Γράφει ο Παναγιώτης Μυριτζής

Για τον Περικλή σκόρπιες προσωπικές θύμησες

28/12/2024 - 11:00 Ενημερώθηκε 28/12/2024 - 11:07

Η πιο παλιά μου μνήμη γι αυτόν είναι τη το 71, το 72, θα σας γελάσω. Παίζαμε στον Ταρλά, Απόλλων Μυτιλήνης με κάποια ομάδα απ’ έξω ή Χαλκίδα ήταν ή Εθνικός Αστέρας, πρωτάθλημα Β Εθνικής. Ομαδάρα τότε ο Απόλλωνας, στην επίθεση πετούσε φωτιές ο Αντρέας ο Νταλαμπέκης, μα στο κέντρο της άμυνας, δέσποζε ένας βράχος, ο μικρότερος αδερφός του ο Περικλής, ο Πέρης όπως τον φώναζαν οι φίλοι του. Η διαιτησία – εμφανώς σκόπιμη – σφαγή, μας έχει αποβάλει ήδη δυο παίχτες, Κοπανέλλη και τερματοφύλακα. Τότε δεν είχε την πολυτέλεια των αλλαγών και τις …σιδερωμένες φανέλες, βάζει ο Περικλής την ιδρωμένη φανέλα με τον άσσο – κόκκινη ήταν θυμάμαι – και κάθεται τέρμα. Η σφαγή συνεχίζεται, σφυρίζει ο διαιτητής πρόωρα τη λήξη, του την πέφτουν οι πάντες, και θυμάμαι τον Περικλή να φεύγει από τέρμα τρέχοντας με μεγάλες δρασκελιές, ένας γίγαντας στα μάτια μου, και τρέχοντας να βγάζει και να πετάει τη φανέλα για να πάρει μέρος στο πατιρντί αλλά να μη γνωρίζεται!

Γιατί ο Περικλής, πέρα από καλός επαγγελματίας, καλός οικογενειάρχης και πατέρας, καλός επαγγελματίας, αν κάτι πιο πολύ τον χαρακτήριζε ήταν η αίσθηση του δίκιου, κι αν κάτι τον ενοχλούσε και τον έβγαζε από τα ρούχα του ήταν η αδικία. Γιατί από μικρός πέρασε τα δύσκολα χρόνια, κι ότι έκανε στη ζωή, όταν έκανε μόνο φίλους, το έκανε μόνος του και με την παλικαριά και τη σκληρή δουλειά του.

Το προποτζίδικο του ήταν πάντα κέντρο να μαζευτούν οι φίλοι να πούνε τα παλιά, αθλητικά μα και πολιτικά, κι όταν πήρε σύνταξη και το άφησε στα χέρια του άξιου γιου του, εκείνος εκεί, να μαζεύει τους φίλους γύρω του να κεράσει καφέ, να πει μια καλή κουβέντα. Μέχρι και πολιτικό επιτελείο έγινε ο προθάλαμος του μαγαζιού κατά καιρούς για το φίλο του το Βουνάτσο και πιο πρόσφατα για το σημερινό Περιφερειάρχη – γνώριμο από παλιά – Κώστα Μουτζούρη.

Τον θυμάμαι μια μέρα γύρω στο 2018, κουβεντιάζαμε και μιλούσα με απογοήτευση για τους τότε κρατούντες, μου λέει με πίκρα, «Ρε Παναγή, μη μου τα λες κι εσύ μαύρα, τι να πιστέψω πια, πέρασα τα 70 και φως δεν είδα σε τούτο τον τόπο»

Τη μέρα της κηδείας του, συλλυπούμαστε τους δικούς του, τι να πεις τέτοιες ώρες, σκύβω στον Πέτρο και του ψιθυρίζω «Κουράγιο παλικάρι μου, είναι μεγάλη περηφάνια να λες ήμουνα γιός του Περικλή»!

Θα μου λείψεις φίλε….

ΥΓ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε την επάυριο της κηδείας του, κι ήταν να δημοσιευτεί στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας, αλλά το μπέρδεψε ο «δαίμονας» της σελιδοποίησης. Έστω και καθυστερημένα, μου δίνει την ευκαιρία να πω, πως περνώντας κάθε μέρα από το Άγιο Κωνσταντίνο απέναντι από το μαγαζί του να πάω στη δουλειά, κοιτάω αυθόρμητα μέσα από τα τζάμια, θαρρείς και θα δω το χέρι του υψωμένο να με χαιρετά και θ’ ακούσω την καλόκαρδη φωνή του να μου λέει «Καλημέρα Παναγέλ»!

 

 

 

 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey