Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των αιματολογικών νεοπλασμάτων με συνδυασμένη χημειοθεραπεία από το τέλος της δεκαετίας τού ’60, απετέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο βασίστηκαν οι μετέπειτα θεραπείες για συμπαγή νεοπλάσματα, όπως παχέος εντέρου, μαστού, πνεύμονος κ.λπ..
Η πρωτοποριακή αυτή αντιμετώπιση των αιματολογικών νεοπλασιών είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική βελτίωση του προσδοκίμου επιβιώσεως των ασθενών αυτών. Ένα παράδειγμα αποτελούν οι λευχαιμίες και τα λεμφώματα υψηλής κακοήθειας, που από προσδόκιμο επιβιώσεως λίγων εβδομάδων ή μηνών, μετατράπηκε σε επιβίωση χρόνων. Το ζενίθ των επιτυχιών αυτών έφτασε τις δεκαετίες 1980 και 1990. Όμως, μετά τα μέσα της δεκαετίας 1990, η επιβίωση ασθενών από τα νοσήματα αυτά ήταν υψηλή αλλά είχε μία επιπέδωση χωρίς να παρατηρούνται επιπλέον σημαντικά άλματα. Εξαίρεση αποτελεί η Χρονία Μυελογενής Λευχαιμία, για την οποία η ανακάλυψη στοχευμένης θεραπείας άλλαξε εντελώς τα δεδομένα και απετέλεσε το πρότυπο για τις περαιτέρω έρευνες και τις επακόλουθες εξελίξεις στις οποίες αναφέρομαι στο άρθρο αυτό.
Η καινούργια προοπτική που ανοιγόταν, ήταν, μετά την επίτευξη της ύφεσης, δηλαδή της εξαφάνισης των νεοπλασματικών κυττάρων, να υπάρχουν θεραπευτικές προσεγγίσεις που θα σκοπεύουν στη διατήρηση της ύφεσης και την αποφυγή υποτροπής, δηλαδή επανεμφάνισης της νόσου. Επίσης, διαγνωστικές προσεγγίσεις που θα επιτρέπουν τον προσδιορισμό χαμηλού φορτίου της νόσου θα επέτρεπαν την προσυμπτωματική, πριν την εμφανή υποτροπή, διάγνωση και την επίτευξη δεύτερης ύφεσης. Η παραπάνω προοπτική φαίνεται να έχει γίνει πραγματικότητα, όπως ενδείκνυται από αποτελέσματα κλινικών μελετών της τελευταίας πενταετίας.
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που επιτυγχάνουν τη διατήρηση της ύφεσης, είναι δύο. Πρώτον, η εφαρμογή εξατομικευμένης θεραπείας μετά από προσεκτική εκτίμηση του ασθενούς και εργαστηριακό προσδιορισμό της συμπεριφοράς του νεοπλάσματος. Δεύτερον, η επιλογή νεωτέρων φαρμάκων, που έχουν ιδιότητες στοχευμένης δράσης. Τα φάρμακα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνα τους ή σε συνδυασμό. Είναι πέραν του σκοπού του άρθρου αυτού να αναφερθούμε λεπτομερειακά στα φάρμακα αυτά, γεγονός όμως είναι ότι είναι δεοντολογικά ορθόν και ασφαλές να χορηγούνται από εξειδικευμένους αιματολόγους, με εμπειρία στη χορήγησή τους και στη διαχείριση των παρενεργειών τους.
Οι διαγνωστικές προσεγγίσεις που θα επιτρέπουν τον προσδιορισμό χαμηλού φορτίου της νόσου πριν την εμφανή υποτροπή, περιλαμβάνουν συνδυασμό εξειδικευμένων εργαστηριακών και κλινικών μεθόδων. Οι μέθοδοι αυτές χρησιμοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της τακτής παρακολούθησης των ασθενών, για να επιβεβαιώνεται η ύφεση, η οποία εφόσον διαρκέσει μια πενταετία θεωρούμε ότι έχει επιτευχθεί ίαση.
Τα πιο λαμπρά παραδείγματα αυτών των εξελίξεων αποτελούν δύο συχνές αιματολογικές κακοήθειες: το Πολλαπλούν Μυέλωμα και τα Λεμφώματα.
Στο Πολλαπλούν Μυέλωμα κλινικές μελέτες της τελευταίας δεκαετίας έχουν δείξει ότι η επίτευξη πλήρους ύφεσης ή πάρα πολύ καλής μερικής ύφεσης με νεώτερα φάρμακα στα αρχικά στάδια της διάγνωσης, επηρεάζει θετικά την επιβίωση χωρίς νόσο και επιβραδύνει την επανεμφάνισή της. Η επιβίωση επιμηκύνεται περαιτέρω εάν η αρχική θεραπεία ακολουθείται από τη λεγόμενη θεραπεία συντήρησης. Εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή, η ολιστική θεραπευτική αντιμετώπιση και συχνή παρακολούθηση παίζουν καθοριστικό ρόλο στην άριστη έκβαση.
Το Λέμφωμα και οι υποκατηγορίες του αποτελούν άλλο ένα παράδειγμα όπου έχουμε θεαματικά αποτελέσματα με την εφαρμογή της παραπάνω στρατηγικής. Η θεραπεία συντήρησης με νεώτερα φάρμακα σε μορφή μηνιαίων ή διμηνιαίων χορηγήσεων, έχει επιτύχει μακροχρόνια επιβίωση, καθιστά τον ασθενή ικανό να επανέλθει στην κανονική του ζωή και μειώνει στο 50% τις πιθανότητες επανεμφάνισης/υποτροπής της νόσου.
Οι παραπάνω θεραπευτικές στρατηγικές είναι εφαρμόσιμες και το επόμενο βήμα είναι να καταστεί δυνατή η μοριακή εξατομικευμένη θεραπεία, με αποτύπωση της γενετικής συμπεριφοράς των νεοπλασματικών κυττάρων με γρήγορες και οικονομικά προσιτές μοριακές μεθόδους.