Σε προηγούμενο άρθρο έλεγα ότι με την έλευση του φθινοπώρου η επιδημία της νέας γρίπης μοιάζει να είναι αναπόφευκτη. Την τελευταία εβδομάδα, τα επιβεβαιωμένα (με εργαστηριακό έλεγχο) και τα πιθανά (λόγω κλινικής εικόνας κρούσματα νέας γρίπης έχουν αυξηθεί δραματικά.
Σε προηγούμενο άρθρο έλεγα ότι με την έλευση του φθινοπώρου η επιδημία της νέας γρίπης μοιάζει να είναι αναπόφευκτη. Στο ίδιο άρθρο, θέλοντας να συμβάλω στην πληρέστερη ενημέρωση για τη νέα γρίπη, αναφερόμουν στον τρόπο μετάδοσης, τα συμπτώματα, τις ευπαθείς ομάδες, τη νοσηρότητα και κατέληγα ότι «η νέα γρίπη μοιάζει με τη γνωστή μας εποχική γρίπη, συνήθως έχει ήπια συμπτώματα, μεταδίδεται εύκολα και αναμένεται να προσβάλλει μεγάλο μέρος του πληθυσμού γιατί δεν υπάρχει προηγούμενη ανοσία».
Την τελευταία εβδομάδα, τα επιβεβαιωμένα (με εργαστηριακό έλεγχο) και τα πιθανά (λόγω κλινικής εικόνας κρούσματα νέας γρίπης έχουν αυξηθεί δραματικά. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η επιδημία είναι εδώ και τις επόμενες εβδομάδες ένα τμήμα του πληθυσμού θα νοσήσει.
Και τώρα τι κάνουμε ;
Σε ατομικό επίπεδο εφαρμόζουμε τα γνωστά μέτρα υγιεινής σχολαστικά. Αποφεύγουμε, όσο είναι δυνατόν, κλειστούς χώρους και κοινωνικές εκδηλώσεις που μας φέρνουν σε στενή επαφή με άλλους ανθρώπους. Ενισχύουμε τη φυσική άμυνα του οργανισμού με τη σωστή διατροφή, καλό ύπνο και ήπια φυσική άσκηση.
Ο εμβολιασμός αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο πρόληψης. Η προστασία από το εμβόλιο αρχίζει δυο με τρεις εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό. Είναι αλήθεια ότι δεχτήκαμε πολλές αντικρουόμενες απόψεις κυρίως από τα τηλεοπτικά παράθυρα, όπως επίσης δεν υπήρξαν από την αρχή ξεκάθαρες θέσεις από τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς.
Σήμερα, όμως, όλοι πρέπει να συνταχθούμε με τις οδηγίες του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων. Έχει ήδη ανακοινωθεί το πρόγραμμα των εμβολιασμών. Τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου πρέπει άμεσα να εμβολιαστούν, γιατί η πιθανότητα να παρουσιάσουν επιπλοκές από τη γρίπη είναι πολύ περισσότερες από τις όποιες παρενέργειες του εμβολίου.
Το κλείσιμο των σχολείων είναι μέτρο κυρίως για την αναχαίτιση της ταχύτητας μετάδοσης του επιδημικού κύματος, αν και σε αρκετές χώρες που εφαρμόσθηκε δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Κατά τη διάρκεια ενημερώσεων για τη γρίπη σε σχολεία του νησιού διαπίστωσα έντονο προβληματισμό από γονείς και εκπαιδευτικούς για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ένα παιδί θεωρείται ότι πάσχει από τη γρίπη, πότε πρέπει να φύγει από το σχολείο, πότε μπορεί να γυρίσει, πότε θα κλείσει το σχολείο και πότε θα ανοίξει (για να ξανακλείσει αργότερα…).
Είναι αλήθεια ότι η κλινική εικόνα της νέας γρίπης περιλαμβάνει συμπτώματα που εμφανίζονται στις περισσότερες ιώσεις, χωρίς να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και ασυμπτωματικές μορφές. Σε συνθήκες επιδημίας σαν αυτή που έχουμε, και όταν εργαστηριακά έχουμε πολλά επιβεβαιωμένα κρούσματα, πρέπει κάθε «γριπώδης συνδρομή» να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται σαν κρούσμα νέας γρίπης. Νομίζω ότι με τη συνεργασία του συλλόγου γονέων και των εκπαιδευτικών κάθε σχολείου, πολλά θέματα από τα παραπάνω μπορούν εξειδικευτούν και να διευθετηθούν, πάντα βέβαια στο πλαίσιο των κατευθύνσεων του αρμόδιου υπουργείου.
Οι προβλέψεις σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Ασθενειών (ECDC) είναι ότι 20% έως 30% του πληθυσμού θα νοσήσει κατά τη διάρκεια της επιδημίας, 1% - 2% των νοσούντων θα χρειαστεί νοσηλεία σε νοσοκομείο και από αυτούς το 15% θα χρειαστεί μονάδα εντατικής.
Αυτό για το νησί μας σημαίνει ότι μέχρι το Μάιο είναι πολύ πιθανό να νοσήσουν 20.000 με 30.000 άνθρωποι, εκ των οποίων 300 έως 500 θα νοσηλευθούν στο Νοσοκομείο και από αυτούς 40 με 70 θα χρειαστούν νοσηλεία στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας .
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα ούτε την έκταση αλλά ούτε και τη διάρκεια της επιδημίας. Γρήγορη μετάδοση του ιού που θα προκαλέσει ταυτόχρονη νόσηση σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα θέσει σε δοκιμασία τις δομές υγείας. Η καλοκαιρία των τελευταίων ημερών, ο εμβολιασμός ενός σημαντικού αριθμού ατόμων και η σχολαστική τήρηση των μέτρων που ήδη ανέφερα, μπορούν να αναχαιτίσουν και να επιβραδύνουν το επιδημικό κύμα. Οι δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας πρέπει να είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση που θα προκύψει για εμβολιασμό των υγιών και για ιατρική αντιμετώπιση των ασθενών.
Το μοναδικό νοσοκομείο του νησιού καλείται να σηκώσει το βάρος της δευτεροβάθμιας περίθαλψης, δηλαδή τη νοσηλεία των πασχόντων, αλλά και μεγάλο κομμάτι της πρωτοβάθμιας, αφού μεγάλος αριθμός ασθενών προστρέχει στα εξωτερικά ιατρεία για απλές ιατρικές εξετάσεις. Η προσέλευση στα εξωτερικά ιατρεία σε τέτοιες περιόδους, πέρα από το φόρτο δουλειάς, αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού στον προσερχόμενο, αλλά και σε άτομα με άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας. Η εξέταση των ύποπτων περιστατικών γρίπης και πολύ περισσότερο η νοσηλεία των νοσούντων, σε ξεχωριστούς, απομονωμένους χώρους, με την παράλληλη λήψη κατάλληλων προφυλακτικών μέτρων, βοηθάει στην αποτροπή της μετάδοσης σε άλλους ασθενείς και στο προσωπικό του Νοσοκομείου. Η Μονάδα Εντατικής και του δικού μας νοσοκομείου θα δεχθεί, σύμφωνα με τις προβλέψεις, τη μεγαλύτερη πίεση και προφανώς θα χρειαστεί ενίσχυση κυρίως σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Οι πιθανές επιπτώσεις της πανδημίας στη χώρα μας έχουν από καιρό γνωστοποιηθεί από φορείς όπως η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.
Οι διοικήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών και φορέων υγείας προφανώς έχουν πάρει τα ενδεικνυόμενα μέτρα, ώστε το επερχόμενο κύμα της νέας γρίπης να έχει τις λιγότερο δυνατές επιπτώσεις για όλους μας.
* Η Μαρία Λόζου - Βερβέρη είναι παιδίατρος, πρώην διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Μυτιλήνης.