Ονειροπόλων Ρομαντικές Ιστορίες

09/04/2025 - 09:00

Παρακολουθώντας το θαυμάσιο έργο που επιτελούν στη Λέσβο δυο προσωπικότητες- οι επιστήμονες Νίκος Ζούρος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αιγαίου και διευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας απολιθωμένου δάσους Λέσβου και ο Παύλος Τριανταφυλλίδης , Έφορος Αρχαιοτήτων Λέσβου, οι οποίοι σε αντίθεση με τους, διαχρονικά, θλιβερούς ψηφοθήρες άρχοντές μας, αποτελούν ηγετικά πρότυπα, διότι διακατεχόμενοι από την ευγενή φιλοδοξίακαι το πάθος της δημιουργίας και της προσφοράς έχουν συμβάλει τα μέγιστα, έκαστος από τον τομέα ευθύνης που έχουν αναλάβει, στην πολιτιστική και κατ΄ ακολουθίαν στην οικονομική ανάπτυξη της Λέσβου, ο πρώτος, για την ανάδειξη του φυσικού πλούτου, του «απολιθωμένου δάσους » και ο δεύτερος, της πλούσιας πολιτισμικής κληρονομιάς των αρχαιολογικών μνημείων του νησιού μας, σκέφτηκα να επανέλθω- στην αρθρογραφία μου στο ΕΜΠΡΟΣ- για πολλοστή φορά, στο ζήτημα της ανάδειξης του παλαιοντολογικού πλούτου των Βατερών (στο οποίο, κάποτε, είχε αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο το Πανεπιστήμιο της Αθήνας) και στο ζήτημα της ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στην ευρύτερη περιοχή της Βρίσας, η ανάδειξη των οποίων θα έχει- εκτός από την επιστημονική και πολιτιστική ευρύτερα σημασία του- και τη σημαντική συμβολή της στην ανάπτυξη της φθίνουσας οικονομικά και πληθυσμιακά περιοχής Βρίσας- Πολιχνίτου.

Αναλογιζόμενος την προστιθέμενη αξία που θα αποκτούσε η καρκινοβατούσα τουριστική ανάπτυξη των Βατερών, εάν- εκτός από την απόλαυση της καθαρής θάλασσας και της απέραντης αμμουδιάς- παρέχονταν στους επισκέπτες, εναλλακτικά, η ευκαιρία και η δυνατότητα επίσκεψης στις εκθέσεις (insitu και στο Μουσείο) των παλαιοντολογικών ευρημάτων, καθώς και στους αρχαιολογικούς χώρους ( Άγιο Φωκά, Αγια- Κατερίνα, Αιγίδα) και στο μεσαιωνικό μνημείο του Παλιόπυργου, βρέθηκα να αναπολώ τα χρόνια της νιότης μου, όταν πρωτογεννήθηκε η ιδέα που δέθηκε με το όνειρό για την ανάδειξη της φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς που θα συνέβαλε και στην ανάπτυξη της οικονομίας της γενέτειράς μου Βρίσας.

Προτάσσω των άρθρων που θα ακολουθήσουν, σχετικά με το ανωτέρω ζήτημα, το παρακάτω αφήγημά μου, όπου βρίσκεται η απαρχή ενός ονείρου μιας ολόκληρης ζωής που παραμένει, μετά από 68 χρόνια, ανεκπλήρωτο∙ και το αφιερώνω- με εκτίμηση και αγάπη- στον Έφορο Αρχαιοτήτων Λέσβου κ. Παύλο Τριανταφυλλίδη.

Το 1957, στα Βατερά, τα οποία, τότε, ήταν ακόμα ένα παραδοσιακό «θέρετρο» για μερικούς Βρισαγώτες , με λίγα σπίτια και περισσότερες «τσαρδάκες», εμφανίστηκε ένα ζευγάρι Γερμανών, οι οποίοι αναζητούσαν το ναό του «Διονύσου του Βρισαγενούς». Στον μοναδικό καφενέ, που υπήρχε τότε στα Βατερά (με την «φρίτζα» και το πατημένο αμμόχωμα, μπροστά, που το «δρόσιζε», κάθε τόσο, ο καφετζής με το γλυφό νερό που ανάσερνε με τον κάδο από το πηγάδι, που υπήρχε δίπλα στο παλιό Τελωνείο), οι Γερμανοί συνάντησαν, κατά σύμπτωση, τον αδερφό μου, που ήταν πτυχιούχος δάσκαλος, απόφοιτος της Ακαδημίας Μυτιλήνης και ο οποίος φιλοδοξώντας, τότε, να μεταβεί για μετεκπαίδευση στην Γερμανία(!) μάθαινε Γερμανικά από μια Μέθοδο Ταχείας Εκμαθήσεως Ξένων Γλωσσών. Οι Γερμανοί, που όπως μας είπαν, στη συνέχεια, ο Andreas ήταν καθηγητής πανεπιστημίου και η Erika υψίφωνος (σοπράνο) στην όπερα της Βιέννης, είχαν διαβάσει το βιβλίο του σπουδαίου Γερμανού Αρχαιολόγου Koldewey (που έγραψε για τα «Αρχαιολογικά Αρχιτεκτονικά Κατάλοιπα της νήσου Λέσβου», όπου γράφει και για τον ναό του Διονύσου του Βρισαγενούς, στο ακρωτήρι του Αγίου Φωκά, του οποίου τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη είδε ”insitu” κατά την, εκεί , επίσκεψή του, το 1886) και θέλησαν ερχόμενοι για τις διακοπές τους στη Λέσβο να επισκεφθούν και τον ναό του Διονύσου, ο οποίος, μάλιστα, κατά τον Koldewey, ήταν παρόμοιος με αυτόν της Άσσου στην Τρωάδα!

Ο αδερφός μου τους πληροφόρησε ότι ο ναός που ψάχνουν βρισκόταν στο ακρωτήρι που απέχει μερικά χιλιόμετρα από τα Βατερά, και τους υποσχέθηκε ότι αύριο το πρωί θα εύρισκε το κατάλληλο «μέσον» για να τους πάει εκεί, καθώς και τον …ειδήμονα ξεναγό!

Την πρωίαν της επομένης, με την γαϊδάρα που μας παραχώρησε, προθύμως, ο Νουνός μου, στην οποίαν, καταλλήλως, «σεσαγμένην» ίππευσε η Έρικα, οδεύσαμε προς αναζήτηση Διονύσου του Βρισαγενούς.

Εκτάκτως και « εκ του προχείρου», διαπιστευμένος ως ξεναγός εγώ -δευτεροετής, τότε, φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών- ανέλαβα την ξενάγηση με υπερβάλλοντα ζήλον- προς τιμήν του Ξενίου Διός και προς χάριν της χαριτοβρύτου Έρικας∙ και με τα «τσάτρα- πάτρα» Αγγλικά μου- συνεπικουρούμενος και από τον… «Γερμανομαθή» αδελφό μου, ο οποίος είχε εξοπλιστεί και με το σχετικό Ελληνογερμανικό Λεξικό- προτού ξεκινήσουμε, ανακοίνωσα στους ξένους μας, εν περιλήψει, το πρόγραμμα της ημερήσιας εξόρμησής μας. Αρχίσαμε την ξενάγηση ξεκινώντας από Βατερά προς «Καμίνια» ( κεραμοποιεία) και το, τότε, οινοφόρο Χοχλακιάρι, με την ποικιλία των σταφυλιών «κντούρα»∙ από κει διά του πηγάζοντος από τις θερμοπηγές Πολιχνίτου Αλμυροποτάμου, διαπεραιωθήκαμε στην Αγιά Κατερίνα, όπου η πάλαι ποτέ «Βρύσια πόλις» και το μυθικό Αχιλλοπήγαδο. Συνεχίσαμε προς Αγιο Φωκά πορευόμενοι στην ανωφερή ελικοειδή ατραπό, δια μέσου της ελαιόφυτης περιοχής με τις αναβαθμίδες (σέτια) που προκάλεσαν τον θαυμασμό του Andreas για την περίτεχνη λεσβιακή λιθοδομή τους∙ και φθάνοντας στο υψηλότερο σημείο της ανωφέρειας η Έρικα, αντικρύζοντας αφ΄υψηλού, την θαυμάσια θέα της «Άκρας Βρίσας»-εστεμμένης με το πάλλευκο εκκλησίδιον του Αγίου Φωκά- μετά από υψίφωνο λαρυγγισμόν, εφώνησε ένα παρατεταμένον ΑΑΑΑ!

Πάνω στο ακρωτήρι, στον χώρο μπροστά στο εξωκλήσι του Αγίου Φωκά, όπου διακρίνονταν λευκάζοντα μερικά από τα μαρμάρινα μέλη του αρχαίου δωρικού ναού του 1ουπ. Χ. έβοσκαν στην ξερονομή προβατίνες και κατσίκες! Και στο μυχό του αρχαίου λιμανιού διακρίνονταν, μέσα στο νερό, δυο δωρικοί κίονες (που κύλισαν-πιθανώς, μετά από κάποιο σεισμό- από τον ναό του Διονύσου και βυθίστηκαν στον μυχό του λιμανιού ή ναυάγησαν εκεί κατά την μεταφορά τους από κάποιους ιερόσυλους Έλγιν)! Εκεί, στη μέσα πλευρά του αρχαίου λιμανιού, όπου έχει επιχωματωθεί το αρχαίο κρηπίδωμα, που πιθανώς υπήρχε, αντίστοιχα προς το διακρινόμενο στην έξω πλευρά, είχαν στήσει την αυτοσχέδια ψησταριά τους κάποιοι Πλωμαρίτες ψαράδες που είχαν βρει καλό αραξοβόλι στον Άγιο Φωκά για τα ψαροκάικά τους και λημέριαζαν στο ακρωτήρι όλο το καλοκαίρι. Η «ευωδία» από το χταπόδι και τις σαρδέλες που έψηναν οι ψαράδες φαίνεται πως προκάλεσε στους Γερμανούς τέτοια οσφρητική διέγερση, ώστε, προς ώρας, το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε στην ειδυλλιακή εικόνα των ημίγυμνων μανδηλοφόρων ψηστών, οι οποίοι ευγενέστατα ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό των Γερμανών σε… άπταιστα Πλωμαρίτικα και τους κάλεσαν και στην « Νοηματική Γλώσσα» να « μαντζάρουν», μαζί τους. Υποσχεθήκαμε ότι θα ανταποκριθούμε στο φιλόξενο κάλεσμά τους, μετά την ξενάγηση των ξένων επάνω στον «Ναό».

Όταν ανεβήκαμε το μονοπάτι που οδηγούσε επάνω στο ξωκλήσι, το ζευγάρι των Γερμανών έμειναν ακίνητοι για κάποια λεπτά να κοιτάζουν « κεχηνότες» την θέα, ενώ εγώ τους εξηγούσα: «εκεί φαίνεται το βόρειο μέρος της Χίου και λίγο πιο πάνω, η Ψυρία νήσος∙ και όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσειά του, ο Διομήδης και ο Μενέλαος, όταν γυρνώντας από την Τροία είχαν αράξει στο προσήνεμο μέρος αυτού του ακρωτηρίου, ζήτησαν την συμβουλή του θεού- στο υπάρχον, εκεί, από τότε, ιερό τέμενος- από πού να πλεύσουν για να αποφύγουν την τρικυμία∙ και ο Θεός τους συμβούλεψε, για να αποφύγουν το τρικυμισμένο νότιο άκρο της Χίου, να κατευθυνθούν προς την βόρεια πλευρά της Χίου και να περάσουν ανάμεσα στη Χιο και τα Ψαρά, όπως λέγεται σήμερα η αρχαία Ψυρία, και από εκεί, να βγουν απέναντι στην Εύβοια».

«Και πού είναι ο ναός του Διονύσου, που αναφέρει ο Koldewey», ρώτησε ο Andreas∙ του έδειξα δυο, τρία κομμάτια από δωρικούς κίονες που εξείχαν ανάμεσα στα ξερόχορτα και κάποια αρχιτεκτονικά μέλη που ήταν εντοιχισμένα στο εξωκλήσι. «Νάιν, νάιν», έλεγε ο Γερμανός που κοίταζετα χαρτιά που κρατούσε. Του εξήγησα πως από το 1886 που επισκέφτηκε τον αρχαιολογικό χώρο ο Koldewey, πολλά μάρμαρα μεταφέρθηκαν αλλού για το χτίσιμο εκκλησιών ή άλλων κτιρίων. « Νάιν, νάιν» , πάλι ο Γερμανός. «Κάποια, μάρμαρα τα μετάφεραν οι Τούρκοι στη Μυτιλήνη και τα χρησιμοποίησαν για το χτίσιμο του τουρκικού Γυμνασίου», μου θύμισε, στα ελληνικά, ο αδερφός μου. Τότε ο τσομπάνης των προβάτων και των κατσικιών που καθόταν στον ίσκιο της κοντινής αγριαχλαδιάς και άκουγε τη συζήτησή μας σηκώθηκε και πήρε το λόγο «να σι πω γω τι έγιναν τα μάρμαρα: τα κουπανιούσε με την «βαρειά» εύτους ο Κ…και τα ΄ριχνι στο ασβεστοκάμνο να γίνουν ασβέστς»! Είπε ό,τι είχε να πει στα Βρισαγώτικα, με ελαφρώς οργίλο ύφος ο τσομπάνης και ξαναγύρισε στον ίσκιο της αχλάδας του.

