Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το νέο πολιτικό σκηνικό, που φαίνεται να διαμορφώνεται ενάμιση χρόνο μετά τις διπλές εθνικές εκλογές και πέντε μήνες μετά τις ευρωεκλογές και το οποίο αποτυπώνεται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις, επιβεβαιώνει την εκτίμηση που είχαμε και διατυπώσει και από αυτό το βήμα, ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο , όπου ναι μεν υπάρχουν ακόμη πολλοί «άγνωστοι», αλλά συγχρόνως και ισχυρές ενδείξεις για τάση επιστροφή σε έναν δικομματισμό παλιάς «κοπής», που άλλωστε κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της Μεταπολίτευσης , πριν προκύψει η ...λαίλαπα της κρίσης και των μνημονίων , για να αλλάξει τα μέχρι τότε δεδομένα. Μιλάμε για τον δικομματισμό όπου τα λεγόμενα παλιά κόμματα, τα ιστορικά μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που εναλλάσσονταν στην εξουσία, μέχρι που ήρθε η κρίση για να «σαρώσει» τα πάντα και να φέρει στο προσκήνιο τις αντισυστημικές δυνάμεις που μάλιστα για πάνω από πέντε χρόνια ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας, ήταν οι κυρίαρχες δυνάμεις του πολιτικού σκηνικού, αφού συγκέντρωναν πάνω από το 70-75% του εκλογικού σώματος, ποσοστά που σήμερα είναι απλησίαστα μετά τη ...ρευστοποίηση που υπήρξε στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Αυτά όμως αποτελούν παρελθόν, που μπορεί να είναι πρόσφατο, αφού μιλάμε για το πολιτικό τοπίο πριν μια δεκαετία και κάτι, αλλά δεν παύει να είναι ...παρελθόν! Σήμερα αυτό που φαίνεται στον ...ορίζοντα είναι ότι τα «παλαιά» κόμματα , αυτά που αμφισβητήθηκαν κατά την αντιμνημονιακή περίοδο, έχουν τον πρώτο λόγο και στις μελλοντικές εξελίξεις, η μεν ΝΔ ήδη είναι η κυρίαρχη δύναμη τα τελευταία πέντε χρόνια κερδίζοντας όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019 μέχρι σήμερα, το δε ΠΑΣΟΚ, μετά από μακρόσυρτη στασιμότητα επανέρχεται εντυπωσιακά, μετά τις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας του, και επιχειρεί να πλασαριστεί ως ο άλλος πόλος στο νέο «εκκολαπτόμενο» δικομματισμό που διαμορφώνεται και που καταγράφεται ...αχνά και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Αυτός που φαίνεται να είναι ο μεγάλος χαμένος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση» με απρόβλεπτη τελική κατάληξη, λόγω και των εσωκομματικών διεργασιών του που βρίσκονται σε εξέλιξη, και μεγάλος ηττημένος ο ιστορικός ηγέτης του χώρου αυτού, ο Αλέξης Τσίπρας, που τώρα επιχειρεί ετεροχρονισμένα να προβάλει ένα άλλο αφήγημα, που έπρεπε να έχει διατυπώσει ήδη από το 2019, όταν έχασε τις εκλογές, αντί να ...πετροβολά τον Μητσοτάκη με κάθε ευκαιρία, χωρίς πειστικό αντίλογο και εναλλακτική πρόταση, αναζητώντας εκ των υστέρων νέο ρόλο στο υπό διαμόρφωση πολιτικό σκηνικό. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι, η αλλαγή που σημειώθηκε την τελευταία 15ετία στο πολιτικό σκηνικό έχει απόλυτη σχέση με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, γι αυτό και η διαχωριστική γραμμή της τότε εποχής έφερε από τη μια «όχθη» τα παλιά κόμματα που χρεωνόταν την κρίση και από την άλλη τα νέα που υποσχόταν μια νικηφόρα «επανάσταση» απέναντι στους πολιτικούς που χρεωκόπησαν τη χώρα. Αυτό το δίπολο όρισε τις δυο νέες «παρατάξεις» της μνημονιακής περιόδου, με τα «συστημικά» κόμματα από τη μια πλευρά και τα «αντισυστημικά», με τις ποικίλες εκδοχές τους, από την άλλη. Μόνο που αυτός ο διπολισμός που έφερε στην εξουσία, πριν μια δεκαετία, τις δυνάμεις εκείνες που επένδυσαν στο λαϊκισμό και στις ψευδαισθήσεις, από τις εξελίξεις διαψεύστηκαν και οδηγήθηκαν σταδιακά, κάποιες πρόωρα (βλέπε ΑΝΕΛ) σε διάλυση και άλλες (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ) σε κατάρρευση, γιατί δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε.
Σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσκοπήσεις , που πάντα είναι η εικόνα της στιγμής που γίνονται, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φαίνεται να μοιράζονται ένα ποσοστό του εκλογικού σώματος, που υπολείπεται κατά πολύ από αυτό της εποχής του ισχυρού δικομματισμού, ωστόσο αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, τη βάση για τη διακυβέρνηση της χώρας. Αποτελούν τον βασικό κορμό των ψηφοφόρων των δυο αυτών κομμάτων που συγκρότησαν και συνευρέθηκαν στην παράταξη του «ναι» την περίοδο του εφιαλτικού δημοψηφίσματος του Τσίπρα για την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη, και που στη συνέχεια συνέβαλαν καθοριστικά στη νίκη της ΝΔ, τόσο το 2019, για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στις διπλές του 2023 για να μην ξαναεπιστρέψει, αν και εκ του αποτελέσματος τέτοια πιθανότητα δεν υπήρχε. Σε αυτόν τον κόσμο η ΝΔ είχε ομολογουμένως την απόλυτη υπεροχή, μέχρι πρότινος, αλλά μετά τις ευρωεκλογές και κυρίως μετά τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ τα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει, και οι συσχετισμοί μεταξύ των δύο, να αρχίζει να διαφοροποιείται. Κάτι που σημαίνει ότι στο ακροατήριο που μέχρι πριν μερικούς μήνες μονοπωλούσε η ΝΔ του Μητσοτάκη, αρχίζει να βάζει ...πόδι και το ΠΑΣΟΚ, υπό τη νέα ηγεσία του, που μπορεί να είναι πάλι ο Ανδρουλάκης, αλλά με νέα ηγετική ομάδα, που θα φανεί αν η δυναμική που καταγράφηκε θα έχει συνέχεια και θα «παγιωθεί», ή θα είναι συγκυριακή και θα «ξεφουσκώσει»! Οπως και να έχει οι σαρωτικές αλλαγές και ανακατατάξεις που επικρατούν στο χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς, με τη σημαντική δημοσκοπική αύξηση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με τη αντίστοιχη ραγδαία πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με την εν δυνάμει κινητικότητα που αιωρείται για δημιουργία και νέων κομμάτων, γιατί εκεί κατατείνουν και οι παρεμβάσεις Τσίπρα, αλλά και ο Στ. Κασσελάκης αν τελικά βρεθεί εκτός ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες εσωκομματικές εκλογές του χώρου αυτού, δημιουργούν ένα ασταθές και απρόβλεπτο προς το παρόν πολιτικό τοπίο, που χρειάζεται το χρόνο για να πάρει μια πιο σταθερή μορφή. Αυτό ωστόσο που διαφαίνεται ως μια πρώτη ανάγνωση, αυτή τη στιγμή είναι ότι τα «κλειδιά» του ευρύτερου αυτού χώρου τα κρατά στα χέρια του ο Ν. Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ, στο οποίο στρέφουν μετά από χρόνια τα μάτια του ένας κόσμος, προσδοκώντας να παίξει το ρόλο του ως ο άλλος πόλος, με πρόταση διακυβέρνησης και όχι διαμαρτυρίας για κάθε κυβερνητική παρέμβαση. Το ΠΑΣΟΚ προσδοκά να αυξήσει τα ποσοστά του... τροφοδοτούμενο από την κυβερνητική φθορά, που στη δεύτερη τετραετία έχει εμφανή προβλήματα διαχείρισης, αλλά και από τα εκφυλιστικά φαινόμενα στο ΣΥΡΙΖΑ, που στρέφει ένα κόσμο απογοητευμένο από τις εξελίξεις αυτές να αναζητήσει άλλη ...στέγη. Πάντως το γεγονός ότι για πρώτη φορά από το 2011 το ΠΑΣΟΚ, έστω και δημοσκοπικά αγγίζει το 20%, δημιουργεί κλίμα αισιοδοξίας , αλλά μεγενθύνει και τις ευθύνες του στα πλαίσια της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας, αναλαμβάνοντας επί της ουσίας το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ας μην είναι στην παρούσα φάση δεύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο.
