Δυο σουξέ πάνω σ’ ένα παλιό ποίημα…

09/02/2013 - 16:22

Έχοντας στο μυαλό το ρηξικέλευθο λόγο παλαιότερων εμπνευσμένων στοχαστών, όπως ο Κ. Αξελός, ή σατιρικών και κυνικών ποιητών και δοκιμιογράφων, όπως ο Γ. Σουρής, ο Α. Σούτσος ή ο Ε. Ροΐδης, τα σημερινά πάθη κι οι μικρομέγαλες συγκρούσεις περί την κρίση μοιάζουν να γεννώνται από την πείσμονα εμμονή στη διελκυστίνδα ορθολογισμού - ανορθολογισμού που λες κι είναι εγγεγραμμένη στο DΝΑ ενός ελευθεριάζοντος πληθυσμού

Έχοντας στο μυαλό το ρηξικέλευθο λόγο παλαιότερων εμπνευσμένων στοχαστών, όπως ο Κ. Αξελός, ή σατιρικών και κυνικών ποιητών και δοκιμιογράφων, όπως ο Γ. Σουρής, ο Α. Σούτσος ή ο Ε. Ροΐδης, τα σημερινά πάθη κι οι μικρομέγαλες συγκρούσεις περί την κρίση μοιάζουν να γεννώνται από την πείσμονα εμμονή στη διελκυστίνδα ορθολογισμού - ανορθολογισμού που λες κι είναι εγγεγραμμένη στο DΝΑ ενός ελευθεριάζοντος πληθυσμού -κατά τη βιολογική έννοια- που ισορροπεί ασταθώς στο μεσογειακό μεταίχμιο. Στο κείμενο του 1954 («Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας», Νεφέλη, 2010), ο νεαρός τότε Αξελός αναρωτιέται ουσιαστικά εάν υπάρχει μια εγγενής κακοδαιμονία, ηθελημένη και αθέλητη, που εμποδίζει αυτήν τη χώρα, που «αναζητεί τον εαυτό της με πάθος», να βλέπει το «κεντρικό» και να είναι «επίκαιρη». Δε διαφέρει σε τίποτα όμως από τους στίχους του Σουρή:

«Ποιος είδε κράτος λιγοστό / σ’ όλη τη γη μοναδικό, / εκατό να εξοδεύει / και πενήντα να μαζεύει; // Να τρέφει όλους τους αργούς, / να ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, / ταμείο δίχως χρήματα / και δόξης τόσα μνήματα; // Να ‘χει κλητήρες για φρουρά / και να σε κλέβουν φανερά, / κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε / τον κλέφτη να γυρεύουνε;…»

Η σπάνια διορατικότητά τους υποδηλώνει ότι το αιώνιο δισχιδές του φράκου και της φουστανέλας μάς προσδιορίζει 200 χρόνια μετά τη σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους. Ποιον ξενίζει άραγε το γεγονός ότι το ποίημα αυτό του Σουρή έγινε το σουξέ του αμαλγάματος των «Αγανακτισμένων» και των πολιτικώς διερμηνευόντων τους; Στο YouTube θα βρείτε πανεύκολα δύο αποδόσεις τού εν λόγω ποιήματος ως τραγούδια: η πρώτη, υπό τον τίτλο το «Τραγούδι της Πλατείας», είναι του Β. Παπακωνσταντίνου. Η δεύτερη, με τον τίτλο «Δυστυχία σου, Ελλάς», είναι των Πασχαλίδη, Ζουγανέλη και Μαχαιρίτσα. Το ίδιο πρόβλημα της διελκυστίνδας αναδύεται: μεταξύ της εκδοχής του «γεροντοφρικιού» και αυτής του «πουρορομαντικού», μεταξύ του ροκ-εμβατηρίου και της περιπαθούς μπαλάντας, όμηροι καλλιεργούμε συλλογικά το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, δηλαδή τη συναισθηματική πρόσδεση με τους καθορίζοντες τον ορίζοντά μας. Κι αν εγώ προσωπικά επιλέγω τη δεύτερη εκδοχή χωρίς αμφιβολία, δεν το κάνω λόγω σαφούς προτίμησης, αλλά λόγω απόρριψης της αφέλειας της πρώτης που θυμίζει την «Τρελή τού Chaillot», με όσα υπενόησε ο Ζαν Ζιρωντού.

Πώς όλα τούτα συνδέονται με το σημερινό μας δράμα; Χρειάστηκαν περίπου τρεις δεκαετίες για να περάσουμε από το πανηγυρικό σύνθημα «αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή», στο πιεστικό δίλημμα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Τα ερωτήματα που ανακύπτουν εύλογα από τη συνθηματική επαναληπτικότητα της «αλλαγής» στην ελληνική πολιτική ζωή, είναι δύο: μήπως οι αιτίες της σημερινής κρίσης βρίσκονται στην παραλλαγή τού 1981 ή μήπως ποτέ δεν αλλάξαμε ουσιαστικά τα τελευταία 30 χρόνια; Το παράδοξο είναι ότι συνέβησαν και τα δύο. Μια «πολιτική» αλλαγή που δεν περιορίστηκε μόνο στην ομαλή λειτουργία του δικομματισμού, αλλά και σε πολλά άλλα «δίπορτα»: οικονομία - παραοικονομία, πολυνομία - ασέβεια θεσμών, εθνικισμός - ξενομανία κ.ά.. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικοί, πολιτισμικοί και πολιτικοί αρχαϊσμοί αποδείχτηκαν ισχυρότεροι των εκσυγχρονιστικών τάσεων και πρακτικών που έκαναν έντονη την παρουσία τους από τη δεκαετία τού ‘80 και ύστερα.

Το γεγονός αυτό έχει πολλαπλώς ερμηνευτεί με το απλουστευτικό σχήμα ότι μεταπολιτευτικά προέκυψαν «δύο Ελλάδες». Από τη μια η εξωστρεφής, η δημιουργική, η επιτυχημένη, η σύγχρονη, και από την άλλη η εσωστρεφής, η δεισιδαιμονική, η διεφθαρμένη, η αναχρονιστική. Η συνύπαρξη αρχαϊσμού και εκσυγχρονισμού είναι παντού, στα άτομα και κατά συνέπεια στο κάθε κόμμα, στην κάθε μικρή ή μεγάλη οργάνωση: το σκυλάδικο συνδυάστηκε με το κλαμπ (ελληνάδικο μετά τις 12), ο αρραβώνας ως εθιμική πρακτική και οικογενειακή επιταγή παραμένει «αναγκαίος» για τη νέα γενιά τού chat και του cybersex, το αίτημα για ρουσφέτι συγχρονίστηκε με το κεκτημένο δικαίωμα στη φοροδιαφυγή και άλλα πολλά.

Ο δυισμός αυτός, όσο και αν προσωποποιήθηκε ή ομαδοποιήθηκε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ποτέ δεν οργανώθηκε επί της ουσίας σε δύο ξεχωριστά στρατόπεδα, παρατάξεις, αντιλήψεις. Η οικονομική κρίση σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, πιέζει για μια οριστική επιλογή ως προς τη μία ή την άλλη πλευρά του υποκειμενικού και εθνικού δυισμού. Γι’ αυτόν το λόγο τώρα η διαμόρφωση δύο στρατοπέδων αντιπαράθεσης είναι πιο ξεκάθαρη από ποτέ. Πέρα από την τεχνοκρατική λογική, πέρα από την οικονομική δυσχέρεια που επιβάλλεται, αυτό που διακυβεύεται, αυτό που απειλείται να αλλάξει, είναι η διπλή μας ταυτότητα, τόσο στην ευέλικτη ασφάλεια που μας έδινε όσο και στην ασφαλή της υποκρισία. Άμποτε! Αυτός που θα εκφράσει το νέο πολιτισμικό διπολισμό με επιχειρήματα κατίσχυσης επί του άλλου, θα χαράξει πορεία δεκαετιών για τη χώρα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey