυχή του νέου μ’ ευφροσύνη κι αγαλλίαση. Και μετά του είπε: «Με τούτο το σταυρό που σου έδειξα, θα νικήσεις τους πολεμούντας σε κι ας είναι η ειρήνη και η αγάπη μου μαζί σου». Τότε ο Ιησούς ανέβηκε στα ουράνια, ο Νεανίας και οι υπόλοιποι μείνανε χαρούμενοι.
Ο Νεανίας πήγε στη Σκυθόπολη, όπου κάποιος χρυσοχόος Μάρκος, του ‘φτιαξε κρυφά ένα πολύ ωραίο σταυρό. Τον τύλιξε με πολύτιμη πορφύρα κι αναχώρησε με τους στρατιώτες του για την Αλεξάνδρεια. Κείνο τον καιρό οι Αγαρηνοί αρπάζανε τις κόρες και τις κάνανε γυναίκες τους. Χτύπησε τους βάρβαρους και με τον σταυρό τους νίκησε.
Πήγε στο σπίτι τους, αποκάλυψε στη μάνα του πως πιστεύει στο Χριστό και κατέστρεψε τα είδωλα. Η μάνα του πήγε στο Διοκλητιανό και του είπε πως ο γιος της έχασε το λογικό του και πίστεψε στο Σταυρωμένο. Από δω αρχίζουνε τα βασανιστήρια. Άγγελοι τον έβγαλαν από τη φυλακή και φανερώθηκε σ’ αυτόν ο Χριστός με ανθρώπινη μορφή που τού είπε: «Όχι πια Νεανίας, αλλά Προκόπιος θέλω να ονομάζεσαι. Λοιπόν ανδρίζου κι έχε δύναμη. Γιατί μ’ αυτό το όνομα θα προκόψεις, προσφέροντας στον Πατέρα, μου ποίμνιο». Το τελευταίο μαρτύριο και βασανιστήριο, ήτανε να τον πετάξουνε μέσα σ’ αναμμένο καμίνι. Όταν τον φέρανε στο στόμιο, έκανε το σημείο του σταυρού πάνω από τη φωτιά, και καθώς ύψωσε τα χέρια, η φλόγα σκορπίστηκε προς τα έξω κι έκαψε όσους ήτανε κοντά. Μόλις είδαν οι ειδωλολάτρες αυτό το θαυμάσιο τρομάξανε και φωνάζανε: «Ας θανατωθεί ο μάγος να μην κινδυνέψει όλη η πόλη από τις μαγείες του». Φοβήθηκε ακόμα κι ο τύραννος και τον φυλάκισε στο Πραιτώριο. Ύστερα από λίγες μέρες έγραψε την τελευταία απόφαση, να κάψουνε το κεφάλι του έξω από την πόλη.
Όταν πήγανε τον Προκόπιο στον τόπο της καταδίκης του, ζήτησε από το φονιά του να τον αφήσει λίγη ώρα να προσευχηθεί στον Κύριο. Στάθηκε ανατολικά, σήκωσε στον ουρανό τα μάτια του και παρακάλεσε το Θεό να φυλάξει την πόλη από την ύπουλη σκέψη του δαίμονα, να φωτίσει όλους τους πολίτες να γυρίσουνε στην ευσέβεια, να γιατρέψει τους άρρωστους, να βοηθήσει τους φτωχούς και ζητιάνους κι άλλα τέτοια για τη σωτηρία των ανθρώπων. Τέλος προσευχήθηκε για όσους θα γιορτάζανε τη μνήμη του, να τους ελευθερώνει απ’ όλους τους ψυχικούς πόνους και τις θλίψες και να τους αξιώσει τη Βασιλεία Του... Μόλις τέλειωσε, άκουσε φωνή που έλεγε: «Ακούστηκε η προσευχή σου, Προκόπιε, και θα γίνουν όσα ζήτησες. Έλα λοιπόν, να πάρεις το έτοιμο στεφάνι σου, σα κληρονόμος της ουράνιας μακαριότητας, ευδαιμονίας, ευτυχίας». Αυτά αφού άκουσε ο Άγιος Μάρτυρας, έσκυψε το σβέρκο πρόθυμα και κόψανε τ’ άγιο κεφάλι του, στις οχτώ του μήνα Ιούλη. Το τίμιο λείψανό του παραλάβανε τη νύχτα κάποιοι φιλόχριστοι, κι αφού αλείψανε μ’ ευλάβεια με μύρα κι αρώματα που μοσκομυρίζανε, το αποθέσανε σε τόπο κατάλληλο.
