
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
«Θες ν’ αγιάσεις και δε σ’ αφήνουν…» λέει μια δημώδης ρήση. Το ξέρω χρόνια, αλλά το βιώνω υπό άλλη μορφή πρόσφατα. Πιάσαμε κουβέντα, άνιση και ανούσια, μέσα από τους διαδρόμους της ανωνυμίας των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας: μετά το χαρακτηρισμό του «γερμανοτσολιά» που μου απηύθηνε ο γελωτοποιός τού e-mail - και στον οποίο απάντησα ενυπογράφως σχετικά με την Ηθική του ενός ευρώ (βλέπε πρόσφατο άρθρο στο «Εμπρός») - επήλθε δεύτερη «ομοβροντία» χλευασμού σχετικά με το αφιερωματικό σχόλιό μου περί την 6η Ιουνίου και τη σφαγή των Νέων στη Νορμανδία: «στρατοκρατική ψωνάρα…» ήταν ο χαρακτηρισμός.
«Θες ν’ αγιάσεις και δε σ’ αφήνουν…» λέει μια δημώδης ρήση. Το ξέρω χρόνια, αλλά το βιώνω υπό άλλη μορφή πρόσφατα. Πιάσαμε κουβέντα, άνιση και ανούσια, μέσα από τους διαδρόμους της ανωνυμίας των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας: μετά το χαρακτηρισμό του «γερμανοτσολιά» που μου απηύθηνε ο γελωτοποιός τού e-mail - και στον οποίο απάντησα ενυπογράφως σχετικά με την Ηθική του ενός ευρώ (βλέπε πρόσφατο άρθρο στο «Εμπρός») - επήλθε δεύτερη «ομοβροντία» χλευασμού σχετικά με το αφιερωματικό σχόλιό μου περί την 6η Ιουνίου και τη σφαγή των Νέων στη Νορμανδία: «στρατοκρατική ψωνάρα…» ήταν ο χαρακτηρισμός. Είναι προφανές, σ’ εμένα τουλάχιστον, ότι στον κόσμο της ιδεοληψίας υπάρχουν ακατάβλητα πράγματα κι ακατανίκητες απόψεις, όσον κι αν θα θεωρούσα κοσμιότερο και παραγωγικότερο να έχουν ονοματεπώνυμο. Αστικές ευαισθησίες, θα μου πείτε! Μάλλον, αλλά τι να κάνουμε… πάσχουμε κι από αυτό!
Ως νύξη μόνον, προς τον/τους επικριτή/-ές μου, θα του ζητήσω να ψάξει - αν μπορεί - τη σύνθεση του προσωπικού της «2ης Τεθωρακισμένης τού Leclerc», μιας και τον ενόχλησαν τόσο πολύ οι δόκιμες ιστορικές αναφορές στους σχηματισμούς των Συμμάχων στη Νορμανδία, στο σχετικό άρθρο μου: η εν λόγω δύναμη ήταν αυτή των Διεθνών Ταξιαρχιών του Εμφύλιου της Ισπανίας που μετακινήθηκαν στη Βρετανία, με πρωτεύουσα παρουσία των Ισπανών αναρχικών και των κομμουνιστών των Γαλλικών επαρχιών τού Μαγκρέμπ, τότε… Προφανώς, κι αυτοί ως «ψωνάρες», δεν είχαν φτάσει στα υψηλά μεταμοντέρνα νεοελληνικά επίπεδα ανάλυσης του επικριτή του αφιερώματος… απλώς πήγαν και σκοτώθηκαν, γενικώς! Κυρίως, όμως, έναντι της τύφλωσης της επικρίσεως, το ζητούμενο δεν ήταν το «γκαν-γκαν» των ανδραγαθημάτων. Το ζητούμενο ήταν η αναφορά στη θυσία των Νέων μπροστά στο Χρόνο-Κρόνο.
Ως επεισόδιο, πλειστάκις επαναλαμβανόμενο, σε χώρους και χώρες, σε χρόνους και περιόδους, αλλά ιστορικά μοναδικό στη Νορμανδία: ένα μείγμα εθνικοτήτων πάλεψε για την Ευρώπη της Δημοκρατίας και για να «ξεκουράσει» το Ανατολικό Μέτωπο! Ρωτήστε όμως τους Πολωνούς στη Νορμανδία και τους αγωνιστές της Βαρσοβίας που σφαγιάσθηκαν, πώς χρησιμοποιήθηκε η θυσία τους! Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε! Ίσαμε εκεί μπορεί ο άνθρωπος να σκεφθεί, τον συγχωρούμε, ή μάλλον ανεχόμαστε…
Λίγη ιστορική παιδεία, πάντως, κακό δεν κάνει, για όποιον παίζει στα δάκτυλα και ακροβατεί πάνω στην ιστορικότητα των γεγονότων, ιδίως των μελλούμενων! Μια ταπεινή υπενθύμιση μόνον, ως θετικός επιστήμων: η πολιτική είναι σαν τη σεισμολογία, που μπερδεύει την πρόβλεψη, την πρόγνωση και την πιθανότητα!
