Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Τον θυμάσαι πριν δέκα χρόνια στο ασανσέρ με τα δυο μεγαθήρια ή βουβάλια, δεν ξέρει ακριβώς τι ήτανε, που κόντεψε να πάθει ασφυξία;
Όχι; Ααα, αυτό σημαίνει πως δεν με διαβάζεις μετά προσοχής. Το ξεπερνάω όμως σας τον θυμίζω.
Είχε κατέβει στο ένα και πενήντα τρία ύψος και τα κιλά του, που αποτέλεσαν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης επιστημόνων, υπολογίζονταν στα 34 και διακόσια γραμμάρια. Ολιγόφαγος και σκελετωμένος, κατατασσόταν στα πτηνά. Όταν φυσούσε, δεν κυκλοφορούσε μην τον πάρει ο αέρας.
Καλό παιδί, και καύχημά έχει, το όνομα του. Σώτης. Από Σωκράτης, των αρχαίων.
Πρόσχαρος, νομοταγής, ανοιχτοχέρης και φιλοσοφών, στηριζόμενος στη θεωρία ότι το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι προχουντικά ήταν 56 κιλά κι ένιωθε χοντρός. ΠροΔουΝουΤικά, πήγε στα 53, βαριά -βαριά. Με τη βοήθεια του Θεού περάσανε τα χρονάκια, συνέβαλαν αξιότιμοι τινές με φιλανθρωπικά κίνητρα ορμώμενοι, όπως Μέργκελ Λαγκάρτ, Σούλτς, πραγματοποιήθηκε η ελαχιστοποίηση (όπως λέει ο αυθάδης) της σύνταξής του. Επέδρασαν κι άλλοι τινές εξωγενείς παράγοντες όπως αρρώστιες κι ανατιμήσεις, αναγκάστηκε να μειώσει αναλόγως το φαγητό. Αν τώρα προσθέσεις και την οδοντοστοιχία του που έσπασε, σούφρωσε ο Σώτης μας..
Οπότε ο ευτυχής ετούτος νεοέλληνας κατέβηκε στο ένα και πενήντα δύο με προσέγγιση εκατοστού, και με δικούς του υπολογισμούς, στα 35 κιλά. Δεν πηγαίνει συχνά στο μπακάλικο γιατί ως μέλος της κατηγορίας των τιμημένων γερατειών, δεν χρειάζεται σχεδόν τίποτα. Μα ούτε και φτάνει τα ράφια.
Μην τα πολυλογούμε, όλα τούτα και κάτι δωράκια από την εφορία κι άλλα παρόμοια, τον έκαναν να νοιώθει άρχοντας στη θέα των εδεσμάτων κι ευτυχής που δεν είχε δόντια.
Μα ελέω Θεού, φύγανε οι τρόικες κι οι θεσμοί, αλλάξανε οι καιροί, γραβάτες καταργηθήκανε ξανάρθανε, ευημέρησε η δοξασμένη Ελλάς κι ο Σώτης μας ψήλωσε ένα εκατοστό και φάρδυνε σε σημείο που η ζυγαριά, επί τέλους δείχνει οριακά 37 κιλά. Θαύμα!
Αυτός λοιπόν, ο Σώτης, που δεν κυκλοφορεί μην τον εύρη ο κορονοϊός και δεν ξημερωθεί, αλλά ο άτιμος εξακολουθεί να κοιμάται με την αρχαία τηλεόραση να τον νανουρίζει, με ξύπνησε πάλι μεσάνυχτα να του ερμηνεύσω ένα ευχάριστο όνειρό του. Κι άρχισε, λαχανιασμένος.
«-Ήτανε, που λες, Κυριακή πρωί κι είχε ένα καυτερό ήλιο που θέλησα να βγω στην πλατεία να ζεσταθώ.
Είχα στείλει μήνυμα στο 13033 να πάω για άσκηση, μα λέω καλλίτερα δέσε τον γάιδαρο μη πα να τον γυρεύεις. Δε ξέρεις καμιά φορά. Με σταματάει ο πολισμάνος και, πάει διπλό το μηνιάτικο το παχουλό της σύνταξης, το ίσο με ένα γερό πρόστιμο τουτέστιν 300 ευρώ. Έβαλα και τη χειρουργική μου μάσκα, έβαλα κι άλλη μια από πάνω, (στον ύπνο μου βλέπεις έχω περίσσεμα απ’ όλα) άνοιξα την ξώπορτα και βγήκα στο πλατύσκαλο με τις άλλες δυο πόρτες δεξόζερβα που μένανε άγνωστες οικογένειες, λέει.
Στο τέταρτο πάτωμα έμενα σε τούτο το όνειρο. Άλλες φορές ονειρεύομαι πως μένω σε βίλα ή σε παγκάκι.
Και που λες, με το που πρόβαλα στο πλατύσκαλο και ήρθε το ασανσέρ, ανοίγω την πόρτα του να μπω, πάω να την κλείσω, μα ένα άρβυλο την εμπόδισε κι ένας ψηλός, ομορφάνθρωπος με γκρίζα μαλλιά, σκληρός, αγέλαστος, χωρίς υπερβολές κάτι σαν το Δημήτρη, με ύφος πρωθυπουργού και κάτι, μπούκαρε μέσα σφάλιξε την πόρτα και το ρημάδι το ασανσέρ, πήρε την κατηφόρα για ισόγειο. Ωραίος ο άντρας ο αδύνατος που μπήκε, δε μπορώ να πω, κι ευγενικός, με πολύ καλούς τρόπους και στυλ. Απρόσμενα, έβγαλε από την τσέπη της καμπαρντίνας που φόραγε, ένα εργαλείο που στη θέα του, χέστ..α, δεν τα γνωρίζω τα ρημάδια τούτα, βλέπεις. Μα δε καλοφαινότανε κι όλας γιατί στην τσέπη ήτανε το μισό. Ξέρεις όπως στα γκανγκστερικά έργα.
Μα κείνη την ώρα, προτού κάνω για τελευταία φορά το σταυρό μου, θαύμα έγινε και σταμάτησε στο δεύτερο πάτωμα το ασανσέρ. Αχ, ανάσανα ανακουφισμένος και τούτη τη φορά έκανα κρυφά το σταυρό μου που με γλίτωσε ο ανθρωπάκος που αμέριμνος μπήκε μέσα. Όμορφος κι αυτός, πιο όμορφος μπορώ να πω, χαμογελαστός κι ευγενικός, με καστανά μαλλιά, χωρίς υπερβολές κάτι σαν τον άλλον το Δημήτρη. Ρε τι σου είναι τα όνειρα! Και δε φοράγανε μάσκα. Δεν είχανε, λέει, την κακιά ετούτη αρρώστια. Έτσι μου φάνηκε. Μα κατά το συνήθειό μου, στο ασανσέρ έστεκα με το πρόσωπο προς την πόρτα ώστε να ξέρω τι γίνεται. Τούτη τη φορά όμως δεν μου βγήκε σε καλό, γιατί άξαφνα ο καινούργιος που μπήκε, ο τέτοιος, με ένα συγνώμη πέρασε και στάθηκε πίσω μου. Σχεδόν κολλητά. Ένιωσα περίεργα κι έκανα να κουνηθώ λίγο μην και τον ενοχλώ, μα τίποτα δεν φάνηκε να τον ενοχλεί. Το αντίθετο, όσο έφευγα λίγο μπροστά τόσο εκείνος με ευγένεια και κάτι ακαταλαβίστικα που μου ψιθύριζε σίμωνε πίσω μου. Ρε τι σου είναι τα όνειρα!
Κι όπως συνέβαιναν όλα ετούτα, ο άλλος, ο πρώτος, αυτός με κοίταξε περίεργα, με ένα ειρωνικό σαρκαστικό χαμόγελο, σαν τον Κακό του γουέστερν στο «Ο Καλός ο Κακός κι ο Άσχημος», το έχεις δει;. Λοιπόν με κοίταξε σκληρά με το εργαλείο που κράταγε να ακουμπά στο πλευρό μου. Λες και ήμουνα αποκηρυγμένος κι ήθελε ρε Γιώργο, να με σκοτώσει. Κάτι έλεγα, ή προσπαθούσα να τραγουδήσω «έχετε γεια βρυσούλες». Μα σκοτείνιασε τότε, λέει, μ’ έπιασε πανικός μην με σκοτώσει ή με βιάσει ο άλλος, έκλαιγα, ξύπνησα και τουρτούριζα.
Πες μου Γιωργάκη να χαρείς. Λες να είναι για καλό μου;»
Ομολογώ πως δεν μπόρεσα να το εξηγήσω.