Στη Λέσβο
Στη Λέσβο ο μεγαλομάρτυρας άγιος Προκόπιος έχει ζωγραφιστεί σε δυο μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, στα Παπιανά και στη Μονή Λειμώνος.
Στο μονόχωρο ξυλόστεγο, με νάρθηκα, ιερό ναό Μεταμόρφωση του Σωτήρα, στα Παπιανά Καλλονής, στο νότιο τοίχο διαβάζουμε την επιγραφή «Ο ΑΓΙΟC ΠΡΟΚΟΠΙΟC». Εικονίζεται νεαρός, αγένειος, αμούστακος, καταστραμμένος από τη μέση και κάτω, με κοντά μαλλιά, φωτοστέφανο και γερμένο το κεφάλι προς τ’ αριστερά. Ολοσωμός, όρθιος, σχεδόν μετωπικός, με το αριστερό χέρι σηκωμένο ως τον ώμο βαστά άσπρο σταυρό του μάρτυρα. Τοιχογραφήθηκε στα 1600. Κτίτορας της εκκλησιάς στα Παπιανά ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Παΐσιος (1590 - 1603).
Στο παρεκκλήσι, μονόχωρο κοιμητηριακό ιερό ναό το Γενέσιο της Θεοτόκου, στη Μονή Λειμώνος, στο βόρειο τοίχο διαβάζουμε την επιγραφή «Ο ΑΓΙΟC ΠΡΟΚΟΠΙΟC». Ολόσωμος, όρθιος μετωπικός. Πρόσωπο νεανικό, αγένειο, αμούστακο. Με λεπτό λαιμό σε πλατιά βάση. Χείλια, στόμα μικρά, μύτη λεπτή μακρουλή, μάτια αμυγδαλωτά, φρύδια καμαρωτά, μαλλιά κοντά καστανά, όλο βοστρύχους-μπούκλες, γύρω από το κεφάλι χρυσό φωτοστέφανο με άσπρο και κόκκινο περίγραμμα. Στο δεξί χέρι βαστά άσπρο σταυρό του μάρτυρα. Το αριστερό υψωμένο στο στήθος με ανοιχτή την παλάμη και τα δάχτυλα ανοιχτά. Φορά χιτώνα και βαρύ μανδύα, πλούσια διακοσμημένο στους ώμους και στο στήθος μ’ εντυπωσιακές πτυχώσεις, κάθετες, οριζόντιες, σύνθετες, από την κοιλιά προς τα πόδια. Πλατιά παρυφή-ούγια κάτω, στολισμένη με γεωμετρικά στολίδια και σχήματα.
Ο προπλασμός, βασικό χρώμα στη σάρκα, στο πρόσωπο, στο λαιμό και στα χέρια ανοιχτός. Τοιχογραφήθηκε το 1577, μάλλον από τον Μεθόδιο, γιο του Αγίου Ιγνατίου, από το χωριουδάκι Φάραγγα, που υπήρχε άλλοτε κοντά στην Καλλονή.
Ο άγιος Προκόπιος ζωγραφίζεται σε τοιχογραφίες γύρω στους χορούς με τους άγιους ενδόξους μεγαλομάρτυρες, γύρω από την Κοίμηση και τον Ενταφιασμό της Θεοτόκου.
Σ’ όλη την Ελλάδα υπάρχει μόνο ένα μοναστήρι, αφιερωμένο στον άγιο Προκόπιο, στο Ζεμενό Κορινθίας, κι αυτό διαλυμένο. Σ’ όλη τη Λέσβο, υπάρχει μόνο ο ενοριακός ναός στο χωριό Ίππειος.
Από τον άγιο Προκόπιο ζητά ο λαός τη χάρη του για κάθε προκοπή. Προστάτη τους τον έχουν οι στείρες γυναίκες, που θέλουνε να γεννήσουνε παιδί. Γένοιτο, είθε, μακάρι, άμποτε.