
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Θα χρησιμοποιήσω πάλι το υπόδειγμα της εγκεφαλικής διεισδυτικότητας του blog για τη γλώσσα του κ. Σαραντάκου. Που καταγράφει κι αναλύει, μεταξύ πολλών άλλων, τις λέξεις της χρονιάς, δηλαδή αυτές που σηματοδοτούν τη διαδρομή του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα, κατ’ έτος.
Θα χρησιμοποιήσω πάλι το υπόδειγμα της εγκεφαλικής διεισδυτικότητας του blog για τη γλώσσα του κ. Σαραντάκου. Που καταγράφει κι αναλύει, μεταξύ πολλών άλλων, τις λέξεις της χρονιάς, δηλαδή αυτές που σηματοδοτούν τη διαδρομή του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα, κατ’ έτος. Είμαι βέβαιος ότι θα συμπεριλάβει, εφέτος, ως λέξεις-σημαίες τού 2013, τον «γκρεμιστή» και τον «κτίστη», από την υπερπροβληθείσα συνθηματολογική αποστροφή του κ. Τσίπρα στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτικάντικη κριτική στη μεταφορά αυτή επέμεινε στο βαρβαρικό χαρακτήρα της λέξης «γκρεμιστής», ως ηχητικά δύστροπης ή τεχνικά απούσας του τρέχοντος δημόσιου λεξιλογίου. Άλλοι, εγγράμματοι φιλόλογοι κυρίως, ανακάλυψαν την πηγή των όρων στον παλαμισμό (εκ του Κ. Παλαμά, κι όχι της παλάμης). Έτσι είναι, επιλογή άριστη, με βαριά καταγωγή και ιερή παρακαταθήκη, ενός εκ των Μεγάλων μας. Μεγάλος για την οικουμενικότητα της ποίησής του, μεγαλύτερος διότι φεύγοντας ο Σοφός εξήγειρε τον ταλαιπωρημένο πλην αντιστεκόμενο αθηναϊκό λαό στη μεγαλύτερη εκδήλωσή του κατά των Ναζί και της φασιστικής κατοχής! «Σ’ αυτό το φέρετρο, ακουμπά η Ελλάδα…», έγραψε τότε ο Άγγελος Σικελιανός και το πλήθος έψαλε τον Εθνικό Ύμνο ως λύτρωση, ενώ ακούστηκε και το συγκλονιστικό «Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος»!
Εν όψει αυτών, ας μείνουμε στα πεζά σημερινά: Παλαμάς à la carte, δε νοείται! Τι είπε όμως ακριβώς ο Παλαμάς στους «Δειλούς και Κρυφούς Στίχους» του, το 1928, για τον «γκρεμιστή»; Σταχυολογώ, καθότι νόημα δεν έχουν οι λέξεις αποκομμένες από το σύνολο της ποιητικής σκέψης:
Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
…
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
… την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
…
Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ’χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μία ντροπή το δένει
…
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
Ποίημα φλογερό, γενναίο. Ως ο Παλαμάς ολόκληρος. Πλην όμως, ποίημα καθιστάμενο εντόνως αμφίσημο όταν επιλεκτικά χρησιμοποιείται ως απόθεμα λέξεων στον καθημερινό πολιτικό λόγο. Καθότι, ο «γκρεμιστής» παρήχθη μεν από τον Παλαμά, αλλά συνταυτίζεται από τον ποιητή με ιδιότητες ως το «ανήμπορο παιδί», ο «διαλεχτός της άρνησης» που είναι «ανοιχτομάτης» του «χαλασμού πατέρας», που επιθυμεί να κάνει «την πολιτεία ερμιά, γη χέρσα το χωράφι» κ.ο.κ.. Όσον αφορά δε στο «νοητάκι» του Παλαμά, τούτο σημαίνει μαγικό άλογο με υπερφυσικές δυνατότητες, κατά τους αναλυτές της γλώσσας! Το «καβάλα στο νοητάκι», ως λέει ο Παλαμάς, δεν ξέρω τι σημαίνει στα τρέχοντα καθ’ Ημάς… ιδιαίτερα εάν «σκλαβωμένο το ’χει το δείλιασμα, κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι»!
Ο ίδιος ο Παλαμάς στους «Λύκους», που τόσο τον απασχολούσαν συμβολικά, έγραψε:
Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.
Πολιτικά, είναι επικίνδυνο να παίζεις με διανοητές, αν δεν τους γνωρίζεις ή υιοθετείς ως ολότητα. Κι έτσι, ούτε γκρεμιστές ούτε κτίστες βλέπουμε. Μάλλον, την ευγενή κατηγορία των συντηρητών παλαιών οικιών μάς προτείνουν. Κάποτε ως νέοι, γκρεμιστές κι εμείς στα χρόνια μας, θέλαμε να αλλάξουμε τα πάντα, ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Απεδείχθη ότι τα κάναμε σαν τα μούτρα μας. Δεν καταλαβαίνουμε, όμως, πώς οι νυν «νέοι» θεωρούν ως δήθεν γκρέμισμα τη διατήρηση των δικών μας λαθών. Εάν ως κοινωνία θέλαμε ακόμα το βαθύ ΠΑΣΟΚ, ως πολιτισμικό - και όχι ως πολιτικό - πρότυπο που διαπερνά όλα τα κόμματα, θα πράτταμε αναλόγως. Δε θα αναζητούσαμε τους εργατοπατέρες στις ιδιοτελείς περιοδείες τους σε νεοπαγείς κομματικές εστίες! Αυτούς θα θέλαμε να γκρεμίσουμε, αντί να τους προβάλουμε. Ετοιμόρροπο το σπίτι, αδελφέ μου…