Τούτων δοθέντων δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι το νέο δίπολο στο πολιτικό σκηνικό της χώρας μας τα επόμενα χρόνια θα είναι μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Σε αυτό το σκηνικό η κυβερνητική παράταξη εξακολουθεί να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, έχοντας κερδίσει και όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019 μέχρι τις πρόσφατα, και να κυριαρχεί έναντι των βασικών αντιπάλων της στην αντιπολίτευση, ωστόσο στις πρόσφατες ευρωεκλογές κατέγραψε απώλεια 13 περίπου ποσοστιαίων μονάδων που εκ των πραγμάτων κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου» της απόλυτης κυριαρχίας της που πλέον αμφισβητείται και εντός. Ενώ τα ποσοστά που καταγράφονται στις δημοσκοπήσεις, αν παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο, απέχουν αρκετά από την αυτοδυναμία, γεγονός που αλλάζει άρδην τα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό εν όψει των ερχόμενων εκλογών. Και αυτό το δεδομένο αν επιβεβαιωθεί από τις εξελίξεις, «ρευστοποιεί» ακόμη περισσότερο το πολιτικό σκηνικό, αφού το κυβερνών κόμμα αποτελούσε μια ισχυρή σταθερά του πολιτικού συστήματος της χώρας, που επιβραβεύτηκε τα τελευταία χρόνια και από το εκλογικό σώμα, μετά τις περιπέτειες που προηγήθηκαν. Γιατί είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι σταθερές ήταν λιγότερες από τις «ανατροπές» και τις σημαντικές ανακατατάξεις για τα κόμματα που τις κυοφορούσαν, ή τις υποδέχονταν. Το παρήγορο -αν μπορεί να το πει κανείς αυτό- είναι ότι υπάρχει ακόμη χρόνος πολύς μέχρι τις ερχόμενες εκλογές του 2027, αν πράγματι εξαντληθεί όπως λέει ο πρωθυπουργός η τετραετία και δεν έχουμε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, για να δείξει η κάθε πολιτική δύναμη που διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας τι μπορεί να κάνει και τι δυνατότητες έχει για να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και τις «παθογένειες» της χώρας. Πρωτίστως θα φανεί αν η κυβέρνηση μπορεί να τιθασεύσει την ακρίβεια, που σύμφωνα με όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης είναι το μεγαλύτερο μακράν πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, αλλά και τα άλλα ζητήματα της καθημερινότητας, που παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις και παρεμβάσεις των κυβερνητικών παραγόντων εξακολουθούν να ταλανίζουν τα νοικοκυριά και να προκαλούν και εξ αυτού του λόγου σοβαρή αμφισβήτηση της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας για όλα αυτά. Και γι αυτό και η φθορά που καταγράφεται, που προς το παρόν ένα μεγάλο μέρος αυτής της αμφισβήτησης μπορεί να μην κατευθύνεται αλλού και να παραμένει σε αναμονή, περιμένοντας να δει αν πράγματι οι κυβερνώντες μπορεί να τα καταφέρουν και να είναι πιο αποτελεσματικοί, αλλά μέχρι πότε; Η περίοδος που η κυβερνητική παράταξη έπαιζε χωρίς ισχυρό αντίπαλο, από τη στιγμή που ο «μπαμπούλας» του ΣΥΡΙΖΑ, που τον «βόλευε» ως αντίπαλος κατέρρευσε, είναι βέβαιο ότι έκανε ...ζημιά και στην κυβέρνηση και έδωσε τη δυνατότητα και αμφισβήτησης εκ των έσω, με ό,τι αυτό σημαίνει για την μέγιστη συσπείρωση του κυβερνητικού κόμματος που΄ενώ προσδοκά να διευρύνει την εκλογική του βάση, δεν θέλει να έχει απώλειες δικών του ψηφοφόρων, όπως φαίνεται να έχει σήμερα. Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός «επέλεξε» αντίπαλο εν όψει των ερχόμενων εκλογών, φωτογραφίζοντας τον Ν. Ανδρουλάκη και το ΠΑΣΟΚ, δείχνει ότι χρειάζεται να υπάρχει αντίπαλο δέος και για τη συσπείρωση του δικού του χώρου και για την καλύτερη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όντας ένας θεσμικός παίκτης! Αυτό το γεγονός πέραν των όποιων άλλων παραμέτρων αποτελεί πρόκληση και για τον Ανδρουλάκη και για το ΠΑΣΟΚ να «παίξει μπάλα» στο νέο σκηνικό που διαμορφώνεται και να αποδείξει αν πράγματι από δεύτερο που του δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, μπορεί να γίνει πρώτο και να διεκδικήσει επί ίσοις όροις τη διακυβέρνηση της χώρας , που όπως λέει είναι ο πρώτιστος μεγάλος στόχος του. Ιδωμεν!