Ο Andreas που φάνηκε να τον ξένισε το ύφος και η βρισαγώτικη ντοπιολαλιά του, ρώτησε τι μας είπε ο «σιέπερντ» (ο βοσκός). Προσπάθησα να του εξηγήσω, περίπου, τι έλεγε ο βοσκός. «Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα», απαντούσε συνοφρυωμένος ο Γερμανός.

Βλέποντας την απογοήτευση στα πρόσωπα των ξένων επισκεπτών του Διονύσου από την κατάσταση που είδαν στον αρχαιολογικό χώρο, για τον οποίον έκαναν το μακρινό ταξίδι τους και τον ποδαρόδρομο Βατερά- Άγιο Φωκά, «πάμε γιατί μας περιμένουν, κάτω, να μας φιλέψουν οι ψαράδες», τους είπαμε, για να τους φύγει η κακοκεφιά.

Στη συνέχεια, όταν σμίξαμε με την φιλόξενη παρέα των ψαράδων, οι Γερμανοί ξέχασαν τον Koldewey που κουβαλούσαν στην τσάντα τους και το ρημαδιό που αντίκρυσαν στον «ναό του Διονύσου» και μας ξάφνιασαν αποκαλύπτοντας την αθέατη ανθρώπινη πλευρά τους. Πιθανώς συνέβαλε η απλότητα των ψαράδων και η άμεση επικοινωνία που είχαν μαζί τους, παρά την άγνοια της ομιλούμενης- εκατέρωθεν - γλώσσας και βεβαίως, συνέβαλε δραστικά το πλωμαρίτικο ούζο, που έρρευσε αφθόνως, καθώς και οι θεϊκές γεύσεις των θαλασσινών μεζέδων που άλλαξαν άρδην την διάθεση των Γερμανών, που εκδηλωνόταν με ενθουσιώδη σχόλια για την απρόσμενη φιλοξενία τους από τους γραφικούς ψαράδες και με ασυγκράτητα γέλια για τους αστεϊσμούς των συνδαιτυμόνων τους.

Ο ενθουσιασμός των Γερμανών κορυφώθηκε, όταν ο καπετάνιος του μεγαλύτερου καϊκιού προσφέρθηκε να τους πάει μια βόλτα ως την «ξέρα», για να δουν το αρχαίο ναυάγιο με το φορτίο του από αρχαίες «λαγήνες και λαγήνια» (υδρίες και αμφορείς) που διακρίνονταν διάσπαρτα στο βυθό της θάλασσας. Και αφού απόλαυσαν από τον Άγιο Φωκά το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα που είχαν δει ποτέ, όπως είπαν, γύρισαν με το καΐκι των ψαράδων στα Βατερά.

Το βράδυ της επόμενης μέρας, στο πάρτι που κάναμε προς τιμήν των ξένων μας -και πρώτων τουριστών που αφίχθησαν στην παραλία των Βατερών- η Έρικα μας ανταπέδωσε την τιμή άδοντας μια από τις ωραιότερες άριες, την Sonnambula (Υπνοβάτιδα) του Βιτσέντζο Μπελίνι, με την συνοδεία του χωριανού μας βιρτουόζου βιολιστή Νικόλα∙ και η βραδινή φιέστα μας, μετά τον «Απτάλικο» χορό των προσκεκλημένων ψαράδων του Αγίου Φωκά- οι οποίοι μας πρόσφεραν ολόκληρη την πρωινή «ψαριά» τους για την παρασκευή των μεζέδων- έκλεισε με το αξέχαστο βαλς του «Γαλάζιου Δούναβη» που έπαιξε…μεταρσιωμένος ο Νικόλας και χορέψαμε- ο αδερφός μου και γω- με την… αξιέραστη Erika!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey