Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Οι κάτοικοι εις τα καφενεία έπιναν τον καφέν τους τον καϊμακλήν, ρουφούσαν τον ναργιλέν, τον μερακλήν, εσχολίαζον τα γεγονότα της ημέρας, συζητούσαν για τις αγροτικές εργασίες, έβλεπαν τους λογαριασμούς των, διηγούντο ιστορίες και ανέκδοτα, έπαιζαν χαρτιά και ντάμα, και πρόσφεραν θυσίας εις τον Βάκχον με τα εγχώρια ή καλλονιάτικα κρασιά, με το ρακί το μαστιχάτο και με το δυνατό το οινοπνευματώδες ρώμι, που ήρχετο από το εξωτερικόν. Τότε ήρθε και το κονιάκ,το τσάι και η μπύρα. Τα εγχώρια κρασιά, τότε, ήσαν περισσότερα, διότι τα κλήματα δεν είχαν ακόμα προσβληθεί από ασθένειες….»
(καφενεία, στην Αγιάσο της Τουρκοκρατίας. Στρατή Κουλαξιζέλλη « Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου της νήσου Λέσβου)
Ιστορικά.
Λένε πως τα πρώτα «καφεποτεία», καφενεία, όπως τα λέμε, σήμερα, και καφετέριες, επί το ευρωπαϊκότερον, άνοιξαν στην Μόκα, το λιμάνι της Υεμένης, στην Αραβική χερσόνησο, όπου είχε, αρχικά, μεταφερθεί ο καρπός του καφεόδεντρου που ευδοκιμούσε στην απέναντι, τροπική ακτή της Αφρικής, την Αιθιοπία και το Σουδάν.
Ο πρώτος που καθιέρωσε το ρόφημα του καφέ ( μετά από το καβούρδισμα και το άλεσμα του καρπού της coffeaarabika) ήταν ο Μουφτής του Άντεν, τον 14ο αιώνα. Στην συνέχεια ο καφές διαδόθηκε, στην Μέκκα και την Μεδίνα και σε ολόκληρο τον Μουσουλμανικό κόσμο, όπου κατέστη ιδιαίτερα προσφιλές ρόφημα στους Μουσουλμάνους, ως «αραβικό κρασί», υποκατάστατο του κρασιού και όλων των αλκοολούχων ποτών, τα οποία ήταν απαγορευμένα από το Κοράνι.
Στην Ευρώπη, ο καφές έγινε γνωστός από τους Ενετούς, που είχαν εμπορικές σχέσεις με τους Άραβες, και το πρώτο καφεποτείο ιδρύθηκε στην Ιταλία, το 1645, και από εκεί διαδόθηκε στην Γαλλία, το 1657,και στις άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Αμερική ( Η.Π.Α.) και στην Βραζιλία, η οποία έγινε και παραγωγός καφέ (παράγει, σήμερα, το 46% της παγκόσμιας παραγωγής).
Ο «τούρκικος» καφές (που στις μέρες μας, μετονομάστηκε σε «ελληνικό») έφτασε, στην Ελλάδα, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στις αρχές του 1600 μ.Χ., ( πρώτα, στην Θεσσαλονίκη, η οποία, το 1760, είχε, ήδη, 300 καφενεία)!
Τα είδη του «τούρκικου» ή «ελληνικού» καφέ, όπως λένε οι παλιοί καφετζήδες, φτάνουν τα 48, διαφορετικά είδη, τα οποία «ψήνονται» στην χόβολη, σε χαλκωματένιο μπρίκι και σερβίρονται σε χοντρό ή κανονικό φλυτζάνι, σύμφωνα με το γούστο του πελάτη. Τα πιο γνωστά είδη είναι: ο σκέτος, με ολίγη, μέτριος, γλυκός, γλυκύ-βραστός, βαρύ- γλυκός, βαρύ- γλυκός και όχι, πολλά βαρύς και όχι, με φουσκάλες ή χωρίς.
Ελληνική επινόηση, της νεότερης εποχής, από το 1957, είναι και ο στιγμιαίος καφές frappe (χτυπημένος), ο οποίος έχει διαδοθεί και έχει γίνει γνωστός διεθνώς με την παραπάνω ονομασία!
Ο καφές περιέχει την καφεΐνη που τονώνει το νευρικό σύστημα και, όταν καταναλώνεται με μέτρο, έχει ευεργετική επίδραση στην πνευματική λειτουργία, στην εγρήγορση και την απόδοσή της.
Τα αρνητικά αποτελέσματα από την καθιέρωση του καφέ, ως βασικό αφέψημα, προκύπτουν για την ανθρώπινη υγεία, όταν το ρόφημα του καφέ συνοδεύεται από τους «θεριακλήδες» με το κάπνισμα αποξηραμένων και επεξεργασμένων φύλλων καπνού.
Ο καπνός και η συνήθεια του καπνίσματος, που επικράτησε, αρχικά, στην Ευρώπη, συμπίπτει, χρονικά, με την καθιέρωση του καφέ, στον αραβικό κόσμο και την διάδοσή του, εν συνεχεία, στην δυτική Ευρώπη.
Η πρώτη γνωριμία με τον καπνό έγινε από τα πληρώματα του Κολόμβου,κατά το Β΄ ταξίδι του στην Αμερικανική ήπειρο, το 1493-96, όπου είδαν τους, εκεί, ιθαγενείς να μασάν, ακατέργαστα, φύλλα καπνού. Το 1519 έγινε γνωστός στην Ισπανία και το 1556 ο καπνός εισήχθη στην Γαλλία και στην συνέχεια στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην Ελλάδα, η συνήθεια του καπνίσματος εμφανίζεται στα τέλη του 16ου, αρχές 17ου αιώνα, και αργότερα, αρχίζει και η καλλιέργεια του καπνού και η παραγωγή ντόπιων εκλεκτών ποικιλιών -γύρω στα 80 είδη ( Μπασμάς Ξάνθης, Τσεμπέλια Αγρινίου, Μπέρλι Αμερικής, τουμπεκί για ναργιλέδες…).
Στα καφενεία του χωριού μου
Θυμάμαι, τους δώδεκα καφενέδες στο χωριό μου, τότε, που ο πληθυσμός του ήταν, ακόμα, γύρω στους 1500 κατοίκους.
Στον κεντρικό δρόμο, το Τσιαρσί, οχτώ καφενεία και τέσσερα απόκεντρα, στις συνοικίες, που έσφυζαν από ζωή.
Προσπαθώ να βρω τους παλιούς μου φίλους στα καφενεία που σύχναζαν. Μυρίζω στον αγέρα τα τηγανητά χαψιά που μόλις τηγάνισε ο καφετζής για να προσελκύσει τους μερακλήδες του ρακιού και του ψαρομεζέ.
Χειμωνιάτικος ο καιρός. Ξεροβόρι! Και ο μεγάλος καφενές κατάκλειστος, με τα τζάμια θολά από τα ντουμάνια των καπνιστών και τα χνώτα των θαμώνων. Το μπουρί της σόμπας σαν φουγάρο βαποριού, βγάζει μαύρο σύννεφο και στάζει μαύρο κατράμι.
Ακούω να γαυριάζει σαν μελίσσι στο κουβάνι το ανθρώπινο σμάρι μέσα στον καφενέ.
Μπαίνω.
Ντόπιοι, νοικοκυραίοι και ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, «ραβδιστάδες» και «κισιμτζήδες»∙ και κάποιοι ξενομερίτες, περαστικοί, γυρολόγοι, μικρέμποροι και τσαμπάσηδες. Γνωστοί οι χωριανοί θαμώνες: «ρακοφτίνες» και χαρτοπαίχτες, ξέμπαρκοι ναυτικοί, «μπασκιτζήδες», «χαμάληδες» και αραμπατζήδες, που δουλεύουν την «μαξουλοχρονιά» στα λιοτριβειά, οικογενειάρχες, βιοπαλαιστές και απόμαχοι, «μαγκούφηδες», αργόσχολοι, «τοκιστές και σουλατσαδόροι», κομματάρχες και παρατρεχάμενοι των αφεντάδων.
Κάθε καρυδιάς καρύδι και στην πρώτη θέση, μπροστά στο τεζιάκι, ο φίλος μου, ο δάσκαλος, παρέα με τον παππά…ευλογούν το ρακί της νέας εσοδείας, από ντόπιο ρακοκάζανο, που το ευωδιάζει η λισβοριανή γλυκάνισο.
Πάνω στο τεζιάκι η μεγάλη μπουκάλα με το χύμα ρακί και το μπουκάλι με το «χουρχούλι» που έχυνε ο καφετζής στα ρακοπότηρα∙ η γυάλα με τα συριανά λουκούμια, το χιώτικο γλυκό κουταλιού περγαμόντο, η βανίλια, το λαχταριστό «υποβρύχιο» των παιδικών μας χρόνων, που μας κέρναγε ο πατέρας, τα μεσημέρια της Κυριακής, όταν μας έστελνε η μάνα να τον «φωνάξουμε», γιατί «το φαγητό είναι έτοιμο, για να φάμε».
Πίσω από το τεζιάκι ο καφετζής με την άσπρη ποδιά, να ετοιμάζει τα πιατάκια με τον μεζέ, παστή σαρδέλα Καλλονής, ντόπιες ρουπάδες, τηγανητό χαψί και τουρσί, καυτερή πιπεριά.
Στον τοίχο, πίσω από το τεζιάκι, ζεστή η χόβολη στο τζάκι και τα χαλκωματένια μπρίκια, κρεμασμένα αράδα στο καρφί, έτοιμα για τον «πολλά βαρύ» του θεριακλή. Και, πάνω στο περβάζι, η μεγάλη, πλουμιστή καφετιέρα, χωρισμένη, μέσα, στα δυο, ένα για τον καφέ και το άλλο για την ζάχαρη.
Στον μέσα τοίχο, κρεμασμένο το μεγάλο κάδρο με την φωτογραφία των « πρωτινών» βρακάδων, των χωριανών παππούδων μας, που ζούσαν, ακόμα, στην δεκαετία του 50: ντυμένοι τα κυριακάτικά τους, με τα σαλβάρια, τα τσόχινα γιλέκα, το μάλλινο ζωνάρι και το καλπάκι στην κεφαλή, στέκουν όρθιοι και περήφανοι για την ηρωική γενιά τους, μπροστά στον φωτογραφικό φακό που τους απαθανατίζει.
-Καλώς όρισες, ξένε!
-Καλώς σας βρήκα, χωριανοί!
(Στο επόμενο άρθρο « Η πολιτική του καφενέ και ο καφενόβιος λόγος»).