Το «Πάνινο τόπι» του Άγγελου Παλαιολόγου, από τις εκδόσεις «Αιολίδα»

05/04/2013 - 20:04

Το «Πάνινο τόπι» των εκδόσεων «Αιολίδα» είναι το πρώτο βιβλίο του Άγγελου Παλαιολόγου, γιου του μεγάλου εργάτη του Ελληνικού Αθλητισμού και του Ολυμπισμού Κλεάνθη Παλαιολόγου.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής.

Το «Πάνινο τόπι» των εκδόσεων «Αιολίδα» είναι το πρώτο βιβλίο του Άγγελου Παλαιολόγου, γιου του μεγάλου εργάτη του Ελληνικού Αθλητισμού και του Ολυμπισμού Κλεάνθη Παλαιολόγου.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής. Ο ελληνικός λαός προσπαθεί καθημερινά να επιβιώσει παρά τα άπειρα δεινά του. Το ένδοξο Έπος της Αλβανίας είναι ακόμα νωπό στις μνήμες. Παλικάρια που πολέμησαν και κατάφεραν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, έχουν αποδυθεί τώρα σ’ έναν άλλου είδους αγώνα, χωρίς επιστροφή και χωρίς έλεος, αδιαφορώντας για το Χάρο που, αδιάκριτα κι ανελέητα, θερίζει ζωές καθημερινά.

Πρωταγωνιστές της ιστορίας, δύο νέοι, ο Μιχάλης και η Άννα, φοιτητές της Νομικής, που βρίσκουν τη δύναμη να ενώσουν τις καρδιές τους και να ζήσουν λίγες, αλλά ανεπανάληπτες στιγμές πραγματικού κι αγνού έρωτα, υπηρετώντας ταυτόχρονα πιστά τις επιταγές του αντιστασιακού αγώνα ενάντια στον κατακτητή, με διαρκή δράση, ανυποχώρητο σθένος και αυταπάρνηση. Το χρονικό της Κατοχής, όπως αυτό περιγράφεται, αλλά και τα περισσότερα από τα περιστατικά που διαδραματίζονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, βασίζονται σε γεγονότα και προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα.

Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από τις σελίδες 94 - 95 του βιβλίου.

«Πέρασαν από μπροστά του, σχετικά αργά, οι μπροστινές μοτοσικλέτες, με τις σιλουέτες να φορούν τις γκρίζες στολές και τα μισητά γερμανικά κράνη. Τα φορτηγά ακολουθούσαν. Μόλις που είχε προσπεράσει το δεύτερο καμιόνι, όταν ο Μιχάλης διέκρινε μέσα στην σκοτεινή καρότσα του τις όρθιες φιγούρες των ανδρών που τραγουδούσαν. Με το πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος, ένας νέος ψηλός, αδύνατος, με μάτια που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα, ανέμισε το χέρι του:

- Πατριώτη, να ζήσεις να σε χαίρετ’ η μάνα σου! Για χάρη της…
Τη δυνατή φωνή, που ερχόταν απ’ το καμιόνι, την έσβησε, πριν καλά καλά ακουστεί, ο θόρυβος των μοτοσικλετών, που έκλειναν το κομβόι. Στα πόδια του Μιχάλη ήρθε και προσγειώθηκε ένα μικρό μπαλάκι από τσαλακωμένο χαρτί. Το πάτησε με το παπούτσι του να μην το πάρει ο αέρας. Πριν σκύψει, κοίταξε καλά ένα γύρω. Περίμενε να απομακρυνθεί η μηχανοκίνητη φάλαγγα κι έσκυψε, αφού βεβαιώθηκε πως δεν τον έβλεπε κανείς. Πήρε το μπαλάκι στο χέρι του κι άρχισε να το ξετυλίγει προσεκτικά, καθώς γύριζε παίρνοντας το δρόμο προς το σπίτι του. Ήταν ένα σημείωμα, πρόχειρα γραμμένο με μολύβι, σ’ ένα καφετί κομμάτι χαρτιού περιτυλίγματος, άτσαλα σκισμένου. Πρέπει να είχε γραφτεί βιαστικά, γιατί τα γράμματα ήταν ακατάστατα. Άρχισε να το διαβάζει, αλλά τα δάκρυα στα μάτια του τον εμπόδιζαν. Έβγαλε το μαντίλι του, τα σκούπισε και έπιασε το διάβασμα και πάλι απ’ την αρχή. Ένας κόμπος στο λαιμό του κι ένας πιο μεγάλος στην καρδιά του!

«Πατριώτη,
Μας πάνε για εκτέλεση στην Καισαριανή. Είμαστε 14, μας είχανε δυο μήνες τώρα στο Χαϊδάρι. Σε παρακαλώ, βρες τη μάνα μου και πες της πως δεν λύγισα και να μην με περιμένει άλλο. Μαρίκα Γιατζόγλου, Κυδωνιών 12, Κερατσίνι. Εμείς το καθήκον μας το κάναμε. Εσείς που μένετε ζωντανοί, κάντε κι εσείς το δικό σας. Αντισταθείτε στον καταχτητή και πάρτε πίσω το αίμα μας. Ζήτω η Ελλάδα μας!
Μανόλης Γιατζόγλου»

Ο Μιχάλης σταμάτησε για λίγο να περπατά. Κάτι σαν ζαλάδα τον έκανε ν’ ακουμπήσει στον πλαϊνό τοίχο. Πήρε μια δυο βαθιές ανάσες, ξεκόλλησε από τον τοίχο, συνέχισε να βαδίζει αργά, σαν υπνοβάτης, κρατώντας στο χέρι του σφιχτά το σημείωμα. Το θάνατο τον είχε γνωρίσει καλά στην Αλβανία, είχε συντροφέψει μαζί του, σχεδόν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα της συνάντησης μαζί του, αφού υπήρχε ολούθε! Αυτός ο θάνατος τού είχε αρπάξει καλούς συντρόφους από δίπλα του, έτσι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, μέσα σε μια στιγμή. Αυτού του είδους ο θάνατος σ’ έβρισκε μεσ’ από το ξαφνικό, το αναπάντεχο, και κουβαλούσε μαζί του το ερωτηματικό, την πιθανότητα, το ίσως, το μπορεί… Αυτόν τον θάνατο κάπως τον αντιμετώπιζες, ή εν πάση περιπτώσει νόμιζες πως τον αντιμετώπιζες. Τούτο όμως ήταν κάτι άλλο. Εδώ βρισκόσουν απέναντι στη βεβαιότητα, στο άμεσα αμετάκλητο, τελεσίδικο, στα μετρημένα, λιγοστά λεπτά! Αυτό πώς παλεύεται, πώς χωνεύεται, πώς αντιμετωπίζεται; Πώς μπορείς να συμφιλιωθείς μ’ αυτό, να συνυπάρξεις; Είχε ακούσει για τις εκτελέσεις στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Και ποιος δεν είχε ακούσει! Αυτή όμως η τόσο άμεση επαφή με τα μελλοθάνατα παλικάρια, που έσερνε μαζί του το γερμανικό καμιόνι, ήταν συνταρακτική, σε συνέθλιβε! Κι εντούτοις, αυτά τα παλικάρια τραγουδούσαν, έψαλλαν στο δρόμο για το θάνατο! Πού την έκρυβαν όλη αυτή τη δύναμη;»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey