Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ένα κεντρικό μαγέρικο να λειτουργεί ολοχρονίς είχε το χωριό: για να εξυπηρετεί βασικά τους φαντάρους στις άδειές τους, τους μερακλήδες «δόκιμους» αξιωματικούς, στους οποίους δεν άρεσε το φαγητό της στρατιωτικής λέσχης και τους εργένηδες υπαλλήλους των δημόσιων υπηρεσιών που αφθονούσαν στα παλιά τα χρόνια. Βλέπεις η ανάπτυξη δεν είχε έρθει ακόμη. Πού και πού έβλεπες στα τραπέζια του, πολιτικούς μηχανικούς που επέβλεπαν οικοδομές που ξεφύτρωναν άναρχα εκατέρωθεν του βασικού οικισμού! Τα «δωμάτια» ήταν το μέλλον πίστευαν (όχι άδικα) οι οικοπεδούχοι. Έτσι αντί να χτίζουν εξοχικά, οι κάτοικοι διπλανών χωριών, αγόραζαν μικρές εκτάσεις γης από ντόπιο ιδιοκτήτη και έβαζαν μπροστά το χτίσιμο μικρών τουριστικών μονάδων.
Ο ιδιοκτήτης του μαγέρικου ήταν ντόπιος, μετανάστης που επαναπατρίστηκε, εύπορος αλλά με διάθεση να μην τρώει από τα έτοιμα. Αγόρασε το κτίριο, το γέμισε τραπέζια, έστησε μια ψησταριά στην πίσω αυλή, έκανε τη σάλα μπροστά, τη γέμισε τραπέζια, πρόσθεσε τη βιτρίνα με τα μαγειρευτά της ημέρας. Ντόπιοι δεν συνήθιζαν να συχνάζουν στο μαγέρικο. Βλέπεις οι νοικοκυρές το είχαν σε μεγάλη ντροπή να αγοράσουν έτοιμο φαγητό, νοικοκυρές, όνομα και πράγμα. Τα σπίτια του χωριού έβαζαν τσουκάλι στη φωτιά καθημερινά. Για την ακρίβεια άναβαν το πετρογκάζ και μαγείρευαν σε υπερσύγχρονες κατσαρόλες, αγορασμένες από τα πρώτα πολυκαταστήματα ηλεκτρικών ειδών του νησιού, από όπου είχαν αγοράσει και τις ηλεκτρικές κουζίνες. Αυτές όμως οι πραγματικές νοικοκυρές τις άφηναν άπιαστες στις καθημερινές, με κατεβασμένο το καπάκι και ένα σεμεδάκι κεντημένο από τα χεράκια τους για λάφυρο να τις ομορφαίνει.
Η μάνα μου στραβοκοίταζε μια γειτόνισσα, νοικοκυρά κι αυτή, αλλά μάλλον κάπως «χειραφετημένη» για την εποχή, επειδή τακτικά αγόραζε μερίδες φαγητό από το μαγέρικο, αντί να κλείνεται όλη μέρα στην κουζίνα. Κάθε φορά που έβλεπε την κόρη της να ανεβαίνει με τα πακέτα σε πλαστική σακούλα, με σκουντούσε, στράβωνε τα χείλη της: «Ανοικοκυρεψιά» σχολίαζε. «Τώρα δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να πάει στον χασάπη, να αγοράσει ένα κιλό κρέας και να το μαγειρέψει;» Στο σπίτι της ανοικοκύρευτης δοκίμασα για πρώτη φορά το φαγητό του μαγέρικου ένα μεσημέρι που γυρίσαμε από το σχολείο μαζί με την κόρη της και είπαμε να διαβάσουμε μαζί και ύστερα να παίξουμε. Ήταν ένα κρέας κοκκινιστό με μανέστρα χοντρή και λαχανοντολμάδες. Ποτέ ως τότε δεν είχα φανταστεί ότι το καθημερινό τραπέζι μπορεί να περιλάμβανε ποικιλία φαγητών. Νόστιμων αν και είχαν αρχίσει να κρυώνουν. Εκείνο το απόγευμα μια μικρή επανάσταση έγινε μέσα μου και όλοι ξέρουμε πόση δύναμη έχουν κάτι τέτοιες ταπεινές επαναστάσεις.
«Θέλω κάποτε να μπορώ το μεσημέρι να παραγγέλνω έτοιμο φαγητό» ανακοίνωσα στη μάνα μου την άλλη μέρα. Πήρε σοβαρό ύφος: «Στο σπίτι αυτό δεν θα ξαναπάς να παίξεις. Δεν είναι καλή επιρροή για σένα» κατέληξε. Ξαναπήγα πάρα πολλές φορές από τότε στο σπίτι της φίλης μου και πάντα μεσημέρι. Κρυφά από τη μάνα μου. Υποτίθεται ότι είχαμε πρόβα παραδοσιακών χορών μετά το σχόλασμα. Ποτέ δεν είχαμε. Άργησε παραδόξως να το ανακαλύψει. Έτσι δοκίμασα και τα γιουβαρλάκια και το κοτόπουλο το λεμονάτο και τις φακές σαλάτα και τα γεμιστά, ορφανά και με κιμά. Θα δοκίμαζα και μπάμιες, αν δεν χτυπούσε ξαφνικά ένα απόγευμα το κουδούνι της πόρτας. Εισέβαλε σαν σίφουνας στο δωμάτιο και με τσάκωσε, πριν προλάβω να φέρω το πιρούνι στο στόμα. Το οικογενειακό συμβούλιο με απάλλαξε από τιμωρία, λόγω προτέρου εντίμου βίου, χάρη στην παρέμβαση του πατέρα μου.
Θυμάμαι ωστόσο εκείνο το βλοσυρό βλέμμα της μάνας μου: «Εσύ είσαι κορίτσι από σπίτι. Έχεις ανατροφή. Δεν ρεμπελεύεις». «Έχεις ανατροφή αλλά δεν έχεις τροφή στο σπίτι» σκέφτομαι κάθε φορά που σηκώνω το τηλέφωνο να παραγγείλω έτοιμο γεύμα, όποτε το αγοράζω από εστιατόρια της γειτονιάς. «Κορίτσι από σπίτι μπορεί για σπίτι με τίποτα» συμπληρώνω μέσα μου, πληρώνω στο ταμείο, χωρίς καμία ενοχή και τα σάλια μου τρέχουν.