Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Χρόνια τώρα, στην καθημερινότητά μας στη Λέσβο, ειδικά όσων μένουμε στον ανατολικό άξονα του νησιού, οι πρόσφυγες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Άλλοτε με μεγάλη ένταση, άλλοτε με κατά διαστήματα κενά στις αφίξεις, άλλοτε λίγοι, άλλοτε πολλοί, άλλοτε ομάδες μόνο με άντρες, άλλοτε ολόκληρες οικογένειες, πολυπληθή μπουλούκια ενός αλλόκοτου θιάσου που παρελαύνει και εισβάλλει απότομα, βίαια στο τοπίο, υπάρχουν στη ζωή μας. Είναι εδώ. Έρχονται, φιλοξενούνται όπως - όπως, καταγράφονται, περνάνε και φεύγουν.
Η εικόνα τους, μια νευρική ώση, επαναλαμβανόμενη, που σταδιακά ατονεί, μέχρις ότου το μήνυμά της να μην παράγει αντίδραση στον εγκέφαλο, τείνει να γίνει ή κι έγινε συνήθεια.
Μια προσλαμβάνουσα παράσταση που δεν είναι ικανή πλέον σε ορισμένους να δώσει, να παραγάγει ερέθισμα, παρά μόνο αν μεσολαβήσει κάτι τραγικό ή οι αφικνούμενοι είναι μιλιούνια.
Κάποιοι από εμάς συνήθισαν στην «ώση». Αφού περάσανε απ’ όλα τα στάδια της αντίληψης του «φαινομένου», τη συμπόνια στην προσφυγιά, την αγανάκτηση για τους ισχυρούς τούτου του κόσμου που δημιουργούν πρόσφυγες, αφού νιώσανε να τους κυριεύει η αλληλεγγύη, να τους πλημμυρίζει η ανάγκη να βοηθήσουνε, αφού αδειάσανε τις ντουλάπες και τις ψυχές τους από κάθε απόθεμα αφόρετων ρούχων και συμπαράστασης, τώρα κάνουνε πως δεν τους βλέπουνε. Ή ακόμα χειρότερα, δεν τους βλέπουνε πραγματικά. Γιατί τούς συνηθίσανε.
Κάποιοι άλλοι, εξ αιτίας της ίδιας συνήθειας, έπαψαν και να ενοχλούνται, όταν πριν μερικά χρόνια ξεσήκωναν τον κόσμο απέναντι στους κάθε φυλής δυστυχισμένους που έβγαιναν στα παράλιά μας.
Μερικοί σκέφτηκαν ακόμη και να τους εκμεταλλευτούν. Μ’ ό,τι είδους εκμετάλλευση - πολιτική, υλική, κοινωνική - μπορεί να σκεφτεί ένα διεστραμμένο μυαλό, γιατί ειλικρινά χρειάζεται περίσσεια διαστροφής για να σκεφτείς πώς θα απομυζήσεις και θα παίξεις, θα λεηλατήσεις τόσο δυστυχισμένους.
Υπάρχουν όμως μεταξύ μας και οι άνθρωποι.
Αυτοί που βλέποντας την εικόνα της προσφυγιάς, εξακολουθούν αυθόρμητα να δακρύζουν. Αυτοί που αντικρίζοντας τις κουρασμένες απ’ τον ποδαρόδρομο φιγούρες να ξαποσταίνουν σε κάποιο πεζοδρόμιο στον Καρά Τεπέ, νιώθουν ένοχοι. Αισθάνονται να τους βαραίνουν οι τύψεις γιατί μες στη ζεστασιά του αυτοκινήτου τους, έχουν ξεχάσει πόσο δύσκολο είναι να περπατάς χιλιόμετρα στο ψιλόβροχο, ταλαιπωρημένος από το πρωτόγνωρο θαλασσινό ταξίδι, νηστικός και διψασμένος, σ’ άγνωστο δρόμο, με άγνωστο και αβέβαιο προορισμό.
Μεταξύ μας υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, που τρέχουν στο περίπτερο να πάρουν πατατάκια και μπουκάλια με νερό, γλυκά και μπισκότα για τα μικρά παιδιά, για να τα προσφέρουν να απαλύνουν τον πόνο κάποιων μεταναστών που συνάντησαν. Κι ας στερηθούν οι ίδιοι γιατί δεν τους περίσσευαν τα πέντε ευρώ που έδωσαν.
Μπορεί - εξ αιτίας της συνήθειας που λέγαμε παραπάνω - να έχουν ελαχιστοποιηθεί εκείνοι που εξακολουθούν να πληγώνονται βαθιά απ’ την προσφυγιά των άλλων, αλλά ευτυχώς υπάρχουν ανιδιοτελείς που αισθάνονται υποχρέωση, ό,τι κι αν κάνει ή δεν κάνει το κράτος και οι αρχές για αυτούς, να βοηθήσουν τους μετανάστες. Υπάρχουν αυτοί που τους βλέπουν και μας παροτρύνουν να τους δούμε, ή καλύτερα να τους ξαναδούμε όλοι μας.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι αόρατος. Ούτε οι πρόσφυγες, όσο και αν θα μας βόλευε να μην τους βλέπουμε συμμετέχοντας στην κυρίαρχη τάση της αδιαφορίας για ό,τι συμβαίνει δίπλα μας.