
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Παλικάρι ο Μιχαλιός, κοπελιά π’ άστραφτε η Λενιώ του, κι η μέρα λίγες είχε ώρες για να προκάνουνε δουλειές και τρεχάματα να τα φέρνουνε βόλτα. Και το φαγητό, μετρημένο. Από το στόμα τους βγάνανε τη μπουκιά να τη δώκουνε στα πέντε κοπέλια που είχανε φέρει σε τούτονε τον κόσμο.
Λιγοστά τα γράμματά τους κι οι περιουσίες σχεδόν ανύπαρκτες, μα η αγάπη συναμετάξυ τους άρρηκτη, η πίστη τους στο Θεό ακλόνητη, το κέφι για ζωή αμείωτο κι η λαχτάρα για προσφορά απλόχερη, τους γιόμιζαν δύναμη, κουράγιο κι ύπνο ήσυχο τις λιγοστές ώρες που ξεπερισσεύανε να μείνουνε στο σκληρό κρεβάτι, κειμήλιο ιερό απ’ τους γονιούς της κι αυτό.
Δεν είχε σίγουρη δουλειά ο Μιχαλιός, μα δουλευτής προκομμένος και τίμιος ήτανε, με χαμόγελο και ιδρώτα έβγαζε το ψωμί του, γυρεύανε εργάτη ή τεχνίτη, πάγαινε και ποτέ δεν έμενε χωρίς μεροκάματο. Σκάλες να καθαρίζει αυτή δεν λειβότανε τίποτα των κοπελιώνε, καταφέρανε, καλοαναθρεμμένα κι εφτάγερα να τα μεγαλώσουνε, να τα σπουδάξουνε και να τα δώκουνε στην κοινωνία.
Την αγάπη και το νιάξιμο για το διπλανό, τα είχανε φυτέψει απ’ αρχής στο τρυφερό μυαλουδάκι τους, ώσπου μεγαλώσανε, ανοίξανε τα φτερά τους, φτεροκοπήσανε, χτίσανε τις φωλιές τους, τιμήσανε το όνομά τους, καταφέρανε να σάξουνε το δικό τους κόσμο.
Καλά τα πηγαίνανε, μα πε οι συνθήκες ζωής, μπορεί η αλλιώτικη ματιά που ρίχνανε γύρω, η αδικία που βασιλεύει και τα προβλήματα στο διάβα τους, δυσκολευτήκανε, και δρόμο αλλιώτικο πήρανε. Όχι ναρκωτικά και ξενύχτια, μα περίσσια αγάπη για τον εαυτό τους είχανε κι αδιαφορία για τους άλλους.
Και το παράπονο της μάνας, σαράκι να τη φάει, που δεν άρεσε στα δυο κοπέλια και τις τρεις κοπελιές της να κοιτάνε και το διπλανό τους. Όλα για το στομάχι και το πορτοφόλι τους. Να αρρώσταινε ο γείτονας, να ζητιάνευε, δεκάρα δε δίνανε. Κι ας τους περισσεύανε.
Μα με τον καιρό ούτε στους γονιούς των δε δείχνανε συμπόνια κι αναγνώριση των όσων είχανε πράξει για να τους οδηγήσουν ως το μονοπάτι το δύσβατο που με την ευκή τους και τη μονιασμένη δουλειά ολωνών, τη σκληρή, ασφαλτοστρώθηκε.
Γέρασε η γιαγιά πια, η Λενιώ, μα άτυχη, χτυπήθηκε από αρρώστια κακιά, έφυγε απ’ τη ζωή κι αφήκε σαν την καλαμιά στον κάμπο το Μιχαλιό της που κι αυτός με προβλήματα υγείας απόμεινε με την καρδιά να δουλεύει και την ανάσα του βαριά που τον κρατάγανε ζωντανό στο σπιτάκι που είχε καταφέρει να κρατήσει για τα στερνά του και πάσκιζε να γιατρεύει τον πόνο του.
Παράπονο μεγάλο δεν είχε από τα παιδιά του, αποφάσισε, όταν του το είπανε, να τους το δώσει με πλήρη κυριότητα, κι ας τον απέτρεπε ο γνωστός του συμβολαιογράφος.
-Τα παιδιά μου με αγαπάνε και με το παραπάνω, μην πληρώνουν άμα έρθει η ώρα μου και κληρονομιές, έλεγε.
Κι αστροπελέκι έπεσε, σαν ήρθε ο πρωτογιός του μετά ένα μήνα κι είπε του, ορθά κοφτά και χωρίς πόνεση καμιά.
-Γέρο, ξέρεις, αρωστάρεις είσαι, φροντίδα χρειάζεσαι, δουλειές πολλές, δε προλαβαίνουμε, αποφασίσαμε με τους άλλους να σε πάμε στο γηροκομείο που θα σε προσέχουν.
-Παιδάκι μου τι να σας πω. Έχω τα γεράματά μου, θέλω όμως να σας βλέπω, να παίρνω κουράγιο από σας να παραμένω στη ζωή. Όση μου χρωστάει ο Θεός.
-Το σκεφτήκαμε καλά, το αποφασίσαμε. Δε μπορούμε να αλλάξουμε. Μα θα ερχόμαστε να σε βλέπουμε.
Και ξημέρωσε μαύρη μέρα, σαν τον πήρανε και τον παραδώσανε στο γηροκομείο. Όσο κι αν ήτανε καλό. Ο πόνος από τις πληγές αφόρητος. Του σώματος μα πιο πολύ της ψυχής του οι πληγές. Δυσκολευότανε να το δεχτεί, όσο κι αν τον φροντίζανε στο γηροκομείο, πως θα βλέπει τόσο σπάνια τα παιδιά του τα μοσχαναθρεμμένα και τα εγγόνια του. Και μαράζωνε, κλεισμένος στον εαυτό του. Χαμένοι οι κόποι του... Μουχλιάσανε τα όνειρά του.
-Δεν έχω παράπονο από το ίδρυμα, αλλά, αραχνιάσανε, σβήσανε όλα για μένα.
Ετούτα πάνω κάτω έλεγε κι ο γεροντής σαν τον ρωτήσαμε στο εξαίρετο ίδρυμα, το Αννουσάκειο, όπου κάμποσοι εθελοντές πηγαίνουμε να σπάσουμε τη μοναξιά τους, να τους δείξουμε πως η ζωή συνεχίζεται.
Η αμοιβή μας; Το αμυδρό χαμόγελο των πονεμένων αυτών σκαπανέων της ζωής και τα θολά τους μάτια.
Δοκίμασέ το άνθρωπέ μου. Θα δεις.
Είναι να το νιώθεις.
Γιώργος Καμβυσέλλης
gkamvysellis@yahoo.gr