Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου γεννήθηκε το 1977 στον Πειραιά. Σπούδασε 3D Animation στη σχολή Parsers στην Αθήνα και μυήθηκε στα μυστικά του κινουμένου σχεδίου με πλαστελίνη και παραδοσιακές τεχνικές στη σχολή 9zeros στη Βαρκελώνη.
Εγκατέλειψε στο πτυχίο τις σπουδές του στη Γεωλογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Ισπανική Φιλολογία στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Δουλεύει στη διαφήμιση και ταυτόχρονα διαβάζει, γράφει και μεταφράζει βιβλία για παιδιά.
Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και έχει συνεργαστεί για τη διοργάνωση εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων για το παιδικό βιβλίο με εκδότες, σχολεία, βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα.
Σήμερα Σάββατο 21 Μαρτίου στις 12 το μεσημέρι στο Βιβλιοπωλείο «Book & Art» στην οδό Κομνηνάκη 5 της Μυτιλήνης ο Αντώνης Παπαθεοδούλου θα παρουσιάσει τα βιβλία του σε παιδιά και όχι μόνο. Με αφορμή την παρουσία του στη Μυτιλήνη μίλησε στο «Ε».
Ποιο είναι το βιβλίο που σας έκανε να αγαπήσετε τα παραμύθια;
«Το Παραμύθι με τα χρώματα» του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Είναι το πρώτο βιβλίο που με θυμάμαι να διαβάζω ως παιδί και το βιβλίο που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την αισθητική μου για το τι σημαίνει καλό παιδικό βιβλίο ως ενήλικας. Κι ακόμη τα «παραμύθια από το τηλέφωνο» του Ροντάρι, τα «Γράμματα στην Παυλίνα» του Κρους και «Το καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη.»
Αν σας ζητούσαν να γράψετε ένα παραμύθι για την σύγχρονη Ελλάδα τι τίτλο θα δίνατε και πώς θα έμοιαζε ο πρωταγωνιστής;
«Για τη σημερινή Ελλάδα... δεν ξέρω. Ίσως ο πρωταγωνιστής να ήταν κάποιος που τόσο πολύ ζορίστηκε, μιζέριασε, αγχώθηκε, φοβήθηκε, ταλαιπωρήθηκε περιμένοντας όλα να πάνε κάποια στιγμή καλά, ώσπου τελικά βαρέθηκε να περιμένει και αποφάσισε ακόμη κι έτσι, χωρίς λόγο, να είναι χαρούμενος και αισιόδοξος! Για την Ελλάδα γενικότερα, νομίζω ότι ένα παραμύθι δεν φτάνει. Σε αυτή τη χώρα βαριόμαστε να διαβάζουμε φαίνεται κι έτσι πασχίζουμε χρόνια τώρα να φτιάξουμε ένα παραμύθι που να συμφωνούμε όλοι, ενώ το μόνο που χρειάζεται είναι να διαβάσουμε κάποτε με ενδιαφέρον, ο ένας το ξεχωριστό παραμύθι του άλλου και να γνωριστούμε επιτέλους.».
Για τους «καλούς» και τους «κακούς»
Από πού «ξεπηδάνε» οι καλοί και κακοί πειρατές, οι μάγισσες, οι ιππότες, και όλοι αυτοί οι ήρωες που τόσο έχουμε αγαπήσει;
«Από πράγματα που ζω, που διαβάζω, που άκουσα ή είδα. Από την ανάγκη μου να μιλήσω στα παιδιά για ένα θέμα που νομίζω σημαντικό. Από την ανησυχία να κρύψω σε ένα παραμύθι κάτι για να μην ξεχαστεί. Από την -εντελώς αβάσιμη για τους πολλούς- πίστη ότι τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Αλλά και από πολύ μικρές αφορμές, όπως ένα λογοπαίγνιο, μια ζωγραφιά ή ένα αστείο».
Η περιρρέουσα «γκρίζα» ατμόσφαιρα και ψυχολογία που υπάρχει γύρω μας αντιμετωπίζεται καλύτερα με…;
«Με φίλους, αλληλεγγύη, κατανόηση, ρεαλισμό, χιούμορ και λιακάδες»
Αν αύριο μεθαύριο σας ρωτήσει ο γιος σας τι να γίνει όταν μεγαλώσει τι θα του απαντήσετε (εκτός του να διαβάσει το μαγικό σας βιβλίο- «Όταν μεγαλώσω θα γίνω»!);
«Κρίμα να απαντήσεις με ένα επάγγελμα σε τέτοια ερώτηση. Όταν μπορείς να πεις απλώς “χαρούμενος” ή “ευτυχισμένος”. Αν έπρεπε να απαντήσω οπωσδήποτε επαγγέλματα πάντως, θα έλεγα όσο περισσότερα μπορούσα... σε αυτή την ηλικία το να ξέρεις ότι το μέλλον σου ανήκει κι όλα είναι δυνατά, είναι πολύ πιο σημαντική πληροφορία από τα χαρακτηριστικά των διαφόρων επαγγελμάτων. Γι’ αυτό και με τη Μυρτώ Δεληβοριά φροντίσαμε στο βιβλίο μας να κρύψουμε 15.625 τρελά επαγγέλματα».
Για τα παιδικά μάτια…
Πώς είναι να γυρνάτε όλη την Ελλάδα και να σας κοιτάνε με λαχτάρα δεκάδες ζευγάρια παιδικά μάτια;
«Πολύ αγχωτικό! Γιατί με κοιτάνε με λαχτάρα να παίξουν, να ταξιδέψουν να μαγευτούν από μια ιστορία, να γελάσουν, να μάθουν καινούργια πράγματα και όλα αυτά είναι τόσο δύσκολα και απαιτητικά, που κάθε φορά ξεκινώ πανικόβλητος και σίγουρος ότι δεν θα τα καταφέρω...»
Πώς ένα παιδί μαθαίνει να διαβάζει και να αγαπήσει τα βιβλία;
«Όταν μεγαλώνει κοντά σε βιβλία. Όταν βλέπει τους μεγάλους να απολαμβάνουν την ανάγνωση και όχι να διαβάζουν μόνο από ανάγκη. Όταν το αφήνουμε να ανακαλύψει το βιβλίο που θα του ταιριάξει και δεν του επιβάλουμε ένα ανάγνωσμα».
Τι κάνει ένα βιβλίο, ένα παραμύθι να ξεχωρίζει;
«Για κάθε αναγνώστη είναι κάτι άλλο φυσικά. Εγώ ξεχωρίζω τα παιδικά βιβλία που είναι πρωτότυπες κι όχι χιλιοειδωμένες ιδέες, εκείνα που η γλώσσα, οι εικόνες και τα μηνύματά τους αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως δύσκολο και ώριμο αναγνωστικό κοινό, ως ξεχωριστές οντότητες και όχι ως μικρούς-μεγάλους ή αναγνώστες με μειωμένες απαιτήσεις.
Η σύγκρουση καλού και κακού στις μέρες μας θα μπορούσε να μετριαστεί αν μεταμορφωνόμασταν σε «...» και η αγαπημένη μας φράση ήταν η « ….»;
«Δεν πιστεύω ότι το καλό και το κακό ξεχωρίζουν τόσο εύκολα. Νομίζω -κι αυτό γράφω και στους Πειρατές, τους Ιππότες και τις Μάγισσες- πως τελικά είμαστε όλοι καλοί που για κάποιο παράξενο λόγο κάνουμε τον κακό ο ένας στον άλλο. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να μεταμορφωθούμε. Μάλλον να μορφωθούμε χρειάζεται. Η αγαπημένη μου φράση είναι κλεμμένη από τον αγαπημένο μου Henri Michaux: «Η γη δεν είναι στρογγυλή, πρέπει να την κάνουμε στρογγυλή».
Διασκευάζετε Ιούλιο Βερν· γιατί τον επιλέξατε και ποιο είναι το επόμενο αριστούργημά του που θα πιάσουμε στα χέρια μας μετά το «Γύρο του κόσμου» και το «Από τη γη στη σελήνη»;
«Τον επέλεξα, γιατί θυμάμαι σαν τώρα την ευκολία με την οποία με ταξίδευαν τα βιβλία του όταν ήμουν μικρός. Νομίζω πως η περιπέτεια, οι εφευρέσεις, οι παράξενοι χαρακτήρες του, τα ταξίδια γεμάτα άγνωστα τοπωνύμια, η φαντασία, η περιέργειά του, ταιριάζουν πολύ στις μικρές ηλικίες.
Έτσι αν τονίσεις όλα αυτά, αφαιρέσεις -πολλές φορές γενναία- ό,τι δεν ταιριάζει και τολμήσεις να πεις κάτι καινούργιο με κάθε ιστορία του, τότε πολλά από τα “θαυμαστά ταξίδια” του Βερν μπορούν να γίνουν πολύ απολαυστικά αναγνώσματα για παιδιά ακόμη και προσχολικής ηλικίας. Τα επόμενα είναι το “20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα” και το “Ταξίδι στο κέντρο της γης”.