Αλλά, επ’ ευκαιρία, ας δούμε λίγο καλύτερα τι γεννά ανάλογους τρόπους σκέψης, τους θανάσιμους συνδυασμούς που αναφέρω στον τίτλο του άρθρου και τους οποίους φοβάμαι ως πολίτης:
1. Φοβάμαι τον αδιάφορο αγράμματο: χαρακτηριστική κατηγορία, χωρίς μέθοδο σκέψης και χωρίς στοιχειώδη έδραση επί της γνώσης. Κυρίως, χωρίς αίσθηση ότι αμφότερα τούτα είναι προϋπόθεση λογικής και κυρίως πολιτικής πράξης. Χύμα! Τι μας νοιάζει όμως; Εδώ, το ζητούμενο είναι το αιρετικό, το αγενές και το ανυπάκουον της τοποθέτησης ως αυτοσκοπός. Αν, μάλιστα, συμπορεύεται ή υποστηρίζει ένα μύθευμα κοινωνικής φοβίας ή τρόμου και ευκαιρίας ψυχοπονιάρικης αντιμετώπισής του, τότε έχουμε φαντασίωση εξουσίας στο τσεπάκι!
2. Φοβάμαι το δραστήριο βλάκα: άλλη ανθρωπολογική κατηγορία που επεκτείνεται ως επιδημία στα καθ’ Ημάς, πανταχόθεν. Σκεφθείτε: πόσους τέτοιους γνωρίζετε, σε ποιους αποδίδετε το δεύτερο χαρακτηρισμό και πόσοι εξ αυτών εντρυφούν ή παρεπιδημούν στη Διοίκηση ή τη διαμόρφωση των Κοινών, ως υπάλληλοι, ως διοικούντες ή ως Αρχές (μεταξύ των οποίων, εικάζω ισχυρώς ότι εντάσσεται και ο «συνομιλητής» μου)!
3. Φοβάμαι τον ισχυρό ματαιόδοξο: «είμαι έτοιμος να κυβερνήσω, να προεδρεύσω, να διοικήσω, να…», μας λέει το αρχέτυπο αυτό. Αν είναι δυνατόν! Σε ένα Κόσμο απίστευτης πολυπλοκότητας, απροσδιόριστων σχέσεων εξουσίας και συσχετισμών δύναμης, καλπάζουσας πληροφορίας και παραπληροφόρησης, καθημερινών ανατροπών, συγκλονιστικής γραφειοκρατίας, είναι αμετροέπεια να δηλώνεται αναιδώς κάτι ανάλογο. Κανείς δεν είναι έτοιμος να διοικήσει, επειδή το υποκείμενο μεταλλάσσεται διαρκώς. Κυρίως, όμως, είναι μέτρο άγνοιας και αγνόησης κινδύνου να νιώθεις «ισχυρός»: παραίσθηση ισχύος είναι ο καφενειακός ή συνοικιακός τσαμπουκάς. Ο μέγας Ν. Τσιφόρος κάποτε έγραψε ότι το κουτσαβάκι που μίλαγε αναλόγως στην Τρούμπα τού τότε (δες όνομα για περιοχή, συμβολικό «πλήγμα» για εμένα, προτρέχω για να μην κουρασθεί ο «συνομιλητής» να ευφυολογήσει…), το ’βαλαν οι «δύσκολοι» μάγκες να κατουρήσει το πιστόλι του. Και βέβαια, εξαφανίσθηκε μετά!
4. Φοβάμαι, κυρίως, το «όπλο μαζικής καταστροφής» που προκύπτει από το συνδυασμό των ανωτέρω 1 - 3.
Αναρωτιέμαι: μπας κι έχουμε πολλούς, γύρω μας, από τούτο το μείγμα ή τα υλικά του; Ο Λαός-Θεσμός-Θεός να βάλει το χέρι του! Ή, αλλιώς, τρέχα γύρευε…!